Του Στάθη Αποστόλου,
Είναι κοινό μυστικό πως οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για να «λειτουργήσει» το σύστημα δεν γίνονται με «γυμνό» μάτι κατανοητές από τον λαό. Οι εμβληματικές ή ιστορικές μεταρρυθμίσεις κρίνονται σε βάθος χρόνου και κυρίως, όταν θα έχουν εκπληρώσει σε μεγάλο βαθμό την αποστολή τους.
Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που ανέδειξε η 10ετής κηδεμονία της Ελλάδας με τις δανειακές συμβάσεις ήταν τα πολλά και δυσεπίλυτα προβλήματα στον χώρο της Υγείας, που για χρόνια οι Κυβερνήσεις έκρυβαν κάτω από το χαλί. Από τη μακρινή δεκαετία του 1980 κατά την πρώτη διακυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου και του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και της ίδρυσης του Ε.Σ.Υ., έχουν περάσει 4 δεκαετίες. Στα χρόνια αυτά, η πραγματικά ιστορική και αναγκαία μεταρρύθμιση των Παπανδρέου, Γεννηματά και Αυγερινού έχει οδηγηθεί στην παρακμή, αλλά το σπουδαιότερο είναι ότι δεν έχει στον πυρήνα της πρώτα τον ασθενή.
Από τις υπουργικές εξαγγελίες και επισκέψεις σε δημόσια νοσοκομεία και δημόσιες δομές υγείας, όπου εκεί κρύβονταν τα ράντζα και όλα λειτουργούσαν χάριν θεάματος σαν ελβετικό ρολόι, φτάσαμε στη χαριστική βολή στο Ε.Σ.Υ. από την πανδημία του Covid-19. Έλλειψη ιατρικού-νοσηλευτικού προσωπικού, έλλειψη κλινών, αλλά και κλινών ΜΕΘ και διαγνωστικών μηχανημάτων και, φυσικά, πολλές φορές έλλειψη ακόμη και στα κοινά αναλώσιμα. Με «σημαία» την αναγέννηση του Ε.Σ.Υ. και τις 10.000 νέες προσλήψεις ιατρικού-νοσηλευτικού προσωπικού, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Ν.Δ. κέρδισαν ξανά την εμπιστοσύνη του Ελληνικού λαού με μια ιστορικών διαστάσεων νίκη.
Για να αντιμετωπίσει τη σχεδόν 3 χρόνων αναμονή στα χειρουργεία των Ελλήνων πολιτών, ο Υπουργός Υγείας, Άδωνις Γεωργιάδης, εξήγγειλε την εφαρμογή απογευματινών χειρουργείων στα δημόσια νοσοκομεία επί πληρωμή. Εκ πρώτης όψεως τίθενται δύο βασικές επισημάνσεις: ότι τα απογευματινά χειρουργεία δεν ήταν προεκλογική δέσμευση του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Ν.Δ., οπότε μπορούσε να μην την υλοποιήσει και δεύτερον, ότι πράγματι ήταν αναγκαία μια βαλβίδα αποσυμπίεσης για το χρόνιο και φλέγον ζήτημα των χειρουργείων.
Μία σημαντική μεταρρύθμιση, που, ωστόσο, «κάηκε» από τη ρημαγμένη επικοινωνιακή πολιτική της Κυβέρνησης που στην πράξη, όπως καταμαρτυρείται, δεν έχει λάβει έγκριση από κανέναν για να χρησιμοποιήσει κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και να τα διοχετεύσει στα απογευματινά χειρουργεία ούτε έχει εξαγγείλει τους όρους και τις προϋποθέσεις της κρατικής επιδότησης.
Μία κοινή αλήθεια είναι πως η απουσία κοινοβουλευτικού διαλόγου και ουσιαστικής και παραγωγικής Αντιπολίτευσης οδηγεί αναπόφευκτα την Κυβέρνηση σε αλαζονεία και πρακτικές «αποφασίζω και διατάζω». Δύο πρόσφατα σημαντικά νομοθετήματα της Κυβέρνησης ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων τόσο στους φοιτητικούς και ακαδημαϊκούς κύκλους, αλλά και στο εσωτερικό της κυβερνώσας παράταξης. Ένα εκ των βασικών επιχειρημάτων των Βουλευτών, κυρίως της επαρχίας, για το νομοσχέδιο για την ισότητα στον πολιτικό γάμο ήταν πως γίνονταν αποδέκτες της οργής των πολιτών και της σθεναρής αντίθεσης τους.
Το ερώτημα που γεννάται, λοιπόν, είναι πως το νομοσχέδιο είναι προεκλογική δέσμευση και θα ψηφιστεί. Παρά τις ενστάσεις και τις αντιδράσεις δεν ανησυχεί πως το κοκτέιλ ακρίβειας-πληθωρισμού και, λίαν προσφάτως, των χειρουργείων επί χρήμασι θα εκφραστεί σε λιγότερο από 3 μήνες με μια νέα, κοινωνική αυτήν τη φορά, «βαλβίδα» αποσυμπίεσης της υφιστάμενης κυβερνητικής παλινωδίας.