Της Κατερίνας Σφυράκη,
Ποια είναι άραγε η μορφή της ανιδιοτελούς αγάπης; Πώς βιώνει κανείς/καμία τις σχέσεις κατά τις οποίες μόνο ένα εκ των δύο ατόμων επενδύει συναισθηματικά, δίνει και δίνεται, ενώ το άλλο άτομο απλά εισπράττει χωρίς να χαρίζει, έστω και λίγο, από τον εαυτό του πίσω; Είναι μια τέτοια σχέση απλώς η έκφραση της ανιδιοτελούς αγάπης ή, μήπως, μια τέτοια συνθήκη καταντά απλά χειριστική και συναισθηματικά βίαιη; Αυτά και άλλα ερωτήματα ανακύπτουν από τους/τις περισσότερους/ες αναγνώστες/τριες του παιδικού βιβλίου «Το δέντρο που έδινε».
Το συγκεκριμένο παιδικό παραμύθι είναι δημιούργημα του Σελ Σιλβερστάιν και εκδόθηκε το 1964, με εικονογράφηση από τον ίδιο. Θυμάμαι ότι έπεσε στα χέρια μου σε κάποια τάξη του Λυκείου, όταν ξεψάχνιζα μια παλιά βιβλιοθήκη συγγενών και μπορώ να ομολογήσω ότι ο τίτλος ήταν αυτός που μου τράβηξε έντονα το ενδιαφέρον και μπήκα στη διαδικασία να διαβάσω ένα παραμύθι που, αφελώς, νόμιζα, τότε, ότι δεν αφορά τη δική μου ηλικιακή φάση. Το ξαναθυμήθηκα κι αποφάσισα να γράψω γι’ αυτό, χαζεύοντας πριν λίγες μέρες ένα βίντεο της Μαίρης Συνατσάκη, στο οποίο το χαρακτηρίζει ως «το χειρότερο βιβλίο που έχει γραφτεί ποτέ». «Βαρύγδουπη δήλωση» ίσως να σκέφτεται κανείς/καμία αρχικά, αλλά ήταν η κατάλληλη ατάκα για να επαναφέρω στη μνήμη μου όλα τα συναισθήματα που μου προξένησε η πρώτη εκείνη ανάγνωση αυτού του βιβλίου, αλλά και όλα τα υπόλοιπα που μου δημιουργήθηκαν κι εξακολουθούν να μου δημιουργούνται όλες τις επόμενες φορές ανάγνωσης.
Πρόκειται για την αφήγηση μιας ιστορίας κατά την οποία ένα μικρό αγόρι επισκέπτεται καθημερινά μια μηλιά, τρώει τα μήλα της, κάνει κούνια από τα κλαδιά της και σκαρφαλώνει στον κορμό της, ζητώντας και λαμβάνοντας από τη μηλιά ολοένα και περισσότερα πράγματα. Το παιδί μεγαλώνει και, παράλληλα, με τη δική του ανάπτυξη, αυξάνονται σταδιακά και τα αιτήματά του προς τη μηλιά, η οποία συνεχίζει αδιάκοπα να ικανοποιεί κάθε του επιθυμία, προτείνοντας, ταυτόχρονα, λύσεις σε κάθε του πρόβλημα, γεγονός που της προκαλεί τρομερή χαρά και συναισθηματική πληρότητα, ενώ, το αγόρι εμφανίζεται σε αυτή μόνο όταν έχει ανάγκη την παροχή των υπηρεσιών της. Στο τέλος του παραμυθιού, η μηλιά «αδειάζει» πια, καθώς έχει χαρίσει στο αγόρι όλα της τα φύλλα και τα κλαδιά, τον κορμό και οτιδήποτε του είχε προσφέρει, πέρα από τα αστείρευτα κι ανεξάντλητα ψυχικά της αποθέματα.
