17 C
Athens
Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο εξ αμελείας έγκλημα και η απόφαση ΑΠ 3/2019

Το εξ αμελείας έγκλημα και η απόφαση ΑΠ 3/2019


Της Αναστασίας Ερνεάνου, 

Προκειμένου να καταφαθεί πως ένα έγκλημα είναι ολοκληρωμένο, είναι αναγκαίο να περάσει μέσα από τον ενδελεχή έλεγχο του εφαρμοστή του δικαίου, του δικαστή. Γι’ αυτό το λόγο, έχει προκριθεί από τη θεωρία και τη νομολογία η διαδικασία ελέγχου ούτως ώστε να αποδειχθεί πως ένα έγκλημα αποτελεί μια ολοκληρωμένη πράξη (στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και η παράλειψη κατά το Ποινικό Δίκαιο), τόσο σε επίπεδο αντικειμενικής όσο και υποκειμενικής υπόστασης.

Σε πρώτο επίπεδο, εξετάζουμε αρχικώς τον άδικο χαρακτήρα της τελούμενης πράξης ή παράλειψης, ο οποίος διακρίνεται σε αρχικό και τελικό. Το λεγόμενο αρχικό άδικο εξετάζει αν πραγματώνονται τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, όπως αυτό περιγράφεται στη νομοτυπική μορφή του Ποινικού Κώδικα (εφεξής ΠΚ). Σε περίπτωση που η εξεταζόμενη πράξη πληροί αυτό τον όρο, προχωρούμε στο τελικό άδικο. Σε αυτό το επίπεδο εξετάζεται αν υπάρχει κάποιος λόγος άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης, δηλαδή κάποιος λόγος δικαιολόγησής της. Γίνεται αντιληπτό πως δεν αρκεί για να χαρακτηριστεί μια πράξη ως έγκλημα, να υπάρχει απλώς μια μυϊκή ενέργεια ή αδράνεια, αλλά απαιτείται και ουσιαστική απαξία που προκύπτει μέσα από την αξιολόγησή της ενόψει άλλων εννόμων αγαθών. Σε αυτή την κατηγορία λόγων άρσης υπάγεται η άμυνα και η κατάσταση ανάγκης (22 και 25 ΠΚ, αντίστοιχα). Εφόσον ο άδικος χαρακτήρας της πράξης δεν αίρεται από κάποιον τέτοιο λόγο, προχωρούμε στο δεύτερο επίπεδο.Το επίπεδο αυτό αποτελεί και το κύριο θέμα στην κρινόμενη απόφαση ΑΠ 3/2019. Σε αυτό το σημείο εξετάζεται η υποκειμενική υπόσταση του τελούμενου εγκλήματος, δηλαδή ο ψυχικός σύνδεσμος του προσώπου που τελεί την παράνομη και άδικη πράξη. Και πάλι το επίπεδο αυτό διακρίνεται αυτή τη φορά όμως, σε αρχικό και τελικό καταλογισμό, όχι άδικο όπως στο πρώτο επίπεδο. Αυτό αποφαίνεται και από τη διατύπωση του 14 ΠΚ όπου δίνεται ο ορισμός του εγκλήματος ως πράξη άδικη και καταλογιστή σε αυτό που την τελεί. Αυτό συνάγεται από τη θεμελιώδη αρχή του ποινικού δικαίου nulla poena sine culpa (καμία ποινή χωρίς ενοχή) , καθώς χρέος τόσο του νομοθέτη όσο και του ερμηνευτή είναι να αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως ψυχοσωματική ενότητα, υπεύθυνη για τις πράξεις του.

Έτσι, στον αρχικό καταλογισμό εξετάζεται η ύπαρξη δόλου ή αμέλειας, ως ψυχικής στάσης απέναντι στην τελούμενη πράξη. Ο δόλος διακρίνεται σε άμεσο (α’ και β’ βαθμού) και σε ενδεχόμενο. Η αμέλεια, στην οποία δίνεται έμφαση στην εν λόγω υπόθεση, ορίζεται στο 28 ΠΚ το οποίο αναφέρει πως «από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δε θα επερχόταν».

