Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν αποτελεί ίσως το κυριότερο μέγεθος αποτίμησης της οικονομικής δραστηριότητας σε μια περιοχή (μια χώρα) για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Σίγουρα, δεν είναι απόλυτα αντιπροσωπευτικό της κατάστασης που βρίσκεται μια οικονομία, ωστόσο μπορεί να δώσει μια γενική εικόνα και να αποτελέσει τη βάση για εμβάθυνση και περαιτέρω ανάλυση. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου που οι περισσότεροι μακροοικονομικοί και δημοσιονομικοί δείκτες μιας χώρας εκφράζονται ως ποσοστό του Α.Ε.Π., με σκοπό την καλύτερη κατανόηση των συνθηκών και τη σύγκριση με άλλες χώρες.
Παρά την απλότητα και τη σημαντικότητα του συγκεκριμένου μακροοικονομικού μεγέθους, καθώς και τη συχνότητα που ακούγεται στα οικονομικά νέα των ειδήσεων, δεν είναι, δυστυχώς, πλήρως κατανοητή η έννοιά του από αρκετά άτομα, γεγονός που εκφράζει και τον έντονο οικονομικό αλφαβητισμό που χαρακτηρίζει την κοινωνία μας. Στο παρόν άρθρο, λοιπόν, θα αναπτύξουμε τις τρεις προσεγγίσεις στη μέτρησή του, καθώς και τις εικόνες που δίνουν για τις οικονομικές συνθήκες τα διάφορα «κομμάτια» του.
Αρχικά, πρέπει να επισημάνουμε πως το Α.Ε.Π. μιας οικονομίας μπορεί να υπολογιστεί σε ονομαστική ή πραγματική βάση, όπου στην πρώτη περίπτωση δεν λαμβάνεται υπόψη το ύψος του πληθωρισμού κατά την ίδια χρονική περίοδο (δηλαδή, η μεταβολή του γενικού επιπέδου τιμών), ενώ στη δεύτερη γίνεται η προσαρμογή (ώστε να φανεί η μεταβολή του σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο, υπό την προϋπόθεση ότι οι τιμές των αγαθών και υπηρεσιών παρέμειναν στάσιμες). Εν γένει, το πραγματικό Α.Ε.Π. είναι μια καλύτερη μέθοδος για την παρουσίαση της μακροπρόθεσμης απόδοσης μιας οικονομίας, καθώς δείχνει, ουσιαστικά, αν η αγοραστική δύναμη, συνολικά, των συμμετεχόντων ισχυροποιήθηκε ή όχι.
Το Α.Ε.Π., λοιπόν, μπορεί να υπολογισθεί βάσει 3 προσεγγίσεων, οι οποίες δίνουν ταυτόσημες μετρήσεις (θεμελιώδης ταυτότητα των εθνικών λογαριασμών). Οι τρεις αυτές προσεγγίσεις αποτελούν (1) τη συνολική παραγωγή, (2) το συνολικό εισόδημα και (3) τη συνολική δαπάνη και είναι πάντα, όπως είπαμε, ισοδύναμες.
Προσέγγισης παραγωγής
Η προσέγγιση της παραγωγής ορίζει το Α.Ε.Π. με βάση την αγοραία αξία των νέων τελικών αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο (συνήθως μέσα σε ένα έτος). Ειδικότερα, η προσέγγιση της παραγωγής εκτιμά τη συνολική αξία της οικονομικής παραγωγής και αφαιρεί το κόστος των ενδιάμεσων αγαθών που καταναλώνονται στη διαδικασία (όπως αυτά των υλικών και των υπηρεσιών).
Ως ενδιάμεσα αγαθά και υπηρεσίες αναφέρουμε αυτά/αυτές που συμμετέχουν αποκλειστικά στη συμμετοχή άλλων αγαθών και υπηρεσιών κατά την ίδια πάντα χρονική περίοδο.
Να σημειωθεί, ωστόσο, πως τα κεφαλαιουχικά αγαθά (αγαθά που έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής και, δηλαδή, δεν αναλώνονται βραχυπρόθεσμα και αποτελούν πάγιο κεφάλαιο για μια επιχείρηση) που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή άλλων προϊόντων αναγνωρίζονται ως τελικά αγαθά, λόγω της σημαντικής και μακρόπνοης συνεισφοράς τους στην παραγωγική δυναμικότητα. Επιπλέον, οι επενδύσεις σε αποθέματα, δηλαδή αγαθά (εμπορεύματα, ημιτελή προϊόντα και πρώτες ύλες) που δεν χρησιμοποιήθηκαν στην παραγωγική διαδικασία της χρονικής περιόδου υπολογισμού ή δεν πωλήθηκαν, προστίθενται στο Α.Ε.Π. (παρότι είναι αναλώσιμα «ενδιάμεσα» προϊόντα), καθώς μεταφράζονται ως ισχυρότερη παραγωγική δυνατότητα για το μέλλον.
Συνεπώς, τα ενδιάμεσα αγαθά δεν προστίθενται στον υπολογισμό του Α.Ε.Π., αφού περιλαμβάνονται ήδη στην τιμή των τελικών αγαθών. Σε αυτό το σημείο έρχεται να «κουμπώσει» η έννοια της προστιθέμενης αξίας, η οποία είναι απόρροια της διαφοράς της αξίας ενός (τελικού) αγαθού από την αξία των εισροών (ενδιάμεσων αγαθών και υπηρεσιών) για την παραγωγή του πρώτου.
Πέρα από τα ενδιάμεσα αγαθά, στον υπολογισμό του Α.Ε.Π. δεν συμπεριλαμβάνονται αγαθά και υπηρεσίες που δεν πωλούνται σε τυπικές αγορές και των οποίων δεν μπορούν να υπάρξουν αξιόπιστες εκτιμήσεις στις αξίες τους. Αυτός είναι και ο λόγος που το Α.Ε.Π. δεν μπορεί να εκφράσει τον αντίκτυπο της ρύπανσης σε μια οικονομίας, αλλά ούτε και τις ενέργειας για τη μείωσή της.
Αντίθετα, αδήλωτα εισοδήματα (παραοικονομία), είτε από παράνομες είτε από νόμιμες δραστηριότητες, εκτιμώνται κατά προσέγγιση και αναπροσαρμόζουν το Α.Ε.Π. προς τα πάνω.
Τέλος, μια ακόμα ιδιαιτερότητα που είναι σημαντικό να επισημανθεί για τον υπολογισμό του Α.Ε.Π., βάσει της προσέγγισης της παραγωγής, είναι οι Δημόσιες Υπηρεσίες (Εθνική Άμυνα, Υγεία, Παιδεία κ.ο.κ.). Οι δημόσιες υπηρεσίες προστίθενται στο Α.Ε.Π. για χώρας, αλλά στο κόστος παραγωγής τους.
Προσέγγιση δαπάνης
Η προσέγγιση της δαπάνης είναι ίσως από τις πιο κατανοητές, λόγω της ευδιάκριτης κατηγοριοποίησης των δαπανών κατά τον υπολογισμό της. Ειδικότερα, με αυτήν την προσέγγιση υπολογίζονται οι δαπάνες για τελικά αγαθά και υπηρεσίες από τις διάφορες ομάδες που συμμετέχουν στην οικονομία, σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, προσθέτοντας την κατανάλωση, τις επενδύσεις, τις δημόσιες δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες και τις καθαρές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (ταυτότητα εισοδήματος-δαπάνης). Όλες αυτές οι δραστηριότητες συμβάλλουν στο Α.Ε.Π. μιας χώρας.
Η κατανάλωση αναφέρεται στις ιδιωτικές (νοικοκυριά) δαπάνες που γίνονται για τελικά αγαθά και υπηρεσίες, είτε αυτά είναι εγχώριας παραγωγής είτε εισαγόμενα. Ακόμα μία κατηγοριοποίηση αυτών των αγαθών γίνεται σε διαρκή, μη διαρκή και υπηρεσίες.
Η επένδυση αναφέρεται σε δαπάνες για νέα πάγια (ενσώματα ή άυλα) στοιχεία (κεφαλαιουχικές επενδύσεις) και σε αύξηση των αποθεμάτων (των επιχειρήσεων).
Οι δημόσιες δαπάνες για (νέα) αγαθά και υπηρεσίες δεν θέλει κάποια περαιτέρω επεξήγηση, παρά μόνο να υπογραμμιστεί πως κάποιες δημόσιες δαπάνες αφορούν μεταβιβαστικές πληρωμές, που αφορά, ουσιαστικά, την αναδιανομή του πλούτου άμεσα ή έμμεσα μέσω του κράτους. Συνεπώς, αυτή η κατηγορία δαπανών εξαιρείται από τον υπολογισμό του Α.Ε.Π. και περιλαμβάνονται αποκλειστικά τα έξοδα για αγορά νέων αγαθών και υπηρεσιών.
Τέλος, οι καθαρές εξαγωγές αναφέρονται στη διαφορά των αξιών των εξαγωγών με των εισαγωγών της οικονομίας κατά την περίοδο υπολογισμού του Α.Ε.Π. Οι εξαγωγές προστίθενται στο Α.Ε.Π., διότι αποτελούν δαπάνη για αγαθά και υπηρεσίες που παράγονται εγχώρια από καταναλωτές άλλης χώρας, ενώ οι εισαγωγές αφαιρούνται, διότι έχουν συμπεριληφθεί ήδη στις παραπάνω παραμέτρους.
Προσέγγιση εισοδήματος
Η εισοδηματική προσέγγιση αντιπροσωπεύει ένα είδος μέσης λύσης μεταξύ των δύο άλλων προσεγγίσεων για τον υπολογισμό του Α.Ε.Π. Η εισοδηματική προσέγγιση υπολογίζει το εισόδημα που αποκτάται από όλους τους συντελεστές παραγωγής σε μια οικονομία, συμπεριλαμβανομένων των μισθών που καταβάλλονται στην εργασία, του ενοικίου που αποκτάται από τη γη, της απόδοσης του κεφαλαίου με τη μορφή τόκων και των εταιρικών κερδών.
Πιο συγκεκριμένα, εφαρμόζεται το άθροισμα των αμοιβών των μισθωτών και των αυτοαπασχολούμενων, τα εισοδήματα από ακίνητη περιουσία, τα εταιρικά κέρδη (ειδικότερα τα αδιανέμητα κέρδη), τα καθαρά έσοδα από τόκους (φυσικών προσώπων), οι φόροι και δασμοί, οι τρέχουσες εταιρικές καθαρές μεταβιβαστικές πληρωμές και το τρέχον πλεόνασμα (δηλαδή κέρδος) των δημόσιων επιχειρήσεων (το οποίο συνήθως είναι σπάνιο στις περισσότερες Δυτικού τύπου οικονομίες).
Σε αυτόν τον απολογισμό, συνήθως, παρουσιάζονται κάποιες αποκλίσεις από το αποτέλεσμα των δύο παραπάνω προσεγγίσεων και, συνεπώς αυτές οι αποκλίσεις πρέπει να συμπεριληφθούν, βρίσκοντάς τες από τη διαφορά αυτής της προσέγγισης με αυτήν της παραγωγής. Αυτό συμβαίνει λόγω της περιπλοκότητας που προσθέτει η πολλαπλότητα των πηγών εισοδημάτων.
Επιπρόσθετα, στον υπολογισμό του Α.Ε.Π., κατά αυτήν την προσέγγιση μέτρησης, πρέπει να συμπεριληφθούν και οι αποσβέσεις (των κεφαλαίων) που αφαιρέθηκαν από τα εισοδήματα των συμμετεχόντων της οικονομίας.
Κλείνοντας, ο αντίκτυπος του Α.Ε.Π. στην αγορά είναι γενικά περιορισμένος, καθώς είναι οπισθοδρομικός και έχει ήδη περάσει σημαντικός χρόνος μεταξύ του τέλους του τριμήνου και της δημοσιοποίησης στοιχείων για το Α.Ε.Π. Ωστόσο, τα στοιχεία για το Α.Ε.Π. μπορεί να έχουν αντίκτυπο στις αγορές εάν οι πραγματικοί αριθμοί διαφέρουν σημαντικά από τις προσδοκίες. Επειδή το Α.Ε.Π. παρέχει μια άμεση ένδειξη της «υγείας» και της ανάπτυξης της οικονομίας, οι επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιήσουν το Α.Ε.Π. ως οδηγό για την επιχειρηματική τους στρατηγική. Οι κυβερνητικές οντότητες χρησιμοποιούν τον ρυθμό ανάπτυξης και άλλα στατιστικά στοιχεία για το Α.Ε.Π. ως μέρος της διαδικασίας λήψης αποφάσεων για τον καθορισμό του είδους των νομισματικών πολιτικών που θα εφαρμόσουν.
Επιπλέον, οι επενδυτές παρακολουθούν το Α.Ε.Π., αφού παρέχει ένα πλαίσιο για τη λήψη αποφάσεων. Τα εταιρικά κέρδη και τα δεδομένα αποθεμάτων στην έκθεση για το ΑΕΠ αποτελούν εξαιρετική πηγή για τους επενδυτές μετοχών, καθώς και οι δύο κατηγορίες δείχνουν συνολική ανάπτυξη κατά τη διάρκεια της περιόδου. Τα στοιχεία εταιρικών κερδών εμφανίζουν, επίσης, τα κέρδη προ φόρων, τις λειτουργικές ταμειακές ροές και τις αναλύσεις για όλους τους σημαντικούς τομείς της οικονομίας. Η σύγκριση των ρυθμών αύξησης του Α.Ε.Π. διαφορετικών χωρών μπορεί να παίξει ρόλο στην κατανομή περιουσιακών στοιχείων, βοηθώντας στη λήψη αποφάσεων σχετικά με το εάν θα επενδύσετε σε ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομίες στο εξωτερικό και, εάν ναι, σε ποιες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Andrew B. Abel, Ben S. Bernanke, Dean Croushore, Μακροοικονομική, 3η έκδοση, Επιμέλεια: Νικόλαος Γιαννέλλης, Μετάφραση: Γιάννης Λαντούρης, Εκδόσεις Κριτική
- Gross Domestic Product (GDP) Formula and How to Use It, investopedia.com, διαθέσιμο εδώ