Του Ευγενίου Ακαρίδη,
Όσο νωρίτερα στην ιστορία μας έχει γίνει κάτι, τόσο πιο καθοριστικό είναι για το σήμερα, καθώς έχει επηρεάσει όσα το ακολούθησαν. Συχνά θεωρούμε τον κόσμο μας ως δεδομένο, χωρίς να μπορούμε να φανταστούμε πόσες αβεβαιότητες οδήγησαν, για παράδειγμα, στο σημερινό δυτικό πολιτισμό. Από τη μάχη του Μαραθώνα μέχρι το Ναπολεόντειο κώδικα, η ισχυρότερη ίσως βάση του ευρωπαϊκού και, επομένως, του δυτικού πολιτισμού, υπήρξε η Ρώμη. Η άνοδός της, όμως, σε υπερδύναμη δεν ήταν ποτέ εξασφαλισμένη, με πιο χαρακτηριστικό και επικίνδυνο για την ίδια παράδειγμα τους Καρχηδονιακούς Πολέμους, όπου προκάλεσε την εκάστοτε υπερδύναμη για την ηγεμονία στη Μεσόγειο.
Η Καρχηδόνα, έχοντας γεννηθεί ως φοινικική αποικία, είχε ήδη εξελιχθεί μέχρι τον 3ο αιώνα π.Χ. σε μια τεράστια και πλούσια αυτοκρατορία, που βασιζόταν στο εμπόριο. Βασισμένη στη σημερινή Τυνησία, κατείχε εδάφη κατά μήκος της ακτής από τα νότια της Ιβηρίας μέχρι και τη σημερινή Λιβύη, καθώς και τα νησιά της δυτικής Μεσογείου, με σημαντικότερη τη Σικελία, που μοιραζόταν με ελληνικά κράτη-πόλεις. Στην αρχή του Πρώτου Καρχηδονιακού Πολέμου (264 π.Χ.) βρισκόταν στο ζενίθ της δύναμης και του πλούτου της. Παρά τους ελέφαντες και το διάσημο νουμιδικό ιππικό στη διάθεσή της, ο στρατός της ήταν βασισμένος σε μισθοφόρους και άρα η ισχύς και πίστη του ήταν συζητήσιμες.
Η οικονομία της Ρώμης ήταν κυρίως αγροτική, ενώ οι επεκτατική πολιτική της σε συνδυασμό με τις πολεμοχαρείς αξίες της είχαν ως αποτέλεσμα οι λεγεώνες της να είναι η ισχυρότερη μηχανή πολέμου του γνωστού κόσμου. Πριν την αρχή του πολέμου είχε μόλις καταφέρει να κατακτήσει ολόκληρη την ιταλική χερσόνησο και ανάρρωνε ακόμα από την εκστρατεία του Πύρρου. Μαζί με τον παράγοντα ότι οι Ρωμαίοι δεν είχαν σχεδόν καθόλου ναυτική εμπειρία, ήταν εμφανές πως η Ρώμη δεν ήταν έτοιμη για οποιονδήποτε νέο πόλεμο, πόσο μάλλον με τη μεγαλύτερη ναυτική υπερδύναμη για ένα νησί για το οποίο δεν έδειχναν κανένα ενδιαφέρον (τη Σικελία). Η αλήθεια, όμως, είναι πάντα πιο περίεργη από τη φαντασία.
Ένας μισθοφορικός στρατός που απολύθηκε από τις Συρακούσες αποφάσισε να κατακτήσει την πόλη της Μεσσήνης για μια καλύτερη ζωή. Αφότου διέπραξαν μερικές επιδρομές σε εδάφη των Συρακουσών, οι οποίες και αντεπιτέθηκαν, ζήτησαν βοήθεια από την Καρχηδόνα εναντίων του κοινού τους εχθρού. Οι Καρχηδόνιοι, με άξονα τα εμπορικά τους ενδιαφέροντα στη Σικελία, δέχθηκαν αμέσως και ενίσχυσαν τους Μαμερτίνους μισθοφόρους. Εκείνοι, όμως, μετά από λίγο, ζήτησαν βοήθεια από τη Ρώμη για να διώξουν τους Καρχηδόνιους από την πόλη τους. Οι Ρωμαίοι, παρά την κατάστασή τους, με άξονα το πολιτικό τους σύστημα που ενθάρρυνε συνεχείς πολεμικές ενέργειες προς όφελος του κύρους των 2 μονοετών ηγετών (υπάτων) τους, δέχτηκαν και έστειλαν δικό τους στρατό στη Μεσσήνη. Έτσι, ο πόλεμος είχε ξεκινήσει.
Ο καρχηδονιακός στρατός, αφότου υποχώρησε μπερδεμένος από την πόλη, επέστρεψε μαζί με τους συμμάχους του πλέον από τις Συρακούσες. Στην πρώτη μάχη του πολέμου, τη μάχη της Μεσσήνης, επικράτησαν οι Ρωμαίοι, με αποτέλεσμα να αλλάξουν πλευρά οι Συρακούσες αλλά και οι υπόλοιπες ελληνικές πόλεις-κράτη στα ανατολικά του νησιού. Μετά από μια εκτενή πολιορκία του σημερινού Αγκριτζέντο και μια ρωμαϊκή νίκη με 30 χιλιάδες νεκρούς από την πλευρά τους, ήταν εμφανές ότι θα έπρεπε να βρουν κάποιο τρόπο να προμηθεύουν τις λεγεώνες τους στο νησί. Αντιγράφοντας, λοιπόν, ένα καρχηδονιακό πολεμικό πλοίο που βρέθηκε σε ιταλικό έδαφος, οι Ρωμαίοι έχτισαν έναν στόλο 120 πλοίων μέσα σε μόλις 2 μήνες και ετοιμάστηκαν να τον χρησιμοποιήσουν.
Στην πρώτη σοβαρή ναυμαχία του πολέμου επικράτησε αποφασιστικά η Καρχηδόνα, καθώς με τη ναυτιλιακή της παράδοση ήταν προφανής η εμπειρία και πειθαρχία των ναυτών για τις περίπλοκες κινήσεις που ήταν απαραίτητες στο νερό. Πολύ σύντομα, όμως, οι Ρωμαίοι κέρδισαν το πάνω χέρι ακόμα και στη θάλασσα, προσθέτοντας στα πλοία τους το corvus, ένα μηχανισμό που τους επέτρεπε να επιβιβάζονται στα καρχηδονιακά πλοία όταν εκείνα προσπαθούσαν να βυθίσουν τα δικά τους και να κατασπαράζουν τους Καρχηδόνιους σε μάχη σώμα με σώμα, εκεί, δηλαδή, που υπερείχαν.
Μετά από μερικά χρόνια αργού και μεθοδικού πολέμου, γεμάτου πολιορκίες αντί για μάχες και δόξα, οι Ρωμαίοι αποφάσισαν πως θα έπρεπε να εισβάλουν στη βόρεια Αφρική για να απειλήσουν την ίδια την Καρχηδόνα και να κερδίσουν επιτέλους τον πόλεμο, αντί να επικεντρώνονται στη Σικελία. Έτσι, οι δύο πλευρές έχτισαν τους μεγαλύτερους ως τότε στόλους της ιστορίας και προετοιμάστηκαν για την καθοριστική μάχη. Η ακόλουθη ναυμαχία στο ακρωτήριο του Εκνόμου παραμένει μέχρι και σήμερα η μεγαλύτερη στην ανθρώπινη ιστορία, με σχεδόν 700 πλοία και 300 χιλιάδες ανθρώπους να συμμετέχουν. Νικήτρια, παρά κάθε προγνωστικό, ξαναβγήκε η Ρώμη.
