11.1 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΗ έλλειψη παραγωγικότητας στην Ευρώπη και η σύγκριση με τις Η.Π.Α.

Η έλλειψη παραγωγικότητας στην Ευρώπη και η σύγκριση με τις Η.Π.Α.


Του Κωνσταντίνου Γκότση, 

Στο επίκεντρο των υπεύθυνων χάραξης πολιτικής, μεταξύ και άλλων ζητημάτων, βρίσκεται το επίπεδο παραγωγικότητας των οικονομικών στο σύνολό τους, καθώς αποτελεί έναν βασικό παράγοντα για την επίτευξη πραγματικής ανάπτυξης, ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων στο διεθνές στερέωμα και αποφυγής μιας νέας κλιμάκωσης του πληθωρισμού, ιδίως σε οικονομίες με στενές αγορές εργασίας.

Μάλιστα, η συζήτηση ανάμεσα στους οικονομολόγους έγκειται και στην όξυνση του χάσματος που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια μεταξύ Ευρώπης και Η.Π.Α., υπέρ των δεύτερων. Ειδικότερα, πριν περίπου 10 χρόνια η οικονομία της Ε.Ε. σε μέγεθος (σε όρους δολαρίου) ήταν το 90% της αμερικανικής, ενώ σήμερα είναι το 65%. Σύμφωνα με τους αναλυτές, αυτό οφείλεται, εν μέρει, στο δημογραφικό πρόβλημα της Ευρώπης, το οποίο είναι πιο οξυμένο από των Η.Π.Α., καθώς από το 2012 ο αριθμός των Ευρωπαίων έχει αυξηθεί κατά 1,6% μόνο, ενώ των Αμερικάνων κατά 6,1%. . Προτάσεις για περαιτέρω αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης ενδέχεται να προσκρούσουν σε πολιτική αντιπολίτευση. Υπάρχει, επίσης, μικρό περιθώριο αύξησης του μέσου όρου των ωρών εργασίας, επειδή οι μικρότερες εβδομάδες εργασίας κερδίζουν δημοτικότητα.

Παράλληλα, το κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. συνεχίζει να είναι υψηλότερο στις Η.Π.Α. και να έχει καταγράψει, μάλιστα, υψηλότερη άνοδο, κάτι που υποδεικνύει μεγαλύτερη παραγωγικότητα στις Η.Π.Α. έναντι της Ευρώπης. Το προσαρμοσμένο κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. (PPP) έχει αυξηθεί ταχύτερα στις Η.Π.Α. από ό,τι στο μεγαλύτερο μέρος της δυτικής Ευρώπης. Αυτή η έλλειψη παραγωγικότητας καθιστά πιο ευαίσθητο τον δείκτη του πληθωρισμού στην Ευρώπη σε σχέση με τις Η.Π.Α. απέναντι στις μισθολογικές αυξήσεις, κάτι που επισημαίνουν συνεχώς υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οικονομολόγοι διεθνών οργανισμών, όπως το Δ.Ν.Τ.

Αρχικά, πρέπει να επισημάνουμε ότι πολλές αγορές, και μάλιστα βασικών αγαθών και εμπορευμάτων, δεν χαρακτηρίζονται από υψηλή ανταγωνιστικότητα, με τους μεγάλους των κλάδων αυτών να έχουν ισχυρή μονοπωλιακή δύναμη, μέχρι και δεσπόζουσα θέση ως προς την τιμή, με αποτέλεσμα οι (μεγάλες) επιχειρήσεις να μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τις τιμές. Επίσης, σε αυτήν τη φάση, οι οικονομικές συνθήκες έχουν διαμορφώσει στενές αγορές εργασίας σε Ευρώπη και Η.Π.Α., με τα επίπεδα ανεργίας τους να υποδηλώνουν πως βρίσκονται σε πλήρη απασχόληση, γεγονός που προέρχεται από την υπερθέρμανση που είχαν υποστεί οι οικονομίες κατά την παράλληλη δημοσιονομική και νομισματική «χαλάρωση» (και όχι μόνο). Όταν υπάρχει μεγάλη προσφορά από θέσεις εργασίας σε σχέση με το (ενεργό) ανθρώπινο δυναμικό, η διαπραγματευτική ισχύς των εργαζομένων ενισχύεται, με αποτέλεσμα να απαιτούν μεγαλύτερους μισθούς. Η τεράστια άνοδος του κόστους διαβίωσης κάνει πιο έντονες τις πιέσεις των απασχολούμενων για υψηλότερους μισθούς και θέτει το ζήτημα, μάλιστα, σε πολιτικό επίπεδο. Ωστόσο, όταν η παραγωγικότητα των επιχειρήσεων είναι χαμηλή και το κόστος τους (σε αυτήν την περίπτωση το μισθολογικό), ενώ παράλληλα το επίπεδο του ανταγωνισμού της αγοράς και η ανελαστικότητα της ζήτησης ως προς την τιμή τους το επιτρέπει, μετακυλούν (σχεδόν) όλη τη μισθολογική αύξηση στις τιμές των καταναλωτών, ώστε να μην θυσιάσουν μέρος της κερδοφορίας τους. Ουσιαστικά, οι αυξήσεις των μισθών ανατροφοδοτούν τον πληθωρισμό (σπείρα μισθών-τιμών), διαμορφώνοντας ένα περιβάλλον πληθωρισμού.

