12.6 C
Athens
Κυριακή, 24 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ συμμετοχή των Σπετσών στην Επανάσταση του 1821

Η συμμετοχή των Σπετσών στην Επανάσταση του 1821


Της Μαριάνθης Κοκοράκη,

Με την έναρξη της Επανάστασης του 1821, οι Σπέτσες ήταν το πρώτο από τα τρία μεγάλα ναυτικά νησιά (Σπέτσες, Ύδρα, Ψαρά), το οποίο ύψωσε το λάβαρο της Επανάστασης, στις 3 Απριλίου του 1821, μετά τη δοξολογία στον ναό του Αγίου Νικολάου. Οι Σπετσιώτες, έπειτα, προχώρησαν σε συγκρότηση τοπικής διοίκησης και διέδωσαν τα γεγονότα και σε άλλα μέρη. Οι οπλαρχηγοί της Πελοποννήσου, ενθουσιασμένοι αλλά και ανακουφισμένοι, επειδή γνώριζαν την σπουδαιότητα αυτής της πράξεως, έστειλαν στις 10 Απριλίου έπαινο στους Σπετσιώτες καραβοκυραίους.

Αξίζει να σημειωθεί, επιπλέον, ότι την ίδια μέρα, που κηρύχθηκε η Επανάσταση στις Σπέτσες, οι Σπετσιώτες πρόκριτοι, με την προεδρία του Χατζηγιάννη Μέξη, έστειλαν το στόλο του νησιού, χωρισμένο σε δύο μοίρες, προς την Μονεμβάσια (11 πλοία) υπό την αρχηγία του Γεώργιου Πάνου και προς το Ναύπλιο (8 πλοία) υπό την αρχηγία της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, με σκοπό τον θαλάσσιο αποκλεισμό αυτών των δύο ισχυρών φρουρίων. Στάλθηκαν, επίσης, πλοία στα παράλια του Ελλήσποντου και της Μ. Ασίας, προκειμένου να ξεσηκώσουν τον ελληνικό πληθυσμό. Όσον αφορά, τις επιθέσεις από την ξηρά, τα κάστρα του Ναυπλίου και της Μονεμβάσιας, ήταν απόρθητα. Ο μόνος τρόπος για να κατακτηθούν ήταν ο θαλάσσιος αποκλεισμός και ουσιαστικά αυτό που ήταν επιθυμητό, ήταν να σταματήσει η τροφοδοσία τους, από τα τουρκικά και συμμαχικά προς αυτούς πλοία.

Η ναυμαχία στις Σπέτσες. Πηγή εικόνας: blogger.googleusercontent.com

Στις 10 Απριλίου, ημέρα του Πάσχα, όταν οι κάτοικοι των Ψαρών έμαθαν για την Επανάσταση των Σπετσών, χωρίς να χρονοτριβούν άλλο, κήρυξαν επίσημα πλέον την Επανάσταση και έκτοτε πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στον ναυτικό Αγώνα για την ανεξαρτησία. Στις 11 Απριλίου 1821, στη Μήλο, δύο σπετσιώτικα πλοία, ο «Ηρακλής» του Αναργύρου Αναγνώστη Χατζηαναργύρου και ο «Περικλής» του Νικολάου Ράπτη, μετά από πολύωρη μάχη, κατέλαβαν ένα τουρκικό βρίκι. Στις 13 Απριλίου στην Κίμωλο, ο «Λυκούργος» του Βασιλείου Ν. Λαζάρου-Ορλώφ αιχμαλώτισε ένα ακόμα τουρκικό πλοίο. Στις 16 Απριλίου του 1821, επαναστάτησε το ισχυρά ναυτικό νησί της Ύδρας, ενώ από τις 17 έως και τις 26 του ίδιου μήνα, εξεγέρθηκαν τα νησιά του Αιγαίου. Στις αρχές του Μάη, ο τουρκικός στόλος εξέπλευσε από το ναύσταθμό του στον Ελλήσποντο και αγκυροβόλησε μπροστά στην πόλη των Κυδωνιών. Όταν οι πρόκριτοι, της Ύδρας και των Σπετσών πληροφορήθηκαν από τους Ψαριανούς ομολόγους τους, την έξοδο του εχθρικού στόλου, αποφάσισαν την απόπλου των πλοίων τους.

Ο Σπετσιώτικος στόλος, αποτελούμενος αρχικά από 15 πλοία, απέπλευσε στις 10 Μαΐου, με κατεύθυνση τα Ψαρά. Περί τα τέλη του μήνα, απέπλευσαν και άλλα πέντε πλοία, ανάμεσά τους και ο «Επαμεινώνδας», με πλοίαρχο αρχικά και μέχρι τις 17 Μαΐου τον πλοιοκτήτη Κωνσταντίνο Μπάμπα και εν συνέχεια, τον αδερφό του Αντώνιο καθώς και τον Γεώργιο Κωνσταντίνο Κοκοράκη.

