Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Ως γνωστών, ο πληθωρισμός αποτελεί το μέτρο της (θετικής) μεταβολής των τιμών στη διάρκεια του χρόνο. Πιο ουσιαστικά, είναι ο ρυθμός μείωσης της αγοραστικής δύναμης του χρήματος. Όταν, λοιπόν, αυτός ο ρυθμός είναι υψηλός και συγκεκριμένα περνάει τις αυξήσεις στους μισθούς και, ευρύτερα, τον ρυθμό ανάπτυξης, η αγοραστική ισχύ των καταναλωτών, συνολικά, μειώνεται.
Θεωρητικά, υπό κανονικές συνθήκες για την αγορά τουλάχιστον, αυτά τα μεγέθη θα πρέπει να προσαρμόζονται ανάλογα, ωστόσο λόγω των ατελειών της αγοράς, συμπεριλαμβανομένου της πλάνης των εργαζομένων, της ατελής πληροφόρησης, της έλλειψης ανταγωνισμού, των ιδιαιτεροτήτων από την πλευρά της προσφοράς σε αρκετά αγαθά κ.ά. Έτσι, προκαλείται το φαινόμενο της ακρίβειας, που συνήθως πλήττει περισσότερο τους μισθωτούς (ιδίως σε μη ανταγωνιστικές δουλειές), τις μικρές επιχειρήσεις (που δεν έχουν αρκετή μονοπωλιακή ισχύ στην αγορά) και γενικότερα τις οικονομικά πιο αδύναμες ομάδες της κοινωνίας, όπως βιώσαμε και επί του πρακτέου τα τελευταία χρόνια.
Οι επιχειρήσεις, ιδίως αυτές διανείμουν κατά κύριο λόγο τελικά αγαθά προς καταναλωτές, βιώνουν τον υψηλό πληθωρισμό μέσω της αύξησης του συνολικού τους κόστους. Ανάλογα με τα επίπεδα ανταγωνισμού στην αγορά, αλλά και την ελαστικότητα της ζήτησης ως προς την τιμή (δηλαδή κατά πόσο επηρεάζει τη ζήτηση για ένα αγαθό ή υπηρεσία μια μεταβολή στην τιμή του/της), οι επιχειρήσεις μετακυλούν σε ένα βαθμό ή εξ ολοκλήρου (μερικές φορές καθόλου) το αυξημένο κόστος τους στις τελικές τιμές. Αυτό αποτελεί τον άμεσο τρόπο μετακύλησης του αυξημένου κόστους από τις επιχειρήσεις προς τους καταναλωτές.
Υπάρχει και ο έμμεσος τρόπος, κατά τον οποίο οι επιχειρήσεις αφήνουν αμετάβλητες τις τιμές τους και μειώνουν μέγεθος του αγαθού, της ποσότητα ανά τεμάχιο, που προσφέρουν. Αυτό ονομάζεται “shrinkflation” και προκαλεί ακριβώς την ίδια επίπτωση στα πορτοφόλια των καταναλωτών, αν και δεν γίνεται άμεσα αντιληπτό από τους αγοραστές, όπως μια άμεση αύξηση της τιμής. Μια λιγότερο συνηθισμένη χρήση αυτού του όρου μπορεί να αναφέρεται σε μια μακροοικονομική κατάσταση όπου η οικονομία συρρικνώνεται, ενώ ταυτόχρονα βιώνει ένα αυξανόμενο επίπεδο τιμών.
Οι εταιρείες γνωρίζουν ότι οι πελάτες πιθανότατα θα εντοπίσουν αυξήσεις των τιμών των προϊόντων και έτσι θα επιλέξουν να μειώσουν το μέγεθός τους, έχοντας υπόψη ότι η ελάχιστη συρρίκνωση πιθανότατα θα περάσει απαρατήρητη. Η ακαδημαϊκή έρευνα έχει δείξει ότι οι καταναλωτές είναι πιο ευαίσθητοι στις σαφείς αυξήσεις τιμών παρά στη μείωση του μεγέθους των συσκευασιών, αλλά ότι αυτή η πρακτική μπορεί να οδηγήσει σε αρνητικές αντιλήψεις και προθέσεις των καταναλωτών για επαναγορά του προϊόντος και σε στατικό ή μειούμενο όγκο πωλήσεων μονάδας με την πάροδο του χρόνου.
Το shrinkflation αποτελεί, λοιπόν, ένα τέχνασμα των επιχειρήσεων για να περάσουν τα αυξημένα κόστη τους έμμεσα στους καταναλωτές, χωρίς να το παρατηρήσουν. Σε πολλές χώρες το τελευταίο διάστημα αυτό το φαινόμενο έχει βρεθεί στο επίκεντρο της συζήτησης και στην πολιτική, με τις Κυβερνήσεις να προσπαθούν να λάβουν τα μέτρα τους. Σε επόμενο άρθρο θα δούμε την πρόσφατη περίπτωση της Νότιας Κορέας, καθώς και άλλων χωρών, σχετικά με τα μέτρα που έλαβαν.