Της Βικτώριας Τσουκανέλη,
Στις 23 Αυγούστου του 1973, ο Γιαν-Έρικ Όλσον εισέβαλε σε τράπεζα της Στοκχόλμης στη Σουηδία, με σκοπό να τη ληστέψει. Ο Όλσον μαζί με τον συνεργό του, Κλαρκ Όλοφσον, κράτησαν 4 αιχμάλωτους, τους οποίους και θα απελευθέρωναν, υπό ορισμένες, όμως, προϋποθέσεις: ζήτησαν από την αστυνομία 3 εκατομμύρια σουηδικές κορώνες, αλεξίσφαιρα γιλέκα, οπλισμό και ένα γρήγορο αυτοκίνητο για τη διαφυγή τους. Με τους ομήρους κλειδωμένους στο θησαυροφυλάκιο της τράπεζας και τους ληστές αποφασισμένους να σκοτώσουν, οι αρχές έπρεπε να δράσουν γρήγορα, αλλά και προσεκτικά. Επί πολλές μέρες, με τους ομήρους ακόμα κλεισμένους εντός της τράπεζας, ο ίδιος ο πρωθυπουργός της Σουηδίας, Ούλοφ Πάλμε, ήρθε σε τηλεφωνική επικοινωνία τόσο με τον Όλσον όσο και με τους ομήρους, προκειμένου να διαφυλαχτεί η σωματική ακεραιότητά τους. Με την επικοινωνία, όμως, του πρωθυπουργού απευθείας με τους ομήρους, ολόκληρος ο κόσμος διαπίστωσε πως οι όμηροι, αντί να ζητήσουν βοήθεια, υποστήριξαν τους δράστες, πεπεισμένοι ότι κινδύνευαν από την αστυνομία και όχι από τους ληστές. Στις 26 Αυγούστου, η αστυνομία άνοιξε μία τρύπα στο πάτωμα του διαμερίσματος ακριβώς πάνω από το θησαυροφυλάκιο. Ειδοποίησαν ότι επρόκειτο να ελευθερώσουν στον χώρο χημικά αέρια, για να αναγκάσουν τους δράστες να παραδοθούν στις αρχές. Στις 28 Αυγούστου, πέντε μέρες μετά την εισβολή και έπειτα από ατελείωτες συζητήσεις σχετικά με τους τρόπους διάσωσης των ομήρων, η αστυνομία χρησιμοποίησε χημικά. Ο Όλσον, παρά τις απειλές του, δεν άφησε κανέναν όμηρο να πεθάνει και παραδόθηκε στις αρχές μαζί με τον συνεργό του. Οι όμηροι, όμως, δεν ακολούθησαν, καθώς αρνούνταν να βγουν από το θησαυροφυλάκιο μέχρι να σιγουρευτούν ότι οι δράστες είχαν οδηγηθεί στη φυλακή σώοι και αβλαβείς.
Οι κλέφτες συνελήφθησαν. Όταν οι δράστες επιβιβάστηκαν στην κλούβα και οι όμηροι βγήκαν στον δρόμο, μια όμηρος τους αποχαιρέτησε και φώναξε στον Όλοφσον: «Κλαρκ, θα τα πούμε σύντομα». Πράγματι, διατήρησαν στενές φιλικές σχέσεις. Ο Όλσον καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια φυλάκισης και αρραβωνιάστηκε μία απ’ τις πολλές θαυμάστριές του, που του έστελναν γράμματα στη φυλακή.
Ο ψυχίατρος και εγκληματολόγος Νιλς Μπέγιεροτ ήταν ένας από τους συμβούλους της αστυνομίας κατά τη διάρκεια της ομηρίας. Δημιούργησε και χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο «Σύνδρομο της Στοκχόλμης», για να περιγράψει τη συμπάθεια που έτρεφαν οι συγκεκριμένοι όμηροι για τους δράστες.
Το σύνδρομο αυτό, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, έχει καταγραφεί σε πολλές διαφορετικές περιστάσεις όπως σε κακοποιήσεις γυναικών και παιδιών, σε καταστάσεις ομηρίας, σε φυλακισμένους πολέμου και σε σχέσεις που βασίζονται στην άσκηση εξουσίας και τον φόβο. Ψυχολόγοι και ψυχαναλυτές έχουν αφιερώσει μεγάλο κομμάτι της ζωής τους για την κατανόηση αυτού του συνδρόμου και προσπαθούν μέχρι και σήμερα να αποκρυπτογραφήσουν την πολυπλοκότητά του. Οι ίδιοι πιστεύουν πως ο δεσμός αυτός μεταξύ του απαγωγέα και του θύματος δημιουργείται, όταν, αρχικά, ο θύτης απειλεί τη ζωή του θύματος, στη συνέχεια αμφιταλαντεύεται και εν τέλει επιλέγει να μην σκοτώσει το θύμα του. Ο όμηρος, έχοντας πλέον ανακουφιστεί από την ιδέα του θανάτου, μεταβιβάζει τη χαρά και την ανακούφισή του στον απαγωγέα του, προσδίδοντάς του θετικά χαρακτηριστικά. Μέσα σε λίγες μέρες, όπως παρατηρήσαμε και κατά τη ληστεία στη Στοκχόλμη, αναδύονται έντονα θετικά συναισθήματα και ο φόβος του θύματος μετατρέπεται σε ευγνωμοσύνη προς το πρόσωπο του θύτη. Στο συμβάν αυτό, το πρότυπο του οποίου ακολουθούν και πολλές άλλες περιπτώσεις, επιβεβαιώνεται το γεγονός ότι η θέληση για επιβίωση του θύματος υπερνικά το μίσος και τον φόβο για το άτομο που δημιούργησε αυτή την κατάσταση.