Προς το παρόν, οι όποιες μισθολογικές αυξήσεις δεν έχουν ξεπεράσει τα επίπεδα του πληθωρισμού, ούτε στην Ευρώπη ούτε στις Η.Π.Α., ωστόσο για πολλούς παραμένει σαν κίνδυνος. Συγκεκριμένα, ο κίνδυνος αυτός παρουσιάζεται, κυρίως, στην Ευρώπη και όχι τόσο στις Η.Π.Α., όπου οι ανησυχίες είναι αισθητά μικρότερες.

Το προβάδισμα, λοιπόν, της οικονομίας των Η.Π.Α. έναντι της Ευρώπης, μια τάση που εμφανίστηκε για πρώτη φορά μετά την Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση και εδραιώθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας του Covid-19, πρόκειται να διαρκέσει το 2024, καθώς και τα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με αρκετούς οικονομολόγους. Η απόκλιση, από την πανδημία και μετά, οφείλεται στις πιο «γενναίες» αυξήσεις των κυβερνητικών δαπανών στις Η.Π.Α. σε σχέση με αυτές της Ευρώπης, σε μεγάλο βαθμό.

Σε αντισυμβατική δημοσιονομική πολιτική προχώρησαν οι χώρες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, αλλά στις Η.Π.Α. ήταν σε μεγαλύτερη κλίμακα, καθώς τα ελλείμματα ως ποσοστό του Α.Ε.Π. ήταν υπερδιπλάσια από αυτά της Ευρωζώνης και του Ηνωμένου Βασιλείου. Η πολιτική αυτή παρακίνησε σημαντικά την (ευάλωτη) ζήτηση στην αμερικανική οικονομία. Συγχρόνως, οι επιπτώσεις από τον Ρωσοουκρανικό Πόλεμο ήταν δυσμενέστερες για την Ευρώπη, όπως και η επιδείνωση του συναισθήματος του κοινού και των προσδοκιών του για τις οικονομικές συνθήκες. Ενδεικτικά, η χονδρική τιμή του ευρωπαϊκού φυσικού αερίου εκτινάχθηκε σε υψηλό ρεκόρ, πολύ υψηλότερο από το αντίστοιχο των Η.Π.Α., γεγονός που ώθησε το ποσοστό πληθωρισμού των καταναλωτών για την ενέργεια στο 59% στο Ηνωμένο Βασίλειο και στο 44% στην Ευρωζώνη.

Σημαντικό ρόλο για τη μεγαλύτερη παραγωγικότητα των Η.Π.Α. έναντι της Ευρώπης διαδραμάτισε και ο αναδυόμενος τεχνολογικός τομέας, ο οποίος το 2023 κυριολεκτικά «κουβάλησε» την αμερικανική χρηματιστηριακή αγορά. Προφανώς, στην Ευρώπη δεν υπάρχει κάποιος αντάξιος τεχνολογικός κολοσσός, όπως η Amazon, η Alphabet (Google), η Microsoft, η Apple, η Nvidia, ενώ, συγχρόνως, ειδικεύεται σε βιομηχανίες που αντιμετωπίζουν ολοένα και περισσότερο την απειλή του κινεζικού ανταγωνισμού, όπως τα ηλεκτρικά οχήματα. Ακόμα και στην «πράσινη» καινοτομία ξεχώρισαν οι Η.Π.Α. με τις παροχές κινήτρων από τον Νόμο για τη Μείωση του Πληθωρισμού (I.R.A.), ύψους $ 369 δις σε «πράσινες» επενδύσεις, προσέλκυσε ακόμα και ευρωπαϊκές εταιρείες να στραφούν στην αμερικανική αγορά.

Γενικότερα, η πρόσβαση στη χρηματοδότηση στις Η.Π.Α. είναι αρκετά πιο εύκολη και λιγότερο κοστοβόρα, καθώς έχει υιοθετήσει ένα χρηματοδοτικό σύστημα βασισμένο στην αγορά, ενώ της Ευρώπης (πλην κάποιων εξαιρέσεων, όπως η Ολλανδία) είναι βασισμένο στις τράπεζες. Τα περισσότερα επιχειρηματικά κεφάλαια και οι καλύτερα ανεπτυγμένες αγορές χρέους και μετοχών έχουν διευκολύνει τις αμερικανικές εταιρείες να χρηματοδοτήσουν την επέκτασή τους σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς ομολόγους τους, που στηρίζονται πολύ περισσότερο στις τράπεζες. Η Ευρώπη έχει, επίσης, υποστεί μια κρίση δημόσιου χρέους και δημοσιονομική λιτότητα. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις μπορούν να επεκταθούν πιο γρήγορα στις Η.Π.Α., καθώς η χώρα προσφέρει μια μεγάλη αγορά με συνεπές γλωσσικό και ρυθμιστικό σύστημα. Παρά την ενιαία αγορά της, η Ευρώπη εξακολουθεί να είναι από πολλές απόψεις κατακερματισμένη, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών.

