14.4 C
Athens
Τετάρτη, 6 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΆρση του απορρήτου των επικοινωνιών και ενημέρωση του θιγόμενου

Άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και ενημέρωση του θιγόμενου


Της Αλίκης Κωστή,

Πολύ πρόσφατα επανήλθε στη δημοσιότητα το ζήτημα της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών (ή υποκλοπών όπως είναι ευρύτερα γνωστό στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας), με την έκδοση της απόφασης 465/2024 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η απόφαση αυτή έκρινε αντισυνταγματική (και αντίθετη στην ΕΣΔΑ και το δίκαιο της ΕΕ) τη διάταξη του ά. 87 παρ. 1 του ν. 4790/2021, και κατ’ επέκταση ακύρωσε την αρνητική πράξη της ΑΔΑΕ περί μη ενημέρωσης του Νίκου Ανδρουλάκη για την παρακολούθηση των επικοινωνιών του που αυτός υφίστατο το 2021, ως ερειδόμενης σε αντισυνταγματική (και αντίθετης στο γνωσιακό δίκαιο) διάταξη νόμου. Στο παρόν, λοιπόν, επιχειρείται μια παρουσίαση των βασικών σημείων της απόφασης και μία αναφορά σε ζητήματα συνταγματικού δικαίου που μπορεί να μην αποτέλεσαν αντικείμενο της δικαιοδοτικής κρίσης του ΣτΕ, είχαν, όμως, απασχολήσει τη συνταγματική θεωρία, όταν το θέμα των υποκλοπών είδε το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: marcinturoz

Στις 7.9.2022 ο Ν. Ανδρουλάκης υπέβαλε αίτηση στην ΑΔΑΕ, με την οποία ζητούσε να ενημερωθεί για τη θέση του υπό παρακολούθηση το 2021. Η ΑΔΑΕ, με πράξη του προέδρου της, απέρριψε την αίτηση αυτή επί τη βάσει του ά. 5 παρ. 9 του ν. 2225/1994, όπως τροποποιήθηκε με το ά. 87 παρ. 1 του ν. 4790/2021. Συγκεκριμένα, ενώ παλαιότερα, πριν την τροποποίηση του εν λόγω άρθρου, ήταν δυνατή η παροχή ενημέρωσης του θιγομένου και στην περίπτωση που η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του έγινε για λόγο «εθνικής ασφάλειας» (αρκεί να μην διακυβευόταν ο λόγος για τον οποίο επιβλήθηκε η άρση, κι εφόσον υπήρχε η σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου), με τη νέα του μορφή το άρθρο απέκλειε ρητά τη δυνατότητα ενημέρωσης, όταν γίνεται άρση για τον συγκεκριμένο λόγο, και χωρίς να απαιτείται η συνδρομή οποιασδήποτε άλλης ουσιαστικής προϋποθέσεως.  Η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του Ν. Ανδρουλάκη έγινε για λόγο «εθνικής ασφάλειας», επομένως η περίπτωση του ενέπιπτε στον συγκεκριμένο αποκλεισμό ενημέρωσης.  Το ΣτΕ έκρινε ότι αυτός ο απόλυτος περιορισμός ενημέρωσης, σε κάθε περίπτωση που το μέτρο άρσης του απορρήτου διατάχθηκε για λόγο εθνικής ασφάλειας, αντίκειται στο ά. 19 παρ. 1 του Συντάγματος (θεμελιώνει το απόρρητο των επικοινωνιών), στα ά. 5 παρ. 1 και 15 παρ. 1 της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ, στα ά. 7, 8, 11 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής ΧΘΔ), και τέλος στο ά. 8 της ΕΣΔΑ.

Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε το δικαστήριο στην παραβίαση των ά. 5§1 και 15§1 της ανωτέρω οδηγίας, την οποία ερμήνευσε υπό το φως της νομολογίας του Δικαστηρίου της  Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία (νομολογία του ΔΕΕ) ερμηνεύει με τη σειρά της την Οδηγία υπό το πρίσμα του ά. 51 του ΧΘΔ. Το ά. 5§1 της οδηγίας κατοχυρώνει το απόρρητο των επικοινωνιών (ειδικότερα, απαγορεύει «την ακρόαση, υποκλοπή, αποθήκευση ή άλλο είδος παρακολούθησης ή επιτήρησης των επικοινωνιών και των συναφών δεδομένων κίνησης από πρόσωπα πλην των χρηστών»), ενώ αναφέρει ότι εξαιρέσεις είναι επιτρεπτές, εφόσον τηρούνται οι προϋποθέσεις του ά. 15§1 της ίδιας Οδηγίας. Το άρθρο 15§1 της Οδηγίας (υπό το πρίσμα του ά. 51 του ΧΘΔ) επιτρέπει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν νομοθετικά μέτρα, με τα οποία επιβάλλονται περιορισμοί στο απόρρητο των επικοινωνιών, εφόσον, όμως, εξυπηρετείται ένας από τους σκοπούς που αναφέρονται στο ίδιο άρθρο («διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας, δηλαδή της ασφάλειας του κράτους, της εθνικής άμυνας, της δημόσιας ασφάλειας, και για την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη ποινικών αδικημάτων ή της άνευ αδείας χρησιμοποίησης του συστήματος ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 της οδηγίας 95/46/ΕΚ») κι εφόσον τηρείται η αρχή της αναλογικότητας.