Για να εμφανιστεί το Σύνδρομο της Στοκχόλμης, η κατάσταση στην οποία θα βρεθεί το άτομο πιθανολογείται πως πρέπει να διαθέτει μερικά σημαντικά χαρακτηριστικά. Ταυτόχρονα, το σύνδρομο δεν δημιουργείται σε κάθε περίπτωση ομηρίας ή κακοποιητικής σχέσης. Αντιθέτως, έχουν περιγραφεί πέντε βασικές καταστάσεις που κάνουν «έφορο» το έδαφος για την εμφάνιση του συνδρόμου:
- Αίσθημα απειλής τόσο προς τη σωματική όσο και προς την ψυχολογική ακεραιότητα του θύματος.
- Πεποίθηση ότι ο θύτης είναι ικανός εκτελέσει τις απειλές του.
- Αίσθηση του θύματος πως υπάρχει έστω και ένα μικρό δείγμα καλοσύνης από την πλευρά του θύτη.
- Πλήρης απομόνωση του θύματος από εξωτερικές γνώμες.
- Αίσθηση του θύματος ότι δεν μπορεί να διαφύγει από την κατάσταση αυτή.
Αντιλαμβανόμαστε πως το Σύνδρομο της Στοκχόλμης είναι πιθανό να αποτελεί έναν μηχανισμό επιβίωσης σε καταστάσεις όπου η συμμόρφωση και η ευγνωμοσύνη προς τον θύτη θα αποτρέψει την περαιτέρω βάναυση και σκληρή μεταχείριση του θύματος. Το ένστικτο της επιβίωσης έχει φανεί πως αποτελεί την καρδιά του συνδρόμου. Τα θύματα βρίσκονται σε μια εξαρτημένη σχέση που τους έχει επιβληθεί, με τον θύτη να ασκεί πλήρη έλεγχο και να διατηρεί εξουσιαστική στάση απέναντί τους. Μέσα σε μια τέτοια κατάσταση, τα θύματα ακούσια ερμηνεύουν σπάνιες και μικρές πράξεις καλοσύνης εν μέσω φρικτών συνθηκών ως καλή μεταχείριση. Συνδέουν την ευτυχία των απαγωγέων με τη δική του ευτυχία και, εν τέλει, δρουν υπερασπίζοντάς την με κάθε τρόπο. Ιδιαίτερο παράδειγμα αυτής της συμπεριφοράς αποτελεί η πιο γνωστή περίπτωση του Συνδρόμου της Στοκχόλμης: Η Patricia Hearst, εγγονή του Αμερικανού μεγιστάνα των εκδόσεων William Randolph Hearst και κληρονόμος αυτού, 10 εβδομάδες μόλις από την απαγωγή της το 1974, έγινε μέλος της ίδιας εγκληματικής οργάνωσης που την απήγαγε, προκειμένου να τους βοηθήσει σε τραπεζικές ληστείες.
Το Σύνδρομο της Στοκχόλμης, αν και δεν αποτελεί αναγνωρισμένη ψυχιατρική νόσο, είναι μια γνωστή στον κόσμο ψυχιατρική κατάσταση και φαίνεται πως συχνά χρησιμοποιείται από την αστυνομία ως τακτική που αυξάνει τις πιθανότητες επιβίωσης των ομήρων. Από τη στιγμή που δεν είναι αναγνωρισμένη νόσος, δεν υπάρχει επιβεβαιωμένη θεραπεία αυτού. Τα συμπτώματα που μπορεί να εκδηλώσει το άτομο με Σύνδρομο Στοκχόλμης προσομοιάζουν αρκετά αυτά του Συνδρόμου Μετατραυματικού Stress, με αποτέλεσμα η ψυχοθεραπεία και η ψυχανάλυση να αποτελούν την θεραπεία πρώτη γραμμής. Η φαρμακευτική αγωγή μπορεί σε πολλές περιπτώσεις να επιφέρει θετικά αποτελέσματα και γι’ αυτό χρειάζεται άμεσα επικοινωνία με γιατρό. Ο ασθενής από την ψυχοθεραπεία μπορεί να επωφεληθεί σε σημαντικό βαθμό, καθώς θα τον βοηθήσει:
- Να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί την εμπειρία του.
- Να αναγνωρίσει ότι η συμπάθεια που έτρεφε και τρέφει προς τον κακοποιό του ήταν αποκλειστικά ένστικτο επιβίωσης.
- Να μάθει πώς μπορεί να προχωρήσει με τη ζωή του από εδώ και πέρα.
Η βοήθεια του ψυχολόγου σε αυτές τις περιπτώσεις είναι καθοριστική και δεν πρέπει ποτέ να αποφεύγεται. Η φαρμακευτική αγωγή δεν μπορεί από μόνη της να δώσει τα επιθυμητά αποτελέσματα και δεν γίνεται να περιμένουμε να κάνει θαύματα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