13.4 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗθική αυτουργία και ελεύθερη έκφραση

Ηθική αυτουργία και ελεύθερη έκφραση


Του Νίκου Αντωνάκη, 

Είναι πολύ σημαντική στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας η ελευθερία της έκφρασης, αφού συνιστά η ίδια πεμπτουσία των σύγχρονων ελεύθερων κοινωνιών. Ήταν βαθύ το πλήγμα που υπέστη η ελευθερία του λαού, όταν κατά τη διάρκεια της Απριλιανής δικτατορίας του απαγορεύθηκε η δυνατότητα να εκφράζει τους στοχασμούς του. Στο όνομα της δήθεν εθνικής ενότητας απαγορεύτηκε ακόμη και η πιο αγνή, αλλά πάντως αντικαθεστωτική, σκέψη. Μετά, επομένως, από την τραγική εμπειρία που βίωσε ο ελληνικός πληθυσμός ενόσω υφίστατο χούντα, ο συντακτικός νομοθέτης του 1975 δεν παρέλειψε να κατοχυρώσει ρητά στο άρθρο 14 του Συντάγματος το δικαίωμα στην ελεύθερη σκέψη και έκφραση. Έτσι, στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου όρισε πως «καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του τύπου τους στοχασμούς του τηρώντας τους νόμους του Κράτους».

Συνέπεια της παραπάνω ρύθμισης ήταν να κατοχυρωθεί και να περιβληθεί με συνταγματικής περιωπής ισχύ η ελευθερία της έκφρασης με κάθε μέσο και τρόπο, και με μόνο όριο το νόμο. Φυσικά, η αντικατάσταση της αόριστης έννοιας της εθνικής ενότητας από το νόμο δείχνει την κατάρρευση του πρώην ολιγαρχικού συστήματος και την πρόοδο προς μία πιο ανοικτή και ελεύθερη κοινωνία. Η ορισμένη, επομένως, ρητή επιφύλαξη υπέρ του νόμου στο άρθρο 14 παρ. 1 του Συντάγματος έχει χαρακτήρα φιλελεύθερο και δημοκρατικό.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: pencilparker

Συνεπές προς το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης, το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος απαγορεύει την ποινικοποίηση του ανθρώπινου φρονήματος. Ορίζοντας την έννοια της «πράξης» ως αναγκαίου συστατικού του ποινικού φαινομένου, αποκλείει εκ των προτέρων κάθε ενδεχόμενη νομοθετική πρόθεση σχετικά με τη στοιχειοθέτηση εγκλήματος που θα τιμωρεί την ελεύθερη σκέψη. Φυσικά, η διάταξη αυτή δεν εννοεί μόνο ότι απαγορεύεται ο ποινικός κολασμός των ενδιάθετων σκέψεων: αυτό είναι ούτως ή άλλως ευνόητο, αφού κανείς δεν μπορεί να ελέγξει εκ των προτέρων ποιες σκέψεις θα εισέλθουν στο μυαλό του και κανείς δεν μπορεί να αποδείξει τι μπορεί να σκέφτεται ένας άνθρωπος. Μία τέτοια υπόθεση θα είχε, ίσως, ενδιαφέρον σε μελλοντικές και πιο εξελιγμένες τεχνολογικά κοινωνίες. Αυτό, όμως, που πραγματικά εννοούσε ο συντακτικός νομοθέτης ήταν ότι απαγορεύεται και αυτή η τιμώρηση της εξωτερίκευσης (με πράξη) του φρονήματος. Έτσι, αποκλείεται από το ίδιο το Σύνταγμα η ποινικοποίηση μιας λ.χ. ειρηνικής πορείας κατά της κυβέρνησης, συνάθροισης πιστών κ. ο. κ.

Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις εύλογα γεννώνται αμφιβολίες ως προς τη συνταγματικότητα της ποινικοποίησης της ηθικής αυτουργίας (ά. 46 παρ. 1 ΠΚ) και πόσω δε μάλλον της απόπειρας ηθικής αυτουργίας (ά. 186 ΠΚ). Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης ανάμεσα στον Α και το Β και μέσα σε ένα κλίμα αγανάκτησης που δημιουργήθηκε λόγω της απιστίας της Γ απέναντι στο Β, ο Α του λέει «και δεν τη σκοτώνεις;». Αν πράγματι ο Β προχωρήσει στην ανθρωποκτονία της Γ, τότε ευθύνεται ο Α ως ηθικός αυτουργός αυτής (ά. 46 + 299 ΠΚ) ή πρόκειται για μια εκδήλωση των σκέψεων του, δηλαδή για συνταγματικό του δικαίωμα; Αντίστοιχα, αν κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου ο Δ πει «και δε ληστεύουμε καμία τράπεζα να βγάλουμε κάνα φράγκο;», και ο Ε, που άκουγε παραδίπλα, ληστέψει πράγματι την τράπεζα Ζ, είναι ο Δ ηθικός αυτουργός της ληστείας που έλαβε χώρα (ά. 46 + 380 ΠΚ);

Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα δεν είναι απλή. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει από τα δικαστήρια να τίθενται αυστηρά κριτήρια στην αναγνώριση ποινικής ευθύνης λόγω ηθικής αυτουργίας, ούτως ώστε να μην παραβιάζεται ο πυρήνας του δικαιώματος στην ελεύθερη έκφραση. Η διάταξη που ποινικοποιεί την πρόκληση μιας αξιόποινης απόφασης σε έτερο προφανώς αποτελεί νόμο, με την έννοια του ά. 14 παρ. 1 του Συντάγματος, που περιορίζει την ελευθερία της έκφρασης. Η σκέψη του νομοθέτη εκκινεί από τη βάση ότι κάθε άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να διαδίδει με κάθε μέσο τους στοχασμούς του, αρκεί οι τελευταίοι να μην οδηγούν στην προσβολή υλικών αντικειμένων που εξατομικεύουν έννομα αγαθά. Από τη στιγμή που ο εκφράζων τη σκέψη του οδηγεί, με τη συμπεριφορά του, σε διακινδύνευση ή βλάβη ενός συγκεκριμένου εννόμου αγαθού τότε περνάει από την ελεύθερη έκφραση στην αξιόποινη ηθική αυτουργία (ά. 46 ΠΚ).

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: kat wilcox

Και πάλι, όμως, η πρόκληση απόφασης σε άλλον για τέλεση αξιόποινης πράξης δεν αρκεί. Πρώτα-πρώτα, πρέπει ο φυσικός αυτουργός πράγματι να τέλεσε την πράξη για την οποία παροτρύνθηκε. Ηθική αυτουργία χωρίς τέλεση (τελικά) άδικης πράξης δε νοείται στο δίκαιό μας, λόγω του συστήματος της περιορισμένης αντικειμενικής εξάρτησης της συμμετοχής που ακολουθεί ο ελληνικός ποινικός κώδικας. Στο πλαίσιο αυτό, αμφισβητείται έντονα, από δικαιοπολιτική άποψη, η ρύθμιση του άρθρου 186 ΠΚ. Απαιτείται επιπλέον, κατά την κρατούσα γνώμη, ένα είδος πνευματικής επικοινωνίας και επιρροής ανάμεσα στον ηθικό και το φυσικό αυτουργό, ενώ κατ’ άλλη, πιο σωστή ακόμα γνώμη, χρειάζεται να ανευρίσκεται μέσα στα λόγια του πρώτου αρχή, τουλάχιστον, εκτέλεσης μίας αξιόποινης πράξης. Η πρόκληση της απόφασης με οποιονδήποτε άλλον τρόπο δεν ενδιαφέρει το Ποινικό δίκαιο.

