Της Βερονίκης Στεριώτη,
Η Μεταπολίτευση, όπως είναι γνωστό, ισούται με την γενική ανασυγκρότηση της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα. 50 χρόνια μετά, στοιχεία της αναδύονται ακόμη στον ελληνικό πολιτισμό, ενώ το πολίτευμα της χώρας παραμένει το ίδιο, γεγονός που αποδεικνύει πως η ίδια βρίσκεται ακόμη σε ισχύ.
Η αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974, μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, σήμανε την αρχή του τέλους των μεγάλων κοινωνικών διαιρέσεων που προέκυψαν από τον εμφύλιο πόλεμο στα τέλη της δεκαετίας του ‘40. Το μεταπολιτευτικό σύστημα σηματοδότησε, επίσης, την αντίδραση ορισμένων κοινωνικών ομάδων, που παρ’ ότι συμμετείχαν στα οφέλη από την οικονομική ανάπτυξη, θεωρούσαν ότι βρίσκονταν στο περιθώριο των πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων, τα προηγούμενα 25 χρόνια. Οι κοινωνικές αυτές ομάδες, απαρτίζονταν από αγρότες, δημοσίους υπαλλήλους, αυτοαπασχολούμενους και μικρομεσαίους επιχειρηματίες. Ήδη οι θεσμικές, πολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις της μεταπολίτευσης είχαν κάνει την εμφάνισή τους πολύ σύντομα.
Ο Καραμανλής, άλλωστε, με την επιστροφή του στην Ελλάδα, είχε προχωρήσει σε μια αναπροσαρμογή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, ενώ συγχρόνως είχε θέσει ως στόχο του την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ. Σ’ αυτή τη μεγάλη κίνηση, η Νέα Δημοκρατία έβλεπε πολιτικά, αλλά και συμπληρωματικά οικονομικά οφέλη. Ο ίδιος περιέγραψε τη σκοπιμότητα της επιλογής του με τον ακόλουθο τρόπο: «Θα ήθελα να τονίσω ότι η Ελλάς δεν επιθυμεί την ένταξιν της αποκλειστικώς και μόνον για λόγους οικονομικούς. Την επιδιώκει προ πάντων για λόγους πολιτικούς, που αναφέρονται εις την σταθεροποίησν της δημοκρατίας και εις το μέλλον του έθνους…Διότι είναι πλέον σαφές ότι η Ελλάς εντασσόμενη στην Ευρώπη θα επιτύχη την ενίσχυσιν της εξωτερικής ασφάλειας και την κατοχύρωσιν του δημοκρατικού της πολιτεύματος». Η ένταξη, λοιπόν, στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα ήταν απαραίτητη, για την επίτευξη σύνδεσης της χώρας με μια οικονομία που έπαιρνε ευρωπαϊκό χαρακτήρα, ενώ συγχρόνως αποτελούσε και τον μόνο τρόπο να αποτραπεί ο περιθωριακός οικονομικός ρόλος της Ελλάδας και να προχωρήσει η διαδικασία κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, όπως και η ολοκλήρωση καταμερισμού της εργασίας, της κοινωνικής ειρήνης και των όρων οικονομικής ενσωμάτωσης.
Έτσι, η σχετική αίτηση ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ κατατέθηκε τον Ιούνιο του 1975, ενώ η υιοθέτησή της από το Συμβούλιο Υπουργών, πραγματοποιήθηκε ένα χρόνο αργότερα. Μετά από διαπραγματεύσεις σχετικά με την αγροτική παραγωγή και υπό την προϋπόθεση πως, η Ελλάδα θα παρήγαγε προϊόντα συναφή με εκείνα της Γαλλίας και της Ιταλίας, τον Μάιο του 1979, υπογράφεται η συνθήκη ένταξης.
Ωστόσο, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, της δασμολογικής προστασίας ώς τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και της μεσολάβησης της περιόδου της δικτατορίας, η ελληνική οικονομία κρίθηκε απροετοίμαστη για την πλήρη συμμετοχή της σε μια τόσο ανταγωνιστική ευρωπαϊκή οικονομία, όπως αυτή του 1980. Γεγονός που δεν επηρέασε τον Καραμανλή στη λήψη της απόφασής του για την ένταξη της χώρας, παρόλο που την συγκεκριμένη περίοδο, η κυβέρνηση δεχόταν έντονη πολεμική από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και την αριστερά. Όμως, η πολιτική διάσταση της ένταξης είναι βαθύτερη και αναφέρεται στο θεσμικό πλαίσιο. Η σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ, συνεπικουρούμενη από τη διαδικασία της ενσωμάτωσης στην ευρωπαϊκή αγορά, ισούνταν με τη σταδιακή ισχύ του κοινοτικού θεσμικού πλαισίου. Με αυτόν τον τρόπο, λυνόταν το μόνιμο πρόβλημα της σταθερότητας συγκρότησης και οργάνωσης του τρόπου κυριαρχίας στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό.