Σπέτσες. Πηγή εικόνας: image.ibb.co

Τον Ιούλιο του 1821, Σπετσιώτικα πλοία καταναυμάχησαν κοντά στην Σάμο. Σύμφωνα με τις πηγές, ο τουρκικός στόλος αποτελούνταν από 36 πλοία (4 δίκροτα, 6 φρεγάτες και κορβέτες, βρίκια και άλλα μικρότερα πλοία), με αρχηγό τον Καρά Αλή -που θεωρείτο από τους σημαντικότερους Τούρκους Ναυάρχους- ο οποίος, εμφανίστηκε στις 3 Ιουλίου 1821, μπροστά στην Σάμο. Σκοπός της τουρκικής εκστρατείας, ήταν η απόβαση στη Σάμο και η κατάπνιξη της Επανάστασης στο νησί.

Αμέσως μόλις οι Σπετσιώτες έμαθαν τα νέα, κινητοποιήθηκαν με τα πλοία τους. Οι Σπετσιώτες, διέθεσαν 26 πλοία ανάμεσά τους και δύο πυρπολικά με συναυάρχους τον Γκίκα Τσούπα, τον Θεοδόσιο Μπόταση και τον Νικόλα Ράπτη. Παράλληλα οι Υδραίοι διέθεσαν 30 πλοία, ενώ ο στόλος των Ψαρών, συγκροτείτο από 29 πλοία. Αξίζει να αναφερθεί ότι στον σπετσιώτικο Στόλο συμμετείχε και ο «Επαμεινώνδας» με καπετάνιο τον Αντώνιο Μπάμπα, ενώ άλλες πηγές αναφέρουν τον Γεώργιο Κοκοράκη. Εξάλλου, και ο ίδιος ο Γεώργιος Κωνσταντίνος Κοκοράκης, γράφει στο ναυτικό του ημερολόγιο, ότι εκείνο τον καιρό διετέλεσε καπετάνιος του «Επαμεινώνδα».

Η Μπουμπουλίνα στην πολιορκία του Ναυπλίου. Πηγή εικόνας: benaki.org

Έπειτα από την ναυμαχία στην Σάμο, και την καταστροφή του τουρκικού στόλου εκεί, τα Σπετσιώτικα πλοία αναχώρησαν για τις Κιτριές της Μάνης. Στις 23 Ιουλίου του 1821, παραδόθηκε η Μονεμβάσια, ύστερα από τέσσερις μήνες πολιορκίας, κατά την οποία οι Σπετσιώτες αγωνίστηκαν ηρωικά. Ο αγώνας για τους Τούρκους στην Πελοπόννησο είχε κριθεί. Λίγα ήταν τα φρούρια που αντιστέκονταν. Μεταξύ αυτών ήταν το φρούριο του Παλαμηδίου, στο Ναύπλιο. Το φρούριο αυτό, το πολιορκούσε από ξηράς, ο Δημήτριος Υψηλάντης και από τη θάλασσα η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα.

Ο τουρκικός στόλος, σε μια ύστατη προσπάθεια να ανεφοδιάσει το Ναύπλιο έπλευσε προς τον Αργολικό κόλπο με σχέδιο να επιτεθεί πρώτα εναντίον των Σπετσών και έπειτα κατά της Ύδρας. Ο Χατζηγιάννης Μέξης, ανέλαβε την άμυνα του νησιού μαζί με τα παιδιά του, τους συγγενείς του και άλλους 30 Σπετσιώτες, τοποθετώντας στο νησί τρία κανονιοστάσια. Ο ίδιος φρόντισε να απομακρύνει τα γυναικόπαιδα από το νησί, μεταφέροντας τα στην Ύδρα, που θεωρούνταν δυσπρόσιτη, λόγω του απόκρημνου εδάφους της.

Στις 8 Σεπτεμβρίου τα εχθρικά πλοία εμφανίστηκαν μπροστά από τις Σπέτσες και συγκεκριμένα στην θαλάσσια περιοχή, μεταξύ των νησιών Τρίκερι και Σπετσοπούλα. Ο άνεμος, που ήταν βορειοανατολικός την ημέρα εκείνη, ευνοούσε τον εχθρικό στόλο παρά τον ελληνικό. Ο ελληνικός στόλος αποτελείτο από Σπετσιώτικα, Υδραίικα και Ψαριανά πλοία. Ο Ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης, ως αρχηγός του ελληνικού στόλου, θέλησε να κινηθεί προς τον μυχό του Αργοσαρωνικού κόλπου σε μια προσπάθεια να παρασύρει εκεί τα εχθρικά πλοία και να τα καταναυμαχήσει. Ο Μιαούλης έδωσε σήμα, προκειμένου ο στόλος να τον ακολουθήσει. Την ίδια στιγμή όμως, οι Σπέτσες έμεναν ανυπεράσπιστες. Τότε οι Σπετσιώτες πλοίαρχοι Ι. Τσούπας, Δ. Λάμπρου, και Ι. Κούτσης μαζί με τον Υδραίο πλοίαρχο Α. Κριεζή, παράκουσαν τις διαταγές του ναυάρχου Μιαούλη και επιτέθηκαν στους Τούρκους, παρόλο που η υπεροχή του τουρκικού στόλου σε αριθμό, μέγεθος και οπλισμό, ήταν τεράστια. Λίγα ελληνικά πλοία διατρέχοντας άμεσο κίνδυνο κατευθύνθηκαν προς την νήσο Δοκός, όπου δεν μπορούσαν να φθάσουν τα τουρκικά πλοία εκτός από λίγα. Τότε, ο Πιπίνος, προσπάθησε να κολλήσει το πυρπολικό του σε ένα αλγερινό βρίκι, το οποίο κατάφερε να σωθεί.

Η ναυμαχία συνεχίστηκε, έως και το απόγευμα και ο ήχος από τις εκπυρσοτήσεις των πυροβόλων των 140 πλοίων, που βρίσκονταν σε εκείνο το σημείο, ήταν τόσο δυνατός, ώστε σειόταν το έδαφος της Ύδρας. Ο θαλάσσιος χώρος μεταξύ Ύδρας και Σπετσών είχε καλυφθεί με τόσο καπνό ώστε οι Υδραίοι νόμιζαν πως καιγόταν εξ ολοκλήρου, το νησί των Σπετσών. Η στιγμή εκείνη, ήταν πολύ κρίσιμη και η χρήση των πυρπολικών ήταν δύσκολη, εξαιτίας της χαμηλής ορατότητας, που είχε προκληθεί από τον πολύ καπνό. Την ίδια στιγμή εμφανίζεται ο Σπετσιώτης πυρπολητής Κοσμάς Μπαρμπάτσης, ατρόμητος και αποφασιστικός, πηδάει στην πρύμνη του πυρπολικού του, πείθει με το θάρρος του, το πλήρωμά του, και μέσα σε πανδαιμόνιο κανονιοβολισμών εφορμά στο κέντρο του τουρκικού στόλου, με στόχο την ανάφλεξη της τουρκικής ναυαρχίδας. Η τουρκική ναυαρχίδα αναφλέγεται και καταποντίζεται. Αυτή η κίνηση του Κοσμά Μπαρμπάτση, προκάλεσε την άμεση και τάχιστη αναχώρηση του τουρκικού στόλου από τον Αργολικό κόλπο.

Τα επόμενα χρόνια οι Σπετσιώτες συνεχίζουν ασταμάτητα τον αγώνα, για την απελευθέρωση της Ελλάδας, μέχρι την άφιξη του Καποδίστρια το 1828. Διαπρέπουν κυρίως στις ναυμαχίες της Σάμου, Κω, Γέροντα και στον αγώνα της κατά θάλασσα στήριξης του στενά πολιορκημένου Μεσολογγίου, στέλνοντας 8 πλοία.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Δημήτρης Σταμέλος (2003), Ανδρέας Μιαούλης: Έπος και τραγωδία, Αθήνα: Εστία
  • Εμμανουήλ Α. Λούζη (2007), Αρχείο Χατζηγιάννη Μέξη, Σπέτσες: Τοπικό Αρχείο Σπετσών
  • Εμμανουήλ Α. Λούζη (2007), Πολεμικά Ημερολόγια του Σπετσιώτικου βριγαντίνου ”Επαμεινώνδας” του Κωνσταντίνου Ι. Μπάμπα (1821-1825), Σπέτσες: Τοπικό Αρχείο Σπετσών
  • Κωνσταντίνα Αδαμοπούλου Παύλου – Αννίτα Ν. Πρασσά (2003), Ανδρέας Μιαούλης (1769 – 1835) : Από την υπόδουλη ως την ελεύθερη Ελλάδα, Αθήνα: βιβλιοπωλείον της Εστίας

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαριάνθη Κοκοράκη, Β΄ Αρχισυντάκτρια Ιστορίας
Μαριάνθη Κοκοράκη, Β΄ Αρχισυντάκτρια Ιστορίας
Γεννήθηκε το 2002. Κατάγεται από το ιστορικό νησί των Σπετσών, όπου και μεγάλωσε. Σπουδάζει στο τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών στην Καλαμάτα. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τη μελέτη βιβλίων ιστορικού και αρχαιολογικού περιεχομένου.