Καταρχήν οφείλουμε να εξετάσουμε τα στοιχεία της έννοιας αυτής. Η αμέλεια αποτελείται από ένα αντικειμενικό και ένα υποκειμενικό στοιχείο. Η έλλειψη προσοχής (κοινώς θα λέγαμε η απροσεξία) που όφειλε αποτελεί την αντικειμενική προϋπόθεση ούτως ώστε να καταφαθεί η έννοια της αμέλειας, ενώ το τι μπορούσε να προβλέψει ο δράστης την υποκειμενική. Η αμέλεια διακρίνεται με τη σειρά της σε ενσυνείδητη, δηλαδή ο δράστης γνωρίζει ως ενδεχόμενο τον αιτιακό σύνδεσμο της μυϊκής του ενέργειας με το αποτέλεσμα και σε ασυνείδητη, όπου ούτε γνωρίζει ούτε αποδέχεται και για το λόγο αυτό, η τελευταία μένει ατιμώρητη, αφού δεν υπάρχει καν ψυχικός σύνδεσμος με την πράξη. Σημαντικό είναι ότι η απροσεξία αυτή πρέπει να καλύπτει όχι μόνο την πράξη του δράστη ή την παράλειψή του, αλλά και το αποτέλεσμα που επέρχεται, έστω και ως ενδεχόμενο.

Στην απόφαση ΑΠ 3/2019 του Ζ’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου απορρίφθηκε η αναίρεση της 1163/2018 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κορίνθου, η οποία έκρινε την αναιρεσείουσα ένοχη για το αδίκημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια. Σε αυτή την υπόθεση, το δικαστήριο έκρινε πως η ένοχη όφειλε κατά αντικειμενική κρίση και μπορούσε να επιδείξει την οφειλόμενη προσοχή ως προς τη φροντίδα του νεογνού λαμβάνοντας υπόψη και τις ειδικές γνώσεις που διαθέτει ως προς τη μαιευτική και νοσηλευτική επιστήμη. Η μαία της κρινόμενης υπόθεσης καταδικάστηκε για σωματική βλάβη εξ αμελείας ( 314 ΠΚ) σε νεογνό, καθώς ήταν αμελής ως προς το πλύσιμό του με αποτέλεσμα να του προκαλέσει εγκαύματα λόγω της υψηλής θερμοκρασίας του νερού (άνω των 44° C) . Για αυτό το λόγο, η αναίρεση που άσκησε η μαία απορρίφθηκε και κρίθηκε ως ένοχη για το τελούμενο εξ αμελείας έγκλημα της σωματικής βλάβης.Βέβαια, η κατάφαση ύπαρξης ψυχικού συνδέσμου δεν αποτελεί το τελευταίο στάδιο στην εξέταση ενός ολοκληρωμένου εγκλήματος. Όπως και στην περίπτωση του αδίκου, έτσι και ο καταλογισμός διακρίνεται σε αρχικό και τελικό. Ο τελευταίος διαπιστώνεται εφόσον δε συντρέχουν λόγοι που δεν αίρουν τον καταλογισμό, δηλαδή κρίνεται η ουσιαστική απαξία της επιλογής του δράστη ο οποίος είναι συνειδητοποιημένος ως προς την επιλογή της προσβολής του εννόμου αγαθού.


Πηγές

Αναστασία Ερνεάνου

Γεννήθηκε το 2000. Σπουδάζει στο τμήμα της Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει παρακολουθήσει πλήθος σεμιναρίων σχετικά με τα εγχώρια και τα διεθνή δρώμενα. Αγαπάει τα ταξίδια και είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη όσον αφορά τον εθελοντισμό.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αναστασία Ερνεάνου
Αναστασία Ερνεάνου
Γεννήθηκε το 2000. Σπουδάζει στο τμήμα της Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει παρακολουθήσει πλήθος σεμιναρίων σχετικά με τα εγχώρια και τα διεθνή δρώμενα. Αγαπάει τα ταξίδια και είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη όσον αφορά τον εθελοντισμό.