Η στροφή προς την ΕΟΚ, αποτέλεσε τον πρώτο άξονα εξωτερικής πολιτικής του Καραμανλή κατά τη περίοδο της Μεταπολίτευσης. Είναι σαφές πως, ο δεύτερος άξονας, συγκροτήθηκε από τις προσπάθειές του να διακόψει την στενή σχέση της χώρας με το ΝΑΤΟ. Έτσι, προχώρησε στην αναζήτηση ερεισμάτων από σοσιαλιστικές αλλά και ανεξάρτητες χώρες, για την επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Και αυτό, γιατί μετά το 1974, η Τουρκία έθεσε σε αμφισβήτηση το νομικό καθεστώς που αφορούσε τις σχέσεις των δύο χωρών μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, χαρακτηρίζονται αναμφίβολα από μια ανανέωση της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, σε μια προσπάθεια να ξεφύγει το ελληνικό κράτος από τα φαντάσματα του παρελθόντος του. Αξίζει να αναφερθεί πως δεν έλειψαν οι αντιδράσεις σε αυτή τη νέα επιχείρηση, οι οποίες με τη σειρά τους, οδηγούσαν την κυβέρνηση σε οπισθοχωρήσεις ή συντηρητικότερες επιλογές. Πάντως, η υιοθέτηση της δημοτικής γλώσσας, η οποία μέχρι στιγμής ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την αριστερά, ως επίσημης γλώσσας του κράτους και η επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης από έξι σε εννέα χρόνια, αποτέλεσαν σημαντικές αλλαγές της περιόδου. Η πολιτική του Καραμανλή, γενικότερα, όπως και του διαδόχου του Γεωργίου Ράλλη, επιδίωκε να διαμορφώσει «μια μετριοπαθή και συντηρητική φιλελεύθερη δημοκρατία… ένα δημοκρατικό σύστημα ανοιχτό σε όλες τις δυνάμεις και στο οποίο διασφαλίζονταν τα δικαιώματα των πολιτών, καταργώντας τους μετεμφυλιακούς δεσμούς». Παράλληλα, υπήρχαν προβλέψεις που αναφέρονταν στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, στην αναζήτηση της ισότητας των φύλων και στην προστασία του περιβάλλοντος. Σημαντικό είναι επίσης το ότι, η οικοδόμηση μεγάλων μαζικών κομμάτων υπήρξε σημαντική καινοτομία της εποχής.
Δεν θα έπρεπε να παραληφθεί, όμως, πως την ίδια περίοδο, η Νέα Δημοκρατία ήρθε αντιμέτωπη με δυσκολίες στον χώρο της οικονομίας. Από την επιδίωξη της νομισματικής σταθερότητας, μέχρι την πρώτη πετρελαϊκή κρίση του 1973, οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης, παρ’ ότι ακόμη θετικοί, έπεσαν σημαντικά. Μαζί με όλα τα παραπάνω, η Ελλάδα σε μια προσπάθεια να ενισχύει τον στρατό της θα στραφεί στον εξωτερικό δανεισμό.
Από τα παραπάνω, μπορεί να συμπεράνει κανείς πως, το φαινόμενο που κυριαρχεί στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, είναι το ίδιο που θα χαρακτηρίσει και όλη την υπόλοιπη περίοδο: Από πολιτικής απόψεως, η χώρα συμμετέχει στη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, αλλά στην οικονομία ακόμη αδυνατεί να πράξει το ίδιο. Έχοντας λοιπόν, διευθετημένο τον πολιτικό τομέα, παρουσιάζει δυσκολία να ανταπεξέλθει στις σοβαρές πιέσεις του οικονομικού, πράγμα που την αναγκάζει να προβεί στην υιοθέτηση ενός νέου σχετικού μοντέλου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ναπολέων Μαραβέγιας (2016), Ευρωπαϊκή Ένωση: Δημιουργία, εξέλιξη και προοπτικές, Αθήνα: εκδόσεις Κριτική
- Λιάργκοβας Παναγιώτης, Παπαγεωργίου Χρήστος (2018), Το Ευρωπαϊκό Φαινόμενο, Ιστορία, Θεσμοί, Πολιτικές, Αθήνα: εκδόσεις Τζιόλα
- Κώστας Κωστής (2018), Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη