Του Θανάση Μάριζα,
Έχει ειπωθεί πολλάκις, πως η ανάδειξη του διαδικτύου έχει δώσει φωνή στον καθένα κι έχει καταστήσει τον οποιονδήποτε ειδήμονα, ανεξαρτήτως θεματολογίας. Τα παραδείγματα, την τελευταία δεκαετία, είναι πολυάριθμα: η κλιματική αλλαγή, η πανδημία της COVID-19, η ευρύτερη αμερικανική πολιτική σκηνή και, πιο πρόσφατα, ο πόλεμος στην Ουκρανία. Ωστόσο, όπως (μεταφορικά) ορίζει κι ο τρίτος νόμος του Νεύτωνα, για κάθε δράση προκύπτει μια ίση αντίδραση: μαζί με την απερίσκεπτη διάδοση ψευδών ισχυρισμών (ή, πολύ χειρότερα, τη συνειδητή παραγωγή προπαγάνδας), πλέον έχει δημιουργηθεί, ως απάντηση, το φαινόμενο του fact-checking («έλεγχος δεδομένων», σε ελεύθερη μετάφραση).
Το εν λόγω κίνημα έχει, ως εκ τούτου, σημειώσει σημαντική άνοδο. Ο αριθμός των ιστοσελίδων ελέγχου πληροφοριών αυξήθηκε, από μόλις 11 (το 2008) σε 417 (το 2023), με μεγάλα ειδησεογραφικά δίκτυα να τον καθιστούν, μάλιστα, ξεχωριστή θεματική κατηγορία. Πλέον, ακόμη κι ανεξάρτητοι οργανισμοί έχουν αφιερωθεί στην κατάρριψη πολιτικών ισχυρισμών αμφιβόλου ποιότητας, σε περισσότερες από 100 χώρες και 69 γλώσσες. Αφού, ως επί το πλείστον, πέτυχε στις δυτικές δημοκρατίες, η ιδέα υιοθετήθηκε, σύντομα, και σε άλλα μέρη του κόσμου. Στα ανατολικά όρια της Γηραιάς Ηπείρου, ουκρανικά (αλλά και ρωσικά) μέσα βασίζονται στον έλεγχο δεδομένων, ώστε να απομυθοποιούν τη ρωσική προπαγάνδα.
Ίσως αυτό να ακούγεται αχρείαστο. «Ο καθένας πιστεύει ό,τι πιστεύει», μπορεί γρήγορα να πει κανείς. Κι όμως, έχει αποδειχθεί (σε έναν έλεγχο του… ελέγχου) πως η εν λόγω πιστοποίηση δεδομένων καθιστά, πράγματι, τους ανθρώπους λιγότερο ευάλωτους στην παραπληροφόρηση, ειδικά σε τομείς όπως η πολιτική. Είναι αυτή η αποτελεσματικότητα, ωστόσο, που οδήγησε πολλούς αυταρχικούς ηγέτες, σε ολάκερη την υφήλιο, να υιοθετήσουν ακριβώς την ίδια στρατηγική. Έτσι, οι κυβερνητικά ελεγχόμενες ιστοσελίδες fact-checking βοηθούν τους επίδοξους δικτάτορες να δυσφημούν την εκάστοτε κριτική και να δικαιολογούν κατασταλτικές νομοθεσίες και αυταρχικές επιδείξεις, παγκοσμίως.
Ίσως το πιο κραυγαλέο παράδειγμα αυτής της μεταστροφής είναι η Ρωσία, του γνωστού σε όλους Vladimir Putin. Η εκδοχή του Κρεμλίνου, για τον έλεγχο δεδομένων, έχει εξελιχθεί σε ένα εξέχον εργαλείο προπαγάνδας, από τη στιγμή της εισβολής στην Ουκρανία. Δημιουργήθηκε μια τεράστια ρωσική βιομηχανία, βασιζόμενη στα στοιχεία του ελέγχου δεδομένων, η οποία επιτίθεται σε τυχόν κατηγορίες εναντίον της Ρωσίας. «Όπλα» αποτελούν τόσο οι δημόσιες τηλεοπτικές εκπομπές, όσο και εφαρμογές άμεση επικοινωνίας, όπως το Telegram. Αντιγράφοντας το πραγματικό κίνημα ελέγχου δεδομένων, αυτή η βιομηχανία έχει γίνει η νέα «γραμμή άμυνας» της Ρωσίας, ενάντια σε οποιαδήποτε κριτική για τον πόλεμο ή την ουσιαστικά δικτατορική της κυβέρνηση.
