Της Χριστίνας Κοντόγιωργα,
Ο πολιτισμικός πλουραλισμός είναι, φυσικά, χαρακτηριστικό όχι μόνο της Ελλάδας αλλά όλων των δυτικών κοινωνιών. Η συνθήκη αυτή δεν οφείλεται μόνο στις μετακινήσεις των πληθυσμών μέσω της μετανάστευσης ή στην ύπαρξη παραδοσιακών μειονοτήτων στο πλαίσιο των εθνικών κρατών. Ζούμε στην εποχή των υπερεθνικών, οικονομικών συστημάτων, της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της εκτεταμένης διεθνούς επικοινωνίας. Η διαπολιτισμική εκπαίδευση και κατάρτιση έφεραν νέο πλαίσιο πολιτικού, οικονομικού και πολιτιστικού διαλόγου. Εκτός από αυτούς τους παράγοντες, που συμβάλλουν στην εμφάνιση της πολυπολιτισμικότητας και της ετερότητας στην κοινωνία, είναι επίσης σημαντικό να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η διαφορετικότητα είναι πάνω απ’ όλα ένας σημαντικός παράγοντας που χαρακτηρίζει και το γεγονός ότι είμαστε μια σχετικά ομοιογενής κοινωνία ή ομάδα.
Ο μονοπολιτισμικός προσανατολισμός της εκπαίδευσης, ο οποίος συνδέεται άμεσα με την έννοια του έθνους — κράτους του 18ου και 19ου αιώνα, αποτελεί πλέον αναχρονιστικό στοιχείο σε ένα ολοένα και πιο ποικιλόμορφο πλαίσιο. Υπάρχει, πράγματι, μια αντίφαση μεταξύ μιας γενικής μονοπολιτισμικής εκπαίδευσης και μιας εκπαίδευσης με εθνικό προσανατολισμό. Από τη μία πλευρά, λαμβάνει χώρα μονοπολιτισμική και εθνοκεντρική εκπαίδευση και κατάρτιση, ενώ από την άλλη πλευρά η νέα γενιά ζει σε μια πολυπολιτισμική και πολύγλωσση πραγματικότητα. Ταυτόχρονα, είναι μια πολυπολιτισμική και πολύγλωσση πραγματικότητα στην οποία θα ζει η νέα γενιά στο μέλλον. Η μονοπολιτισμική εκπαίδευση δεν είναι μόνο αναχρονισμός, αλλά και δυσλειτουργικός παράγοντας. Και αυτό γιατί η σημερινή εκπαίδευση και τα σχολεία αδυνατούν να συμβαδίσουν με τις κοινωνικές αλλαγές και να προσαρμοστούν στις νέες, διαφοροποιημένες κοινωνικές συνθήκες.
Η επίτευξη διγλωσσίας είναι η σωστή εκμάθηση τόσο της δεύτερης γλώσσας όσο και της μητρικής. Οι μαθητές από διαφορετικά γλωσσικά και πολιτισμικά υπόβαθρα μαθαίνουν σωστά τόσο τη δεύτερη γλώσσα όσο και τη μητρική γλώσσα, μέθοδος που είναι πολύ σημαντική σε μια διαπολιτισμική προσέγγιση. Υπάρχουν πολλά επιχειρήματα υπέρ της αναγκαιότητας της εκμάθησης της μητρικής γλώσσας, όπως η δυνατότητα ανάπτυξης ικανοτήτων σε δύο γλώσσες αντί για μία. Είναι ενδιαφέρον να σκεφτούμε τι σημαίνει η απώλεια της μητρικής γλώσσας για τους μετανάστες και τους διεθνείς φοιτητές. Σε μια εποχή που η ικανότητα να μιλά κανείς δύο ή και τρεις γλώσσες εκτός από τη μητρική του γλώσσα αναγνωρίζεται ως σημαντική δεξιότητα, είναι ενδιαφέρον να σκεφτούμε τι σημαίνει για τους μετανάστες και τους διεθνείς φοιτητές να χάνουν τη μητρική τους γλώσσα, αλλά και να είναι σε θέση να ανταποκριθούν με επιτυχία στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας. Είναι σαφές ότι η απώλεια της μητρικής γλώσσας και η πολιτισμική αφομοίωση δε συμβάλλουν στην ανάπτυξη μιας υγιούς διαπολιτισμικής ταυτότητας στους μαθητές. Τι συνέπειες έχει αυτό για την ανάπτυξη της προσωπικότητας, την κοινωνικοποίηση και την επαγγελματική εξέλιξη των μαθητών; Ποιες συνέπειες έχει αυτό για την ανάπτυξη της προσωπικότητας, την κοινωνικοποίηση, την επαγγελματική και κοινωνική θέση των μαθητών;
Οι διγλωσσία στους μαθητές δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό. Υπάρχει ανεπτυγμένη κριτική και μεταγλωσσική ικανότητα και ικανότητα αναγνώρισης της αυθαιρεσίας της γλώσσας. Ωστόσο, τα θετικά αποτελέσματα της διγλωσσίας μπορούν να επιτευχθούν μόνο μέσω μιας καλά σχεδιασμένης εκπαίδευσης. Η πρώτη γλώσσα αποτελεί τη βάση για τη δεύτερη γλώσσα. Αυτό σημαίνει ότι η αποτελεσματική κατάκτηση μιας δεύτερης γλώσσας εξαρτάται από την επαρκή γνώση της πρώτης γλώσσας. Κατά συνέπεια, δεν είναι σαφές αν η πρώτη και η δεύτερη γλώσσα είναι αλληλένδετες. Δεν μπορεί να ειπωθεί ότι ανταγωνίζονται η μία την άλλη. Το επιχείρημα αυτό ισχύει και για το επιχείρημα ότι η χρήση της μητρικής γλώσσας από τους αλλόγλωσσους μαθητές είναι άσχετη. Η χρήση της μητρικής γλώσσας από αλλόγλωσσους μαθητές δεν έχει καμία σχέση με τη χρήση της μητρικής γλώσσας από αλλόγλωσσους μαθητές.
Στην Ελλάδα, η εκπαίδευση στη μητρική γλώσσα προβλέπεται θεσμικά αλλά δεν εφαρμόζεται. Αντίθετα, για τους αλλοδαπούς μαθητές, προβλέπεται η διδασκαλία μιας δεύτερης γλώσσας, δηλαδή της ελληνικής, στις τάξεις υποδοχής και στις τάξεις κατάρτισης. Η ανάγκη των μαθητών γλωσσικών και πολιτισμικών μειονοτήτων να αποκτήσουν με επιτυχία μια δεύτερη γλώσσα είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα στην εκπαίδευση των μειονοτήτων. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μπορεί να περιθωριοποιηθούν γλωσσικά και κατά συνέπεια να αποτύχουν στο σχολείο. Μια τέτοια προσδοκία είναι αντίθετη με την αρχή των ίσων ευκαιριών στην εκπαίδευση. Ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να εφαρμοστούν εκπαιδευτικές παρεμβάσεις που θα συμβάλλουν στην ενίσχυση της διδασκαλίας της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας στα παιδιά των μειονοτήτων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Παλαιολόγου, Ν. & Ευαγγέλου, Ο. (2007). Κοινωνική πολιτική για τους μετανάστες στην Ελλάδα: Προβληματισμοί, στο: Γεωργογιάννης, Π. Μετανάστευση, ελληνικά ως δεύτερη ή ξένη γλώσσα και διαπολιτισμική εκπαίδευση, 10ο Διεθνές Συνέδριο, Πάτρα: Πρακτικά.
-
Παλαιολόγου, Ν. & Ευαγγέλου, Ο. (2011). Διαπολιτισμική παιδαγωγική. Εκπαιδευτική πολιτική για παιδιά μεταναστών. Αθήνα: Πεδίο.