Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Το τελευταίο διάστημα έχει παρατηρηθεί στην αγορά πως αρκετοί επενδυτές και διαχειριστές κεφαλαίων έχουν αλλάξει ρότα στη στρατηγική που ακολουθούν, υιοθετώντας, πλέον, περισσότερο τη μέθοδο της παθητικής επένδυσης, γεγονός που για κάποιους αναλυτές εντείνει και επεκτείνει το τρέχον «ράλι» σε πολλούς δείκτες. Αρχικά, θα εξηγήσουμε συνοπτικά τι είναι η παθητική επένδυση και τι την ξεχωρίζει από την ενεργητική επένδυση.
Η παθητική επένδυση, γνωστή και ως “buy & hold”, είναι μια επενδυτική στρατηγική στην οποία αποφεύγονται, ουσιαστικά, οι πολλές αγοροπωλησίες, ιδίως βραχυπρόθεσμα και απευθύνεται σε επενδυτές μακροπρόθεσμου ορίζοντα. Δηλαδή, η αξία των επενδεδυμένων κεφαλαίων αυξάνεται σταδιακά, παρουσιάζοντας αποδόσεις ίδιες ή παρόμοιες με αυτές που καταγράφει ένας δείκτης αναφοράς. Η εμφάνιση αυτής της στρατηγικής έγινε τη δεκαετία του 1970 μέσω των Index Funds, ενώ, αργότερα, τη δεκαετία του 1990, η στρατηγική αυτή διευρύνθηκε στο επενδυτικό κοινό λόγω της εμφάνισης των ETFs. Πρωτοπόρος υπήρξε η επενδυτική εταιρεία Vanguard το 1976, τη οποίας ο ιδρυτής είχε πει χαρακτηριστικά: «Μην ψάχνεις τη βελόνα στα άχυρα. Απλώς αγοράστε τα άχυρα».
Το σκεπτικό γύρω από αυτού του είδους τη στρατηγική βασίζεται στο γεγονός πως είναι δύσκολο κάποιος επενδυτής ή διαχειριστής να επιτύχει μέσω των ενεργειών του υψηλότερες αποδόσεις από την αγορά, τουλάχιστον σε συστηματικό επίπεδο, ενώ, παράλληλα, υποστηρίζεται πως η αγορά μακροπρόθεσμα έχει ανοδική τάση. Δηλαδή, στηρίζεται στην πεποίθηση ότι οι αγορές είναι αποτελεσματικές. Δεδομένου ότι οι πληροφορίες «τιμολογούνται» στιγμιαία, είναι δύσκολο για τους αγοραστές να αντισταθμίσουν τις υψηλότερες χρεώσεις, κερδίζοντας συνεχώς την αγορά.
Εν γένει, οι παθητικές επενδύσεις γίνονται με τη δημιουργία καλά διαφοροποιημένων χαρτοφυλακίων. Η πιο συνήθης παθητική επένδυση από funds και διαχειριστές είναι η τοποθέτηση σε έναν δείκτη αναφοράς που είναι αντιπροσωπευτικός της αγοράς, όπως ο S&P 500.
Βασικό μειονέκτημα της συγκεκριμένης στρατηγικής είναι ότι, συνήθως, δεν μπορεί να «νικήσει» την αγορά σε αποδόσεις. Ωστόσο, είναι λιγότερο κοστοβόρα καθώς αποφεύγονται προμήθειες, λιγότερο περίπλοκη, ενέχει μικρότερο ρίσκο λόγω της καλής διαφοροποίησης που προϋποθέτει και έχει παρατηρηθεί πως αρκετές φορές καταγράφει υψηλότερα κέρδη (μετά φόρων) σε μεσο-μακροπρόθεσμη χρονική περίοδο σε σχέση με χαρτοφυλάκια που ακολουθούν στρατηγική ενεργής διαχείρισης. Επίσης, πέρα από την αδυναμία επίτευξης υπεραποδόσεων, η παθητική επένδυση είναι πλήρως εκτεθειμένη στον συστηματικό κίνδυνο της αγοράς, καθώς συνήθως δεν δίνεται η ευελιξία στους διαχειριστές αμοιβαίων κεφαλαίων (Index Funds) να λάβουν αντισταθμιστικά μέτρα ή να μειώσουν την έκθεση σε συγκεκριμένους τίτλους της αγοράς, που ίσως δέχονται εντονότερες πτωτικές πιέσεις σε περιόδους ύφεσης της αγοράς.