Είναι, επομένως, πολύ αμφίβολη η ορθότητα της κρίσης της νομολογίας στο μέτρο που «χρεώνει» ηθική αυτουργία σε ανθρώπους λόγω πρόκλησης απόφασης σε έτερο με άλλον τρόπο, πλην γλωσσικής επικοινωνίας. Και να υπάρχει, ωστόσο, διάλογος ανάμεσα στο φυσικό και τον ηθικό αυτουργό, αυτός δεν αρκεί. Πρέπει να καταφάσκεται χρονική εγγύτητα ανάμεσα στην πρόκληση και την τέλεση της αξιόποινης πράξης, ενώ η παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος αποκλείει in abstracto την ποινική ευθύνη του προκαλέσαντος την απόφαση, αφού θέτει εν αμφιβόλω τόσο τον αιτιώδη σύνδεσμο πρόκλησης-τέλεσης πράξης όσο και το δόλο του ηθικού αυτουργού που πρέπει να την επικαλύπτει.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: Jill Wellington

Ο πιο σημαντικός όρος, όμως, για τη θεμελίωση της ηθικής αυτουργίας είναι ότι η αξιόποινη πράξη, που αποτελεί το περιεχόμενο της προτροπής του ηθικού αυτουργού και, όπως προκύπτει από τα λόγια του, πρέπει να στρέφεται κατά συγκεκριμένου και εξατομικευμένου υλικού αντικειμένου που ενσωματώνει ένα έννομο αγαθό. Και αυτό, διότι σε αντίθετη περίπτωση βρίσκεται σε κίνδυνο το ελεύθερο φρόνημα των πολιτών. Πολύ εύστοχα, επομένως, επισημαίνει η κα. Καϊάφα-Γκμπάντι στην επιτομή του γενικού ποινικού δικαίου πως «γενική και αφηρημένη ηθική αυτουργία δεν μπορεί να γίνει δεκτή σε ένα φιλελεύθερο, μη ολοκληρωτικό, ποινικό σύστημα». Με τα δεδομένα αυτά, και επιστρέφοντας στα παραπάνω παραδείγματα, κανένας από τους Α και Δ δεν ευθύνονται καταρχήν ως ηθικοί αυτουργοί στα αντίστοιχα εγκλήματα. Ο δεύτερος, γιατί αναφέρθηκε γενικά και αφηρημένα σε ληστεία και όχι (σε ληστεία) μιας συγκεκριμένης λ.χ. τράπεζας, ενώ ο πρώτος, διότι πρέπει να συντρέχουν περαιτέρω γεγονότα για να θεμελιωθεί η συνείδηση ότι παροτρύνει τον Β σε τέλεση ανθρωποκτονίας εις βάρος της Γ (ο δόλος του, με άλλα λόγια).

Σε κάθε περίπτωση, και για να μη φτάνουμε στο σημείο να ποινικοποιείται η ανθρώπινη έκφραση, πρέπει τα δικαστήρια να ερμηνεύουν στενά και να εφαρμόζουν με πολλή προσοχή τη διάταξη της ηθικής αυτουργίας (ά. 46 ΠΚ). Εν αμφιβολία δε, πρέπει να τείνουν υπέρ της ελεύθερης εκδήλωσης του φρονήματος.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Μαρία Καϊάφα-Γκμπάντι, Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ποινικό δίκαιο – επιτομή γενικού μέρους, άρθρα 1-49 ΠΚ, ζ’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2005

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Νίκος Αντωνάκης, Αρχισυντάκτης Νομικών Θεμάτων
Νίκος Αντωνάκης, Αρχισυντάκτης Νομικών Θεμάτων
Είναι φοιτητής στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Του αρέσει ιδιαίτερα η ενασχόληση με τον τομέα του Αστικού Δικονομικού και Εργατικού Δικαίου, ενώ στον ελεύθερό του χρόνο επιδιώκει την ανάγνωση συγγραμμάτων και μελετών με σκοπό την περαιτέρω εξειδίκευσή του στους κλάδους αυτούς.