Έτσι, ο ύπατος που σχεδίασε την εκστρατεία αυτή για προσωπικό του κύρος, Μάρκος Ατίλιος Ρήγουλος, αποβιβάστηκε στη σημερινή Τυνησία και άρχισε να κατακτά και να λεηλατεί. Εξαιτίας της ανικανότητας των Καρχηδόνιων όσον αφορά τη στρατηγική στις χερσαίες μάχες, ο Ρήγουλος βρισκόταν κοντά στην ίδια την Καρχηδόνα λίγο πριν το τέλος της υπηρεσίας του. Στη βιασύνη του, όμως, να τελειώσει ο ίδιος τον πόλεμο και να μη χάσει τη δόξα από τον αντικαταστάτη του, απαίτησε την απόλυτη παράδοση της Καρχηδόνας στο έλεος της Ρώμης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αναζωογονηθεί το πνεύμα των Καρχηδόνιων και, με τη στρατηγική καθοδήγηση ενός Σπαρτιάτη μισθοφόρου, ονόματι Ξάνθιππου, να σημειωθεί η πρώτη σημαντική καρχηδονιακή νίκη στη μάχη του Τύνητα το 255 π.Χ. και ο Ρήγουλος να πιαστεί αιχμάλωτος και, μετά από βασανιστήρια, να θανατωθεί. Γι’ αυτό το λόγο έμεινε γνωστός ως ήρωας στη ρωμαϊκή κοινωνία, ενώ ο Ξάνθιππος εκδιώχθηκε από την Καρχηδόνα λόγω πολιτικής ζήλειας.
Ο ρωμαϊκός στόλος που έσωσε τους επιζώντες της μάχης βυθίστηκε σε μια καταιγίδα, χάνοντας 284 πλοία και περίπου 100 χιλιάδες άντρες. Το ίδιο έπαθε ο επόμενος στόλος 220 πλοίων που έχτισαν σε 3 μόλις μήνες. Η Ρώμη, όμως, δεν είχε μάθει να παραδίνεται και κατάφερε να κατακτήσει την υπόλοιπη Σικελία, παρά τις προσπάθειες του ικανού Αμίλκα Βάρκα και της πόλης του Λιλυβαίου, η οποία άντεξε πολιορκία 9 ολόκληρων ετών. Βλέποντας τους Ρωμαίους να χάνουν μια σημαντική ναυμαχία (κυρίως επειδή είχαν αφαιρέσει το corvus από τα πλοία τους) και άλλον έναν στόλο 50 χιλιάδων αντρών σε μια καταιγίδα, οι Καρχηδόνιοι υπέθεσαν ότι δε θα τους απειλούσαν άλλο στη θάλασσα και ανακάλεσαν το στόλο τους για να μετατραπεί σε εμπορικό ναυτικό και να τονώσει την οικονομία τους. Έτσι, όταν οι Ρωμαίοι έχτισαν τον 5ο τους τεράστιο στόλο με δωρεές από τα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα, κατέστρεψαν τα απομεινάρια του καρχηδονιακού πολεμικού ναυτικού και κατέκτησαν πλήρως τη Σικελία, ο πόλεμος τελείωσε με εκείνους ως νικητές.
Στον Αμίλκα δόθηκε η εξουσία να συνάψει ειρήνη με τη Ρώμη, η οποία αποφάσισε να κρατήσει τη Σικελία, να απαγορεύσει στην Καρχηδόνα να βρεθεί σε πόλεμο με οποιονδήποτε «φίλο» της Ρώμης, συμπεριλαμβανομένων των Συρακουσών, και να απαιτήσει αστρονομικά ποσά ταλάντων ως πολεμικές αποζημιώσεις, με σκοπό να κρατήσει την Καρχηδόνα αδύναμη όσο η ίδια αναρρώνει. Είναι δεδομένο, όμως, πως οι άνισες και άδικες συνθήκες γεννούν μίσος και αυτό, με τη σειρά του, επιθυμία για εκδίκηση. Την εκδίκηση αυτή προσπάθησε, μετά από αρκετά χρόνια, να πάρει ο γιος του Αμίλκα, ένας αρκετά γνωστός στρατηγός, με το όνομα Αννίβας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- The First Punic War – OverSimplified (Part 1), youtube.com, Διαθέσιμο εδώ
- Adrian Goldsworthy, The Fall Of Carthage: The Punic Wars 265-146 BC, archive.org, Διαθέσιμο εδώ