Της Όλγας Συμεωνίδου,
Ήταν 25 Ιανουαρίου του 2015, όταν ο ελληνικός λαός έδωσε λαϊκή εντολή στους ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-ΑΝ.ΕΛ. για σχηματισμό Κυβέρνησης, αναδεικνύοντας, έτσι, τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ως την πρώτη αριστερή Κυβέρνηση στη σύγχρονη Ιστορία της Ελλάδας. Η Κυβέρνηση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είχε κάνει σαφή τη θέση της σε ό,τι αφορούσε τα μέτρα λιτότητας και την ασφυκτική καθοδήγηση της Ε.Ε. και του Δ.Ν.Τ., καθώς δήλωνε εκ διαμέτρου αντίθετη, θέτοντας στο προσκήνιο το ζήτημα ευνοϊκότερων όρων για τη χώρα, μέσα από διαπραγματεύσεις με τους δανειστές της.
Αμέσως μετά την ανάληψη των κυβερνητικών καθηκόντων, το οικονομικό επιτελείο –με κεντρικές φιγούρες τους Βαρουφάκη και Τσακαλώτο– καθοδηγούμενο από τον τότε Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, ξεκινούν χωρίς καθυστερήσεις τις διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς.
Στο μεταξύ, η ήδη πληγείσα ελληνική οικονομία από το ξέσπασμα Παγκόσμιας Χρηματοπιστωτικής Κρίσης του 2008-2009 βρισκόταν σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Εάν θέλουμε να μιλήσουμε με αριθμούς, η διαπίστωση αυτή θα γίνει ακόμα πιο κατανοητή. Πριν δούμε κάποια οικονομικά γεγονότα αναλυτικά, θα προχωρήσουμε στην παράθεση μερικών ορισμών, προκειμένου να γίνει πιο ξεκάθαρο το τοπίο.
Αρχικά, ας μιλήσουμε για το Α.Ε.Π. Τι είναι αυτό; Γνωστό και ως Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, το Α.Ε.Π. αποτελεί έναν από τους κυριότερους δείκτες μέτρησης της οικονομικής απόδοσης μιας χώρας. Καταγράφει, ουσιαστικά, την αξία όλων των αγαθών και των υπηρεσιών που παράγονται μέσα στα σύνορα της χώρας, κατά τη διάρκεια, συνήθως, ενός έτους.
Στην Ελλάδα, λοιπόν, του 2015 το Α.Ε.Π. μειώθηκε κατά 0,3% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Βέβαια, και κατά το 2014 η Ελλάδα κατέγραψε πτωτική πορεία σε σύγκριση με το 2013, καθότι είχε ήδη εισέλθει σε κατάσταση δημοσιοοικονομικής ύφεσης. Ο παρακάτω πίνακας «ρίχνει» φως στα τότε οικονομικά δεδομένα.
Αυτό που ουσιαστικά παρουσιάζεται είναι μια σταθερά πτωτική πορεία του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της χώρας, κάνοντας πολύ εύκολα λόγο για αρνητική οικονομική ανάπτυξη (ύφεση).
Επίσης, το δημόσιο χρέος εκείνη την περίοδο ήταν εξαιρετικά υψηλό, συγκεκριμένα μιλάμε για ένα δημόσιο χρέος της τάξης των € 320 δις, καθιστώντας έτσι την Ελλάδα σε μια από τις πιο χρεωμένες χώρες όχι απλά στην Ευρώπη, αλλά σε παγκόσμια κλίμακα. Το γεγονός αυτό επηρέαζε βαθύτατα την οικονομική πορεία της χώρας, θέτοντάς την αγορά σε παράλυση, δίχως τη βοήθεια και τη στήριξη των διεθνών θεσμών, του Δ.Ν.Τ., της Ε.Ε. και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δηλαδή της ΤΡΟΙΚΑ.
