Του Στάθη Αποστόλου,
Μετά την είσοδο της Ελλάδας στην τότε Ε.Ο.Κ. και τις πρώτες Ευρωεκλογές, τον Οκτώβριο του 1981, κάθε τέτοια εκλογική αναμέτρηση για τη χώρα μας αποτελεί μια ιδιότυπη κατάσταση μέτρησης της ισχύος των πολιτικών δυνάμεων και των πολιτικών, και μη, προσώπων, κάτι δηλαδή σαν μια ιδιαίτερη δημοσκόπηση που κρύβει παγίδες ως προς την αξιοπιστία του αποτελέσματος, καθώς τα τελευταία 10 χρόνια παγιώνεται η στάση της «χαλαρής ψήφου».
Οι Ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου 2024 αποτελούν αναμφίβολα ένα πολύ σημαντικό ορόσημο, καθώς τότε συμπληρώνεται ένας χρόνος από τη μεγάλη διπλή επανεκλογή της Ν.Δ. και του Κυριάκου Μητσοτάκη στη διακυβέρνηση της χώρας με 40.6%, αλλά και για τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α., διότι οδεύει στην πρώτη εκλογική αναμέτρηση με επικεφαλής τον Στέφανο Κασσελάκη και, φαινομενικά τουλάχιστον, οδηγείται σε μια νέα συρρίκνωση. Αξίζει να σημειωθεί ότι για τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είναι κοινό μυστικό πως με 4 χρόνια δύσκολα την περίοδο της διακυβέρνησης Μητσοτάκη και με πολλά κυβερνητικά λάθη με μέγιστο το άλυτο ζήτημα των παρακολουθήσεων ο εμβληματικός και λαοπρόβλητος ηγέτης του κόμματος, Αλέξης Τσίπρας, όχι μόνο δεν κατάφερε να κερδίσει, αλλά ούτε να προοιωνίσει τη νίκη του σημερινού Πρωθυπουργού. Αντιθέτως, η διχαστική ρητορική και τα κρυφά προγράμματα έδωσαν μια, ιστορικών διαστάσεων, νίκη στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Επομένως είναι αδύνατο ο άπειρος Στέφανος Κασσελάκης να κερδίσει τον Πρωθυπουργό. Στην απέναντι πλευρά των εδράνων της Κυβέρνησης, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. οδεύει προς τη δεύτερη εκλογική αναμέτρησή του με επικεφαλής τον Νίκο Ανδρουλάκη που ελπίζει να αναλάβει την κηδεμονία, έστω και ευκαιριακά, των «ορφανών» ψηφοφόρων του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κυρίως, αλλά και της Ν.Δ.
Το μείζον ζήτημα των κομμάτων μέχρι τέλος Φεβρουαρίου είναι η κατάρτιση και παρουσίαση των ψηφοδελτίων τους και τα πρόσωπα που θα τα πλαισιώσουν. Στο θέμα των προσώπων γεννάται το ζήτημα, καθώς θα πρέπει να αναρωτηθούμε τι θέλουμε: μια ουσιαστική, με στέρεες βάσεις, ανανέωση ή μια σκηνοθετημένη αλλαγή που στην πράξη σημαίνει διατήρηση της κατάστασης που οδηγεί σε εξυπηρέτηση φίλων και γνωστών και σε αδιαφορία για το κύρος που θα εκπέμπει η χώρα μας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο;
Την κυβερνητική παράταξη θα εκπροσωπήσει ένα κράμα πεπειραμένων στελεχών με νέα πρόσωπα, με όρεξη, ελπίζουμε, για προσφορά. Ο Στέλιος Κυμπουρόπουλος, η Άννα Μισέλ Ασημακοπούλου, η Ελίζα Βόζενμπεργκ και, φυσικά, ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης που θα ηγηθεί του Ευρωψηφοδελτίου, όντας αναβαθμισμένος, καθώς στα 5 χρόνια του ως Ευρωβουλευτής χρημάτισε και Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Σίγουρη θεωρείται η κάθοδος του πολύ έμπειρου δημοσιογράφου και διευθυντή του γραφείου τύπου του Πρωθυπουργού Δημήτρη Τσιόδρα. Τα υπόλοιπα 38 υποψήφια στελέχη από τα συνολικά 42 του ψηφοδελτίου, θα προέρχονται σίγουρα και από τον χώρο του Κέντρου.
Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. φαίνεται πως έχει αποφασίσει να δώσει τη δυνατότητα εκλογής στην Ευρωβουλή σε έναν Παπανδρέου και συγκεκριμένα στον Νίκο Παπανδρέου. Επιπλέον, αποφάσισε να στηρίξει και στελέχη προερχόμενα από το «βαθύ» ΠΑ.ΣΟ.Κ., όπως τον πρώην Υπουργό Οικονομικών, Φίλιππο Σαχινίδη, και τον πολύ έμπειρο στα ζητήματα της καθημερινότητας, πρώην Υπουργό και καθηγητή, Γιάννη Μανιάτη. Η έκπληξη, όμως, είναι στην πρόθεση του Νίκου Ανδρουλάκη να στηρίξει τον πρώην Ευρωβουλευτή του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και Συνταγματολόγο, Κώστα Χρυσόγονο. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και ο Στέφανος Κασσελάκης συγκεκριμένα, ως ένα ακόμα πείραμα εξορθολογισμού και ανοίγματος του κόμματος στη βάση της Κοινωνίας, αποφάσισε να προχωρήσει σε μια πρωτότυπη διαδικασία για την επιλογή των Ευρωβουλευτών του με την αποστολή και αξιολόγηση βιογραφικών, πλην των υποψηφιοτήτων του Γιώργου Αρβανίτη, της Έλενας Κουντουρά και του Γιώργου Καπουτζίδη.
Κλείνοντας, θα πρέπει να αναφερθεί πως φέτος οι Ευρωπαίοι Ηγέτες θα κληθούν να αποφασίσουν για τους νέους Ευρωπαίους Αξιωματούχους, πλην της Κριστίν Λαγκάρντ που η θητεία της λήγει το 2027. Όλα δείχνουν πως το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (Ε.Λ.Κ.), το κόμμα στο οποίο υπάγεται η Ν.Δ., θα είναι πρώτη δύναμη πανευρωπαϊκά και πως το ευρωσοσιαλιστικό κόμμα θα συνεχίσει να υποχωρεί, για αυτό ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιδιώκει ένα υψηλό ποσοστό, ώστε να μπορεί να διαπραγματευτεί τις προτιμήσεις του από θέση επί ίσοις όροις με τους υπόλοιπους Κεντροδεξιούς Ηγέτες.