Της Γεωργίας Σκαμπελτζή,
Βρισκόμαστε 3 μήνες πριν από τη διεξαγωγή των Ευρωεκλογών του Ιουνίου και το πολιτικό τοπίο των τελευταίων μηνών μοιάζει αμετάβλητο. Η Νέα Δημοκρατία εξακολουθεί να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη των πολιτών, παρά το γεγονός ότι θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερες απώλειες λόγω των ζητημάτων που πλήττουν την κοινωνία, όπως η ακρίβεια, ή των νομοσχεδίων που έχουν προκαλέσει αντιδράσεις, ακόμη και μέσα στο κόμμα.
Όπως έχει ειπωθεί και σε προηγούμενο άρθρο, τα πυρά του κυβερνώντος κόμματος εκτοξεύονται πλέον προς το ΠΑ.ΣΟ.Κ., αφήνοντας μετά από σχεδόν μία δεκαετία τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α., ο οποίος έχει συρρικνωθεί και αναλώνεται εδώ και αρκετούς μήνες στα εσωκομματικά του ζητήματα. Σκοπός του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν είναι μόνο να διατηρήσει την πρώτη θέση, κάτι που θεωρείται δεδομένο ακόμη και από τους αντιπάλους του, αλλά να περιορίσει τις απώλειες του κόμματος σε όσο το δυνατόν χαμηλά επίπεδα και, συγχρόνως, να διατηρήσει τη μεγάλη διαφορά από το κόμμα που θα καταλάβει τη δεύτερη θέση.
Με τα δεδομένα που έχουμε μέχρι στιγμής, τα κόμματα της Κουμουνδούρου και της Χαριλάου Τρικούπη μονομαχούν για την «πολυπόθητη» δεύτερη θέση στην επικείμενη εκλογική αναμέτρηση των Ευρωεκλογών, ωστόσο και για τα δύο υπάρχει ένα «ταβάνι», το οποίο υπό αυτές τις συνθήκες έχουν αγγίξει εδώ και καιρό, καθώς, τουλάχιστον με τα δημοσκοπικά δεδομένα, κανένα από αυτά δεν ξεπερνά το 15%. Αυτό, σε συνδυασμό με το ποσοστό που εμφανίζεται να λαμβάνει η κυβερνώσα παράταξη, δείχνει ότι ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της μεταξύ τους μάχης, η διαφορά πρώτου και δεύτερου θα είναι μεγάλη για άλλη μια φορά, ακόμη και με ενδεχόμενη πτώση της Ν.Δ.
Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. έχει ανεβάσει τους τόνους σε ό,τι αφορά την αντιπολιτευτική τακτική απέναντι στην Κυβέρνηση, κάτι που φάνηκε και σε όσα έλαβαν χώρα αναφορικά με το νομοσχέδιο για την ίδρυση των μη κρατικών πανεπιστημίων, ωστόσο το εκλογικό άλμα μοιάζει όνειρο θερινής νυκτός. Μπορεί η δεύτερη θέση να αποτελεί τον πρώτο στόχο, καθώς αυτό θα σημάνει ότι επανέρχεται στο προσκήνιο ως ο παραδοσιακός αντίπαλος της γαλάζιας παράταξης, όμως ένα ποσοστό της τάξης του 12% δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για το μέλλον.
Οι συνθήκες για πρώτη φορά από το 2012 και έπειτα είναι περισσότερο ευνοϊκές από ποτέ, εντούτοις η πράσινη παράταξη δεν έχει ακόμη λάβει πρωταγωνιστικό ρόλο, όπως συνέβαινε παραδοσιακά από τη Μεταπολίτευση και έπειτα. Το κόμμα έχει τιμωρηθεί από τους πολίτες για τις επίπονες συνέπειες που επέφεραν οι αποφάσεις της κυβέρνησης του Γιώργου Α. Παπανδρέου, ενώ ο παραδοσιακός αντίπαλος, η Ν.Δ., μέτρησε μικρότερες απώλειες. Εντύπωση προκαλεί και το γεγονός ότι στελέχη προερχόμενα από τους κόλπους του ΠΑ.ΣΟ.Κ. σήμερα κατέχουν θέσεις ευθύνης στην Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, δείχνοντας ότι η όποια τιμωρία αφορά το κόμμα και όχι τα πρόσωπα, ενώ κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί και επί ΣΥ.ΡΙΖ.Α.
Φυσικά, το παραπάνω δεν αποτελεί το βασικό πρόβλημα για την κατάσταση του κόμματος σήμερα. Χρειάζεται όραμα και ένα καλά οργανωμένο πρόγραμμα διακυβέρνησης της χώρας, εφόσον αυτός είναι ο στόχος που έχει θέσει ο Νίκος Ανδρουλάκης για τις επόμενες Εθνικές Εκλογές.