Συγχρόνως, εκείνο το χρονικό διάστημα, σύμφωνα πάντα και με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας, το συνολικό έλλειμμα του δημοσίου τομέα, το οποίο περικλείει τόσο τις κυβερνητικές δαπάνες όσο και τα έσοδα, μαζί με τις πληρωμές τόκων στο δημόσιο χρέος, ανέρχονταν σε ποσοστό 7,2 % του Α.Ε.Π. της χώρας. Τι σήμαινε αυτό για την Ελλάδα; Ότι, ουσιαστικά, οι δημοσιονομικές δαπάνες του κράτους κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ξεπέρασαν τα έσοδα που είχε η χώρα. Όλα αυτά, μαζί με τα ψηλά επίπεδα ανεργίας και την υποβάθμιση της επενδυτικής βαθμίδας της χώρας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης συνέβαλαν στο να οδηγηθεί η χώρα σε μια τεράστια οικονομική περιπέτεια και μαντέψτε, χωρίς αίσιο τέλος.
Όλα τα παραπάνω ώθησαν την τότε Κυβέρνηση σε διαπραγματεύσεις, των οποίων τελικός στόχος ήταν να βγάλουν την ελληνική οικονομία από την τροχιά των μνημονίων, θεωρία που φάνταζε απέλπιδα. Οι διαπραγματεύσεις διήρκησαν μήνες και έτσι φτάνουμε στο καλοκαίρι του 2015, εκείνο το καλοκαίρι που μέχρι και σήμερα παραμένει εφιάλτης στο υποσυνείδητο κάθε Έλληνα και Ελληνίδας.
Κάπου εδώ ήρθε η ώρα να σας συστήσω, για όσους δεν τη γνωρίζουν ήδη, τη λεγόμενη θεωρία των παιγνίων, όπως ονομάζεται στην οικονομική επιστήμη. Με βάση τη θεωρία αυτήν, υπάρχει μια έννοια που ονομάζεται status quo, δηλαδή η κατάσταση που υπάρχει πριν από τη λήψη ορισμένων αποφάσεων ή οποιασδήποτε ενέργειας. Σε αρκετές περιπτώσεις, η ανατροπή του status quo κρίνεται πολύ δυσχερής ως και απίθανη. Ποιο ήταν το status quo έως και το 2015; Εύκολη απάντηση… η μνημονική κατάσταση φυσικά, που είχε στιγματίσει όχι μόνο την οικονομία της χώρας, αλλά και την ίδια την κοινωνία. Η τότε Κυβέρνηση επιχείρησε, απρόσφορα θα έλεγε κανείς, να αλλάξει το τότε ριζωμένο σύστημα των μνημονίων με μια στρατηγική απειλή. Η «απειλή» αυτή αποτελούνταν από 3 μέρη:
- Γινόταν λόγος για αναβολή πληρωμών στο Δ.Ν.Τ.
- Μετάθεση αποπληρωμής των ομολόγων που κατείχε η Ε.Κ.Τ.
- Τελευταίο σκέλος, ο μεγάλος πρωταγωνιστής… το παράλληλο σύστημα πληρωμών
Η στρατηγική αυτή απειλή είχε αρκετούς λόγους να θεωρείτο κενή, καθώς, πρώτον, το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα είχε μετακινηθεί από τη ζώνη κινδύνου που βρισκόταν τα προηγούμενα χρόνια, επομένως ποσώς ενδιέφερε τους Eυρωπαίους δανειστές εάν η Ελλάδα θα αποπλήρωνε ένα μέρος του χρέους της. Ας βάλουμε και στο προσκήνιο το γεγονός ότι ένα παράλληλο σύστημα πληρωμών θα είχε τρομακτικές συνέπειες υποβάθμισης για το ευρώ. Ας προσπαθήσουμε έστω και λίγο να αναλογιστούμε την εγχώρια οικονομία να κινείται με τη δραχμή ως κεντρικό νόμισμα και η πληρωμή τους χρέους μας να γίνεται σε ευρώ… μόνο λογικό δεν ακούγεται.