Έχοντας εξηγήσει τι είναι η παθητική επένδυση, θα εξετάσουμε την τάση που έχει δημιουργηθεί το τελευταίο διάστημα. Σύμφωνα με άρθρο των Financial Times, τα αμοιβαία κεφάλαια στις Η.Π.Α. που ακολουθούν τη στρατηγική της παθητικής διαχείρισης, καθώς και αυτά που διαπραγματεύονται δημόσια στο χρηματιστήριο, ξεπέρασαν σε αξία τα αντίστοιχα αμοιβαία κεφάλαια που υιοθετούν ενεργό διαχείριση για πρώτη φορά τον περασμένο Δεκέμβριο, εξαιτίας της μεγάλης εισροής κεφαλαίων που έχει σημειωθεί σε δημοφιλή ETF wraps. Ειδικότερα, στα τέλη του Δεκεμβρίου, τα περιουσιακά στοιχεία των παθητικών αμοιβαίων κεφαλαίων και των ETFs είχαν αξία $ 13,3 τρις, ενώ τα αντίστοιχα ενεργά είχα μόλις $ 13,2 τρις, σύμφωνα με τη Morningstar. Μάλιστα, πέρυσι τα ενεργά κεφάλαια κατέγραψαν απώλειες $ 450 δις, ενώ τα παθητικά παρουσίασαν κέρδη $ 529 δις.
Πριν από μια δεκαετία, τα παθητικά κεφάλαια κατείχαν περίπου το ένα τέταρτο της αγοράς αμοιβαίων κεφαλαίων και ETFs των Η.Π.Α., σύμφωνα με τη Cerulli Associates. Τα ενεργά περιουσιακά στοιχεία παραμένουν περίπου το 70% της αγοράς, αν συμπεριληφθούν σε αυτά και εναλλακτικές επενδύσεις (π.χ. hedge funds).
Η σταθερή ανάπτυξη της παθητικής διαχείρισης στον κλάδο των επενδυτικών κεφαλαίων των Η.Π.Α. οφείλεται, κυρίως, στη διαρκή ελκυστικότητα των ETFs. Οι επενδυτές διοχέτευσαν καθαρά $ 2,5 τρις σε παθητικά ETFs από το 2019 έως το 2023, συμπεριλαμβανομένων περίπου $ 600 δις το 2023, πολύ περισσότερα από τα σχεδόν $ 400 δις που απορροφήθηκαν από τα παθητικά αμοιβαία κεφάλαια.
Index mutual funds και ETFs κυριαρχούν πλήρως στις αγορές τη δεδομένη περίοδο. Πολλοί αναλυτές και οικονομολόγοι, όπως στην Capital Economics, θεωρούν πως αυτή η τάση συμβάλλει σημαντικά στο «ράλι» που σημειώνεται όλο αυτό το διάστημα, σε σημείο που μερίδα τίτλων ωθείται σε υπερτιμημένα επίπεδα, καθώς δεν γίνεται stock-picking μέσω ενεργής διαχείρισης. Μετά την έκρηξη της «φούσκας» dotcom το 2000, ο Jean-Claude Trichet, ένας Γάλλος κεντρικός τραπεζίτης, συμπεριέλαβε την παθητική επένδυση στους λόγους για τους οποίους οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων μπορεί να αποσπαστούν από τα θεμελιώδη οικονομικά τους μεγέθη. Τα Index Funds, υποστήριξε, ήταν ικανά να «δημιουργήσουν παρά να μετρήσουν την απόδοση». Αυτό φαίνεται για πολλούς να συμβαίνει και σήμερα, καθώς φαίνεται πιθανό ότι υπάρχει σχέση μεταξύ της συγκέντρωσης της αξίας στο χρηματιστήριο της Αμερικής και της ολοένα και πιο παθητικής ιδιοκτησίας.
