14.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ συνταγματική προβληματική της Διαιτησίας του ν. 1876/1990

Η συνταγματική προβληματική της Διαιτησίας του ν. 1876/1990


Του Νίκου Αντωνάκη,

Τα άρθρα 22 παράγραφος 2 και 23 του Συντάγματος κατοχυρώνουν ένα ύψιστο δικαίωμα συλλογικής δράσεως, αυτό της συνδικαλιστικής ελευθερίας, στα συστατικά της οποίας περιλαμβάνονται αφενός το δικαίωμα συμμετοχής ή ίδρυσης συνδικαλιστικής οργάνωσης και συλλογικών διαπραγματεύσεων για τη ρύθμιση των όρων εργασίας και αφετέρου το δικαίωμα στην απεργία, ως έναν μοχλό πίεσης του εργοδότη που αποσκοπεί στην προάσπιση των εργασιακών συμφερόντων, και άρα, συνιστά την «δικλείδα ασφαλείας» των συνδικαλιστικών ελευθεριών.

Το πρώτο συστατικό στοιχείο της συνδικαλιστικής ελευθερίας, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, είναι η παρεχόμενη απευθείας από το Σύνταγμα (άρθρο 22 παρ. 2) δυνατότητα στις συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων να συνάπτουν από κοινού με μεμονωμένους εργοδότες ή εργοδοτικές οργανώσεις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ρυθμίζοντας κατά τον τρόπο αυτό οι ίδιες τους όρους εργασίας των εργαζομένων. Μάλιστα, γίνεται δεκτό στη θεωρία ότι ο ρόλος τους στα εργασιακά ζητήματα είναι πρωτεύων, με την έννοια ότι προηγούνται στη ρύθμιση αυτή από τον κοινό νομοθέτη, ο οποίος θέτει κανόνες δευτερευόντως, σεβόμενος τον συνταγματικά κατοχυρωμένο θεσμό της συλλογικής αυτονομίας, ή, πάντως, στη βάση του δημοσίου συμφέροντος, οπότε, κατ’ εξαίρεση, οι τιθέμενοι απ’ αυτόν κανόνες δεν επιδέχονται τροποποίησης από συλλογικές συμβάσεις εργασίας.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: Clker-Free-Vector-Images

Οι κανόνες αυτοί είναι αμφιμερώς αναγκαστικού δικαίου και συναντώνται κυρίως σε διατάξεις που αποσκοπούν στην προάσπιση της δημόσιας υγείας (π.χ. εφοδιασμός των εργαζομένων σε υγειονομικές υπηρεσίες με βιβλιάριο υγείας) ή του γενικού συμφέροντος (π.χ. κατοχή άδειας παραμονής στη χώρα από αλλοδαπούς εργαζομένους). Πάντως, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις διαθέτουν μεγάλη ευχέρεια και ευρεία αρμοδιότητα ως προς τα ζητήματα για τα οποία μπορούν να θέσουν κανόνες δικαίου (άρθρο 2 ν. 1876/1990).

Η συλλογική, ωστόσο, σύμβαση εργασίας, προκειμένου να υπογραφεί και να τεθεί σε ισχύ, προϋποθέτει σύμπτωση των δηλώσεων βουλήσεως τόσο της συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων όσο και της αντίστοιχης των εργοδοτών. Αν οι δύο πλευρές δεν καταλήξουν σε συμφωνία, είναι πολύ πιθανό να δημιουργηθούν εντάσεις από το ενδεχόμενο κενό δικαίου που προκύπτει από τη λήξη ή καταγγελία της προηγούμενης συλλογικής σύμβασης του αντίστοιχου αντικειμένου (κλαδική, ομοιοεπαγγελματική ή επιχειρησιακή), παρά τη μετενέργεια της τελευταίας κατά το άρθρο 2 της ΠΥΣ 6/2012, η οποία αφορά μόνον πολύ περιορισμένα στοιχεία και, πάντως, δεν συνεχίζει να τα καθιστά κανονιστικούς όρους που επιδρούν έξωθεν στην ατομική σύμβαση εργασίας.

Στο κλίμα αυτό της ανασφάλειας δικαίου και των κινδύνων που εγκυμονεί η πιθανή ασυμφωνία της εργατικής και εργοδοτικής πλευράς, ο νομοθέτης δεν θα μπορούσε να αφεθεί μόνον στο όπλο της απεργίας, δεδομένου αφενός ότι πολλές φορές δεν ασκεί την επιθυμητή μεγάλη πίεση στον εργοδότη και αφετέρου πως η ασυμφωνία μπορεί να οφείλεται και στην απροθυμία των εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων. Προκειμένου, έτσι, να διαφυλάξει την εργασιακή ειρήνη, θέσπισε, ήδη από παλιά, τον μηχανισμό της διαιτησίας, ο οποίος σήμερα προβλέπεται στα άρθρα 16 και επόμενα του ν. 1876/1990.