Η ανωτέρω εξέλιξη είναι ενδεικτική μιας ευρύτερης τάσης. Ως μια συγκριτικά νέα (τουλάχιστον στα τωρινά της δεδομένα) δημοκρατική πρωτοβουλία, ο έλεγχος δεδομένων υιοθετείται… δημιουργικά κι από εκείνα τα καθεστώτα που θέλουν να παριστάνουν τις δημοκρατίες. Η υπόθεση πίσω από τον έλεγχο δεδομένων είναι ότι οι ειδικοί χρησιμοποιούν τα γεγονότα, ώστε να αποκαλύψουν ψευδείς πληροφορίες. Ωστόσο, μια αυταρχική κυβέρνηση που χρησιμοποιεί την ίδια τεχνική, για να κάνει το αντίστροφο, αποδεικνύει ότι αυτή η υπόθεση δεν ισχύει. Αυτή η κακοήθης υιοθέτηση ενός εκ των βασικότερων δημοσιογραφικών εργαλείων δείχνει ότι η γνώση της αλήθειας, τουλάχιστον όσον αφορά τα πολιτικά γεγονότα, δεν καθιστά αυτόματα κάποιον πιο πειστικό. Ύψιστης σημασίας είναι και το πώς αυτή η αλήθεια παρουσιάζεται.
Αποκαλύπτεται, έτσι, μια προβληματική υπόθεση: εάν μια αυταρχική κυβέρνηση μπορεί να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά την ίδια μεθοδολογία για να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα, αυτό καταδεικνύει ότι η αλήθεια για τα πολιτικά γεγονότα δεν παρέχει σε κάποιον ένα μοναδικό πειστικό πλεονέκτημα. Δεν είναι τα ίδια τα γεγονότα, αλλά η εμπιστοσύνη στην εξουσία του παρόχου που πραγματοποιεί τον έλεγχο δεδομένων. Εάν υπάρχει εμπιστοσύνη σε ένα αυταρχικό καθεστώς, θα υπάρχει εμπιστοσύνη και στον «έλεγχο δεδομένων» της. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η πρόκληση, ο έλεγχος δεδομένων πρέπει να εξελιχθεί.
Σε χώρες, όπως η Ρωσία, αλλά και οι ολοένα και πιο πολωμένες ευρωπαϊκές δημοκρατίες, ο εντοπισμός ανακριβών πληροφοριών από μόνος του δεν αρκεί για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης. Η αποτελεσματικότητα της τελευταίας εξαρτάται, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, όχι μόνο από τα γεγονότα που κοινοποιούνται, αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η εν λόγω κοινοποίηση. Ο δρόμος προς τον εκ νέου «εξοπλισμό» του ελέγχου δεδομένων, για την αντιμετώπιση της προαναφερθείσας παράδοξης απειλής, μπορεί να βρίσκεται, πολύ απλά, μέσα σε λίγο παραδοσιακό marketing: έρευνες κοινού, προσαρμογή στο εκάστοτε ακροατήριο και παρουσίαση των ίδιων γεγονότων με διαφορετική μεθοδολογία, αναλόγως τις υπάρχουσες πολιτικές απόψεις, το εκπαιδευτικό και πολιτιστικό υπόβαθρα, αλλά και την τοποθεσία μιας περιοχής.
Ένας τεράστιος όγκος παραπληροφόρησης έχει ήδη παραχθεί από τη Ρωσία, έπειτα από την εισβολή της στην Ουκρανία, ενώ αναμένεται κι ένα ανάλογο «τσουνάμι», όσο πλησιάζουμε τόσο στις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου, όσο και τις ευρωπαϊκές του Ιουνίου (ειδικά καθώς ένας άνευ προηγουμένου αριθμός ψηφοφόρων κατευθύνεται προς τις κάλπες, μέσα στο 2024). Η υιοθέτηση ενός νέου σχετικού νομοσχεδίου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ακριβώς στα πλαίσια των επικείμενων Ευρωεκλογών, αποτελεί βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Ήρθε, λοιπόν, η ώρα για τον έλεγχο δεδομένων να σχηματίσει μια ξεκάθαρη απάντηση, προς αυτή την εκμετάλλευση της ίδιας του της φύσης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Putin has a ‘factchecking’ operation, and so do other dictators – but they use them to twist the truth, The Guardian, διαθέσιμο εδώ
- 2024 is the biggest election year in history, The Economist, διαθέσιμο εδώ
- Fact-Checking: A Meta-Analysis of What Works and for Whom, Political Communication Journal (Vol. 37 / Issue #3 / 2020), διαθέσιμο εδώ
- Tackling online disinformation, European Commission, διαθέσιμο εδώ