Έτσι, σταδιακά εκτοπίζεται η ενεργή διαχείριση των κεφαλαίων από το προσκήνιο. Σύμφωνα με έρευνα της GMO, μια εταιρεία διαχείρισης κεφαλαίων, ένας ενεργός διαχειριστής που επενδύει εξίσου σε 20 μετοχές στον δείκτη S&P 500 και κάνει σωστές αγορές τις περισσότερες φορές, θα είχε μόνο 7% πιθανότητες να ξεπεράσει τον δείκτη πέρυσι. Κατά την τελευταία δεκαετία, ο αριθμός των ενεργών κεφαλαίων που επικεντρώνονται σε μεγάλες αμερικανικές εταιρείες μειώθηκε κατά 40%. Σύμφωνα με την Bank of America, από το 1990 ο μέσος αριθμός των αναλυτών που καλύπτουν εταιρείες στον δείκτη S&P 500 έχει μειωθεί κατά 15%. Τα παραπάνω δηλώνουν πως πλέον είναι λιγότεροι οι επενδυτές (άμεσα και έμμεσα) που τοποθετούνται σε τίτλους βάσει των θεμελιωδών στοιχείων της αγοράς.
Η άνοδος της παθητικής επένδυσης αποτελεί, πλέον, σημαντική τάση στην αγορά, καθώς όλο και περισσότεροι επενδυτές θέλουν να αποφύγουν τη χρονοβόρα, κοστοβόρα και συνάμα ψυχοφθόρα διαδικασία εύρεσης «φθηνών» μετοχών ή του επόμενου “next big thing”, όπως η Nvidia, και προτιμούν την πιο ασφαλή και προσοδοφόρα, όπως φαίνεται, παθητική επένδυση σε κάποιον δείκτη (ιδίως υψηλής κεφαλαιοποίησης). Ειδικά για τα νοικοκυριά που επιδιώκουν να κερδίσουν περισσότερα από τους τόκους που προσφέρουν οι καταθετικοί λογαριασμοί των τραπεζών, η ανάπτυξη αυτών των επενδυτικών οχημάτων χαμηλού κόστους είναι ιδιαίτερα ελκυστική.
Το πρόβλημα, όμως, έγκειται στην πιθανή έλλειψη ενεργητικών επενδύσεων στην αγορά μελλοντικά. Αν συνεχιστεί δυναμικά αυτή η τάση της παθητικής επένδυσης, που δεν θα επιτρέπει τη γρήγορη διόρθωση σε υπερτιμημένες εταιρείες, θα οδηγήσει σε στρέβλωση του χρηματοδοτικού συστήματος της οικονομίας, ειδικά σε market-based οικονομίες όπως οι Η.Π.Α., καθώς δεν θα κατανέμονται ορθά τα χρηματικά κεφάλαια των πλεονασματικών μονάδων (αποταμιευτές). Προς το παρόν, βέβαια, δεν υπάρχει λόγος για ανησυχία, καθώς τα ενεργητικά κεφάλαια συνεχίζουν να κυριαρχούν στην αγορά. Η εύρεση του λεγόμενου “alpha” (δηλαδή της ενεργητικής στρατηγικής που θα προσφέρει υπεραπόδοση) συνεχίζει να αποτελεί τον σκοπό αρκετών θεσμικών (κυρίως) επενδυτών. Η σημερινή οικονομική αβεβαιότητα και η πιθανότητα για υψηλότερα επιτόκια μακροχρόνια ενδεχομένως να δημιουργήσουν την αστάθεια στην οποία μπορούν να ευδοκιμήσουν οι ενεργοί επενδυτές και διαχειριστές.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Passive Investing Definition and Pros & Cons, vs. Active Investing, investopedia.com, διαθέσιμο εδώ
- Passive eclipses active in US fund market as assets swell to $13.3tn, ft.com, διαθέσιμο εδώ
- Are passive funds to blame for market mania?, economist.com, διαθέσιμο εδώ
- Can stock pickers fight the rise of passive investors?, ft.com, διαθέσιμο εδώ