Διαιτησία είναι ο μηχανισμός επίλυσης των συλλογικών διαφορών, όταν έχουν αποτύχει τόσο οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών όσο και η διαδικασία της μεσολάβησης, η παροχή δηλαδή καλών υπηρεσιών από τρίτο μέρος που στοχεύει στην επίτευξη ενός συμβιβασμού ανάμεσά τους (άρθρα 14 και 15 ν. 1876/1990), και στόχος του είναι η θέσπιση, μονομερώς (από τον διαιτητή), κανόνων δικαίου για ζητήματα που άπτονται της αρμοδιότητας της συλλογικής αυτονομίας (άρθρο 2 ν. 1876/1990). Διακρίνεται δε σε συναινετική, όταν οι διαδικασίες της κινούνται κατόπιν συμφωνίας των μερών, και αναγκαστική, όταν την έναρξη της Διαιτησίας μπορεί να προκαλέσει, υπό προϋποθέσεις, μία πλευρά μονομερώς. Και ενώ η εκούσια διαιτησία δεν εμφανίζει ζητήματα συμβατότητας με τη συλλογική αυτονομία, αφού οι συνδικαλιστικές οργανώσεις συμφώνησαν στην υπαγωγή της διαφοράς τους ενώπιον του διαιτητή, προβληματική εμφανίζεται η περίπτωση της δυνατότητας μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: energepiccom

Υπό προηγούμενα νομοθετικά καθεστώτα, η μονομερής πρόσβαση στη Διαιτησία ήταν πολύ ευκολότερη και δεδομένης της επιρροής της κρατικής εξουσίας στον διορισμό των διαιτητών, η συλλογική αυτονομία προσβλήθηκε στον πυρήνα της, αφού μπορούσε με απλές διαδικασίες να αντικατασταθεί από μονομερή επιβολή κανόνων δικαίου από τον Διαιτητή. Για τον λόγο αυτό, οι σχετικές διατάξεις δέχθηκαν οξεία κριτική από το μεγαλύτερο μέρος της θεωρίας που διαπίστωνε την αντισυνταγματικότητά τους. Η Ολομέλεια, πάντως, του Συμβουλίου της Επικρατείας, με πρωτοφανή νομικά επιχειρήματα, διατύπωσε κάτι εκ διαμέτρου αντίθετο. Κατά την απόφαση 2307/2017 της Ολομέλειας του ΣτΕ, ο νομοθέτης δεν έχει μόνο διακριτική ευχέρεια να θεσπίσει τη δυνατότητα πρόβλεψης υποχρεωτικής διαιτησίας, αλλά έχει μάλιστα και σχετική υποχρέωση προς τούτο! Το συμπέρασμα αυτό αντλείται, κατά την άποψη της Ολομέλειας, από το ότι η συναινετική διαιτησία είναι ήδη κατοχυρωμένη στο άρθρο 23 του Συντάγματος και, άρα, το άρθρο 22 παρ. 2 μόνο την υποχρεωτική θα μπορούσε να κατοχυρώσει, ειδάλλως θα ήταν, όσον αφορά το κομμάτι της διαιτησίας, περιττή διάταξη. Με την απόφαση αυτή ανατράπηκε δραματικά μία νομολογία ετών, η οποία δεχόταν την διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη να καθορίσει το πλαίσιο διαιτησίας που εκείνος έκρινε σκόπιμο.

Η νομική αυτή κρίση της Ολομέλειας του ΣτΕ δέχθηκε οξεία κριτική και δικαιολογημένα. Πρώτον, παρά τη συμφωνία των αντιτιθέμενων πλευρών για υποβολή της διαφοράς τους στη διαιτησία, η θέσπιση κανόνων δικαίου μονομερώς από ένα τρίτο μέρος προς τις συνδικαλιστικές οργανώσεις για εργασιακά ζητήματα δεν εντάσσεται στους κόλπους της συλλογικής αυτονομίας και άρα δεν θα μπορούσε να ισχύσει χωρίς τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 22 παρ. 2 του Συντάγματος. Εξάλλου, γίνεται δεκτό ότι είναι ανεπίτρεπτη η εκχώρηση της εξουσίας συλλογικής διαπραγμάτευσης και θέσης σε ισχύ συλλογικών συμβάσεων εργασίας σε τρίτο μέρος, παρ’ όλο που πρόκειται για θεσμό του ιδιωτικού δικαίου.