Πηγή εικόνας: unsplash.com / Δικαιώματα χρήσης: marcus wrinkler

Περαιτέρω, το δικαστήριο αναφέρει ότι «ο σκοπός της διαφύλαξης της εθνικής ασφάλειας μπορεί να δικαιολογήσει μέτρα που συνεπάγονται επεμβάσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα σοβαρότερες από εκείνες που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν οι άλλοι αυτοί σκοποί». Ακόμη κι έτσι όμως, το δικαστήριο καταλήγει ότι μια καθολική απαγόρευση ενημέρωσης σε περίπτωση άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας (όπως αυτή του ά. 87 παρ. 1) παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και θίγει στον πυρήνα του το δικαίωμα, παραβιάζοντας έτσι την Οδηγία 2002/58/ΕΚ.

Να σημειωθεί σε αυτό το σημείο ότι μετά την αίτηση ακυρώσεως που άσκησε ο Ν. Ανδρουλάκης ενώπιον του ΣτΕ, εκδόθηκε ο ν. 5002/2022, ο οποίος προβλέπει μια διαφορετική διαδικασία για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, και ο οποίος διορθώνει εν μέρει τα σφάλματα του προηγούμενου, επιτρέποντας την ενημέρωση του θιγόμενου κι όταν η άρση γίνεται για λόγο εθνικής ασφάλειας (προβλέποντας, ωστόσο, και κάποιες περαιτέρω προϋποθέσεις). Πάντως, η υποχρέωση συμμόρφωσης της διοίκησης (που έχει ήδη λάβει χώρα) με την εκ νέου εξέταση του ζητήματος χορήγησης ενημέρωσης, έγινε επί τη βάσει του ά. 5 παρ. 9 του ν. 2225/1994 (όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του), διότι ο ν. 5002/2022, έκρινε το ΣτΕ, εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις που η άρση  του απορρήτου έλαβε χώρα με τη διαδικασία που ο ίδιος προβλέπει.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: marcinturoz

Παρότι δεν ασχολείται με αυτό το ΣτΕ, περαιτέρω ζητήματα συμβατότητας με το ά. 19 παρ. 1 του Σ έγειρε και το ά. 5 του ν. 2225/1994, το οποίο δεν προέβλεπε υποχρέωση αιτιολογίας της εισαγγελικής διάταξης, με την οποία επιβάλλεται η άρση για λόγο εθνικής ασφάλειας, ούτε χρονικό περιορισμό της άρσης. Παρόμοια προβλήματα εντοπίζονται και στον ισχύοντα ν. 5002/2022, όπου, παρότι πλέον δίνεται η δυνατότητα ενημέρωσης στον στόχο της παρακολούθησης σε κάθε περίπτωση άρσης (ακόμη κι όταν αυτή γίνεται για λόγο εθνικής ασφάλειας), εξακολουθεί να μην απαιτείται αιτιολογία της εισαγγελικής διάταξης, ενώ ουσιαστικός χρονικός περιορισμός της άρσης για λόγο εθνικής ασφαλείας δεν υπάρχει (προβλέπονται ως όριο οι 10 μήνες, προθεσμία, η οποία, ωστόσο, μπορεί να παρατείνεται).

Τέλος, τεράστια μερίδα θεωρητικών του συνταγματικού δικαίου, όταν η υπόθεση των υποκλοπών βγήκε στη δημοσιότητα, άσκησε κριτική στην αοριστία της έννοιας «λόγος εθνικής ασφάλειας» που αποτελούσε  -κι εξακολουθεί να αποτελεί- λόγο άρσης του απορρήτου, σύμφωνα με τους εκτελεστικούς του συντάγματος νόμους που έχουν αναφερθεί (πλέον ν. 5002/2022, παλιότερα ν. 2225/1994). Ενδεικτικά, ο Γιώργος Καραβοκύρης  κι ο Κώστας Χρυσόγονος επισημαίνουν ότι μια τέτοια αόριστη νομική έννοια που δεν εξειδικεύεται μπορεί να γίνει -και γίνεται- αντικείμενο καταχρήσεων από την πολιτική εξουσία, με την επιβολή άρσης του απορρήτου για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Μια άλλη δε μερίδα της θεωρίας, με εξέχοντα τον Ευάγγελο Βενιζέλο, υποστήριξε ότι στην περίπτωση βουλευτών και ευρωβουλευτών (όπως ο Ν. Ανδρουλάκης) υπερισχύουν ως ειδικότερες οι διατάξεις των άρθρων 61 και 62 του Συντάγματος, οι οποίες κατοχυρώνουν τις λεγόμενες βουλευτικές ασυλίες. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η άρση του απορρήτου είναι ανακριτική πράξη που προστατεύεται από το ακαταδίωκτο του ά. 62 παρ. 1 κι έτσι για να λάβει χώρα, θα πρέπει να έχει χορηγηθεί άδεια από την βουλή.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Γιώργος Καραβοκύρης, To πρόσωπο της δημοκρατίας, Constitutionalism, διαθέσιμο  εδώ
  • Κώστας Χρυσόγονος, Η διαρκής παραβίαση του άρθρου 19.1 του Συντάγματος, Constitutionalism, διαθέσιμο εδώ
  • Ευάγγελος Βενιζέλος, Τα συνταγματικά όρια στην άρση του τηλεφωνικού απορρήτου των πολιτών και των  πολιτικών  προσώπων για λόγους εθνικής ασφάλειας – Η υπόθεση Ανδρουλάκη, Constitutionalism, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αλίκη Κωστή
Αλίκη Κωστή
Είμαι τεταρτοετής φοιτήτρια της Νομικής σχολής του Α.Π.Θ. με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο Δημόσιο και Αστικό Δίκαιο. Γνωρίζω αγγλικά και γαλλικά. Στον ελεύθερό μου χρόνο ασχολούμαι με την ψυχολογία και την ανάγνωση λογοτεχνίας.