Ξαφνικά, φτάνουμε στις 5 Ιουλίου, όταν μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις μεταξύ της ελληνικής Κυβέρνησης και των δανειστών, χωρίς καμία ουσιαστική έκβαση, ο τότε Πρωθυπουργός προχωρά στην αναγγελία διεξαγωγής δημοψηφίσματος. Αυτό που, ουσιαστικά, συνέβη ήταν πως η Ελλάδα απέρριπτε τις προτάσεις των δανειστών για εκ νέου μέτρα λιτότητας και έτσι δόθηκε στον λαό η δυνατότητα να αποφασίσει εάν θα αποδεχθεί τα μέτρα εκείνα ή όχι. Η απάντηση του ελληνικού λαού ήταν τόσο ηχηρή, που σίγουρα ακούστηκε σε όλη την Ευρώπη, με το 61% να τάσσεται κατά των μέτρων και μόλις το 39 % να τα ψηφίζει θετικά.
Νομίζω δεν υπάρχει καταλληλότερη στιγμή για να αναφέρουμε τα λεγόμενα capital controls. Μέχρι και το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, ο μηχανισμός E.L.A. (European Labor Authority) ήταν αυτός που τροφοδοτούσε τις ελληνικές τράπεζες με χρήματα, στην υπόνοια, όμως, ότι η Ελλάδα θα έμενε εκτός Ευρωζώνης σταμάτησε και τη χρηματοδότηση και έτσι ήρθαμε αντιμέτωποι με ένα τεράστιο πρόβλημα ρευστότητας. Για την ακρίβεια, μέσα σε ένα κλίμα τεράστιας ανασφάλειας παρατηρήθηκε, όπως ήταν φυσικό και επόμενο, μια μεγάλη εκροή κεφαλαίων προς το εξωτερικό. Το έλλειμμα της ρευστότητας συνοψίζεται πολύ απλά μέσα από μια πρόταση: Δεν είχαν απομείνει μετρητά στις τράπεζες, όσο περίεργο και αν ακούγεται.
Με τον κλοιό να στενεύει και η ελληνική οικονομία να «φλερτάρει» έντονα με ολική παράλυση, το 61% –όσο ηχηρό και αν ήταν– δεν έφτασε έως τους επικεφαλής του Δ.Ν.Τ., της Ε.Ε. και της Ε.Κ.Τ., με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε σε μια ακόμα (ναι και όμως) συνθηκολόγηση με τους δανειστές μας, με μέτρα επαχθή που θα κόστιζαν πολύ σε μετρήσεις εθνικού πλούτου.
Το νέο τρίτο ενισχυμένο μνημόνιο προέβλεπε λιτότητα… πώς μεταφράζεται αυτό; Σε ανάλγητη φορολογία, σε περικοπή συντάξεων, σε αποκρατικοποιήσεις και σε αύξηση του Φ.Π.Α. Πόσο μας κόστισαν αυτά τα μέτρα; € 785 δις… ποσό υπερδιπλάσιο του χρέους μας!
Το μνημόνιο του 2015 προκάλεσε, δικαιολογημένα, έντονες αντιδράσεις και κλυδωνισμούς σε όλο το φάσμα της ελληνικής κοινωνίας. Ναι, μας κράτησε εντός Ευρωζώνης, μέσα σε μια κρυστάλλινη σφαίρα ασφαλείας, αλλά ζημίωσε τη χώρα σε επίπεδα εθνικού πλούτου, επιδεινώνοντας τη φτώχεια και την ανεργία ενός ήδη ταλαιπωρημένου λαού. Άραγε, λύνονται τα δομικά οικονομικά προβλήματα μιας χώρας εν μια νυκτί μέσω τιμωρητικών μέτρων ή θα έπρεπε να αναζητήσουμε αλλού τη λύση;
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- 2015: Η Διαπραγμάτευση με τους Θεσμούς, youtube.com, διαθέσιμο εδώ
- Δημοσιονομικά στοιχεία για την περίοδο 2014-2017, ΕΛΣΤΑΤ, διαθέσιμο εδώ