Με τα δεδομένα, λοιπόν, αυτά η παραπάνω διάταξη αποκτά νόημα για τον θεσμό της διαιτησίας εν γένει και όχι μόνον για το υποχρεωτικό της σύστημα. Δεύτερον, ως προς το επιχείρημα περί διασφάλισης της εργασιακής ειρήνης που επικαλέστηκε η Ολομέλεια, πρέπει να τονιστεί ότι αυτή ακριβώς η εξασφάλιση επιτυγχάνεται όχι μέσω του θεσμού της Διαιτησίας, αλλά μέσω της ενίσχυσης του ρόλου των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της συλλογικής αυτονομίας καθεαυτής. Τρίτον, το πραγματιστικό επιχείρημα ότι σε κάποιες περιπτώσεις οι συνδικαλιστικές πλευρές των εργαζομένων αδυνατούν να επιβάλλουν τη θέληση τους λόγω της δομικής διαπραγματευτικής ανισότητάς τους σε σχέση με τον εργοδότη δεν μπορεί να οδηγεί στην κανονιστική διαπίστωση ότι όλες οι συνδικαλιστικές εργατικές οργανώσεις δεν διαθέτουν διαπραγματευτική δύναμη και άρα πρέπει να υφίσταται η υποχρεωτική διαιτησία όπως και να έχει. Πρόκειται για μια βεβιασμένη γενίκευση, ένα λογικό άλμα.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: Peggy_Marco

Παρά τη θέση αυτή της νομολογίας και τις προηγούμενες νομοθετικές αστοχίες, ο νόμος 4635/2019 που τροποποίησε τις αντίστοιχες διατάξεις του ν. 1876/1990, διαμόρφωσε το σύστημα της υποχρεωτικής διαιτησίας έτσι όπως θα έπρεπε να είναι. Ήδη ο νομοθέτης, όπως και η θεωρία, το αναγνωρίζει ως «έσχατο και επικουρικό μέσο επίλυσης συλλογικών διαφορών εργασίας» (άρθρο 16 παρ. 2 ν. 1876/1990) και μνημονεύει ρητά τις περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να εφαρμοσθεί. Έτσι, πλην των περιπτώσεων των προβληματικών επιχειρήσεων (άρθρο 16 παρ. 2 στοιχείο α’ ν. 1876/1990), η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία επιτρέπεται μόνον αν έχουν αποτύχει οριστικά οι διαπραγματεύσεις (έχει, δηλαδή, λήξει η κανονιστική ισχύς της προηγούμενης ΣΣΕ και έχει εξαντληθεί κάθε άλλο μέσο συνεννόησης και συνδικαλιστικής δράσης) και η επίλυση της διαφοράς συνδέεται με λόγο δημοσίου συμφέροντος άμεσα απτόμενου της λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας. Εξάλλου, προϋποτίθεται, επίσης, το μέρος που προσφεύγει στη διαιτησία να είχε συμμετάσχει στη μεσολάβηση και να αποδέχθηκε την πρόταση του μεσολαβητή που απέρριψε η άλλη πλευρά (άρθρο 16 παρ. 2 στοιχείο β’ ν. 1876/1990).

Με τις νέες αυτές ρυθμίσεις γίνεται, πλέον, δεκτό ότι οι σχετικές διατάξεις του ν. 1876/1990 βρίσκονται σε αρμονία με τις ισχύουσες συνταγματικές ρυθμίσεις των άρθρων 22 παρ. 2 και 23 παρ. 1, δεδομένου ότι δεν περιορίζουν υπέρμετρα τη συλλογική αυτονομία, αλλά λειτουργούν επικουρικά και υποβοηθητικά προς αυτήν.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Δημήτρης Ζερδελής, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, ΣΤ’ Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2023
  • Ιωάννης Κουκιάδης, Εργατικό Δίκαιο – Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2021

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Νίκος Αντωνάκης, Αρχισυντάκτης Νομικών Θεμάτων
Νίκος Αντωνάκης, Αρχισυντάκτης Νομικών Θεμάτων
Είναι φοιτητής στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Του αρέσει ιδιαίτερα η ενασχόληση με τον τομέα του Αστικού Δικονομικού και Εργατικού Δικαίου, ενώ στον ελεύθερό του χρόνο επιδιώκει την ανάγνωση συγγραμμάτων και μελετών με σκοπό την περαιτέρω εξειδίκευσή του στους κλάδους αυτούς.