Σύγκριση του προσαρμοσμένου στον πληθωρισμό κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. των Η.Π.Α. και της Ευρωζώνης. Πηγή εικόνας: tradingeconomics.com

Ωστόσο, σύμφωνα με άρθρο του Economist η σύγκριση αυτών των δύο οικονομιών, ακόμα και με βάση το κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. που γίνεται, είναι κάπως «θολή» και δεν παρουσιάζει ολοκληρωμένα την πραγματική εικόνα, καθώς στην Ευρώπη η ανομοιομορφία μεταξύ των κρατών-μελών είναι πολύ πιο έντονη σε σχέση με τις Πολιτείες των Η.Π.Α. Συγκεκριμένα, στην περίπτωσή μας, η ανομοιομορφία αφορά τις τιμές σε αγαθά και υπηρεσίες, κάτι που καθιστά μη αντιπροσωπευτικό το δολάριο σε κάποιες οικονομίες ώστε να γίνει η σύγκριση Ευρώπης-Η.Π.Α σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης, καθώς και τα ωράρια εργασίας. Οι Ευρωπαίοι εργάζονται λιγότερο από τους Αμερικανούς, λόγω των διαφορών στα επιδόματα διακοπών, στις συντάξεις και στα επιδόματα ανεργίας. Σε ωριαία βάση, χώρες όπως η Αυστρία, το Βέλγιο και η Δανία προχωρούν. Στη Γαλλία, τη Γερμανία και τη Σουηδία η παραγωγικότητα έχει επίσης αυξηθεί ταχύτερα τα τελευταία δέκα χρόνια από ό,τι στην Αμερική.

Οι οικονομικές επιδόσεις της Ευρώπης φαίνονται πολύ καλύτερες σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης, παρά σε ονομαστικούς όρους. Το 2012 οι τιμές στις Η.Π.Α. ήταν μόλις 5,4% υψηλότερες από ό,τι στην Ε.Ε. στις συναλλαγματικές ισοτιμίες της αγοράς. Σήμερα, το χάσμα είναι 46%, σε μεγάλο βαθμό χάρη στο ισχυρό δολάριο. Προσαρμόζοντας το Α.Ε.Π. της Ε.Ε. είναι περίπου το 95% του Α.Ε.Π. των Η.Π.Α. Η μείωση του χάσματος στο συνολικό Α.Ε.Π. θα απαιτούσε επιπλέον ώρες εργασίας, είτε μέσω της μετανάστευσης είτε μέσω της αύξησης του χρόνου που αφιερώνουν οι πολίτες στην εργασία τους.

Συνοψίζοντας, οι συγκρίσεις που γίνονται, για λόγους απλότητας, είναι κάπως επιφανειακές και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη με επιφυλακτικότητα. Οι μισθολογικές αυξήσεις δεν είναι απίθανο να οξύνουν το πρόβλημα της ακρίβειας στη Γηραιά Ήπειρο, ιδιαίτερα σε ορισμένες χώρες. Ωστόσο, οι αξιωματούχοι της Κεντρικής Τράπεζας είναι λάθος να υπερεστιάζουν σε αυτόν τον παράγοντα, ο οποίος δείχνει και ανακριβής ίσως. Μην ξεχνάμε πως και η διατήρηση της «σφικτής» νομισματικής πολιτικής παραπάνω από το απαιτούμενο μπορεί να επιφέρει ισχυρές αρνητικές επιπτώσεις. Επίσης, μέσω της παραπάνω ανάλυσης, αναδείξαμε και κάποια βασικά προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει στα σοβαρά η Ευρώπη, αλλά και οι Η.Π.Α. Τα κυριότερα είναι το δημογραφικό, τα δημοσιονομικά και ο ανταγωνισμός στην αγορά, ενώ, παράλληλα, αναδεικνύεται και η ανάγκη μεγαλύτερης ευρωπαϊκής ενοποίησης και στόχευσης των κριτηρίων για τη διαμόρφωση μιας άριστης νομισματικής ένωσης, ώστε να απολαμβάνουμε στον βέλτιστο βαθμό (ή τουλάχιστον στον βαθμό των Ηνωμένων Πολιτειών) τα οφέλη του κοινού νομίσματος.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • How is the US economy managing to power ahead of Europe?, ft.com, διαθέσιμο εδώ
  • Europe’s Wage Rises Are Aiding Recovery but Economies Face Risks, imf.org, διαθέσιμο εδώ
  • Productivity has grown faster in western Europe than in America, economist.com, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Γκότσης
Κωνσταντίνος Γκότσης
Γεννήθηκε το 2001 στην Καλαμάτα. Σπουδάζει στο Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στον ελεύθερό του χρόνο του αρέσει να διαβάζει πολιτικο-οικονομικά και ιστορικά βιβλία και να παρακολουθεί θέματα της επικαιρότητας.