Το κείμενο του Σιλβερστάιν απορρίφθηκε στην αρχή από πάρα πολλούς εκδοτικούς οίκους, καθώς το περιεχόμενό του χαρακτηρίστηκε ως πολύ λυπητερό για παιδιά, αλλά και πολύ απλοϊκό για ενήλικες. Σήμερα, ωστόσο, έχει καταφέρει να πουλήσει περισσότερα από 9 εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο, ενώ σε όλους τους διαγωνισμούς και τις ψηφοφορίες επιτροπών και ομάδων ανθρώπων εμφανίζεται πάντα στην πρώτη εκατοντάδα με τα καλύτερα παιδικά βιβλία. Οι απόψεις που φέρει το κοινό εξακολουθούν να είναι ιδιαίτερα διφορούμενες, καθώς, πράγματι, ακόμα και μία ανάγνωση αρκεί για να σε κάνει να κατανοήσεις ότι πρόκειται για ένα «βαρύ» βιβλίο.
Θυμάμαι, ακόμη, το πρωταρχικό σοκ, διότι το βιβλίο σου δίνει πράγματι ένα πολύ γερό «χαστούκι» στην προσπάθειά σου να αναλογιστείς τις ανθρώπινες σχέσεις και το πώς αυτές λειτουργούν. Σε βάζει σε σκέψεις, όχι απλά επειδή είναι ιδιαίτερα συγκινητικό και πραγματικά λυπηρό, αλλά, αποτυπώνει ξεκάθαρα ότι ορισμένες —αν όχι πολλές— σχέσεις δε βασίζονται στην αλληλεγγύη και την ενσυναίσθηση, αλλά, στην εκμετάλλευση και την πλεονεξία, στο ανικανοποίητο «εγώ» που τρέφεται μέσα από τους άλλους και τα αθώα, αγνά αισθήματά τους. Αντικατοπτρίζει πλήρως την ακόρεστη μανία του ανθρώπου να αποκτά ολοένα και περισσότερα υλικά αγαθά και να λειτουργεί ως «ρουφήχτρα» που εκμαιεύει τα πάντα από τους ανθρώπους γύρω του προκειμένου να φέρει εις πέρας τον στόχο του και να αποκτήσει αυτά που σε άλλη περίπτωση δε θα κατάφερνε μόνος/η. Αυτός είναι, συνοπτικά, και ο λόγος που ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ατόμων διατείνεται αρνητικά απέναντι στο βιβλίο και στα μηνύματα που περνά υποσυνείδητα στους/στις αναγνώστες/τριες του που είναι, κατά κύριο λόγο, παιδικής ηλικίας.
Από την άλλη πλευρά, πολλοί/ές αντιμετωπίζουν το βιβλίο ως ένα παραμύθι γεμάτο με δυνατά μηνύματα για την προσφορά, τη γενναιοδωρία και την ανιδιοτελή προσφορά, ενώ, παρομοιάζουν, ταυτόχρονα, τη σχέση μηλιάς-αγοριού με τη σχέση μίας μητέρας με τα παιδιά της, που είναι συνήθως η αντιπροσωπευτικότερη μορφή ανιδιοτελούς αγάπης και φροντίδας. Θεωρείται, εν μέρει, ότι το νόημα δε βρίσκεται στο ότι το αγόρι καρπώνεται τη δοτικότητα της μηλιάς, αλλά στο πόσο ανυπέρβλητη είναι η αγάπη της μηλιάς που καταπατά τις δικές της ανάγκες, που επιστρατεύει όλη της τη δημιουργικότητα, την ευελιξία και την καλή πρόθεση, προκειμένου να βοηθήσει το αγόρι, παρότι αυτό δεν της δίνει καμία πραγματική σημασία, κανένα ενδιαφέρον για τα δικά της θέλω και τις δικές της ανάγκες.
Τα δικά μου συναισθήματα απέναντι στο παραμύθι είναι εξίσου ανάμικτα· από τη μία πλευρά, η αφοσίωση της μηλιάς μπορεί να διδάξει υποσυνείδητα σε ένα μικρό παιδί να αγαπά ανιδιοτελώς και να βοηθά αφιλοκερδώς όσους/ες έχουν ανάγκη την αρωγή του, ενώ από την άλλη, δημιουργεί ενδόμυχα την πεποίθηση ότι οφείλουμε να υπομένουμε οτιδήποτε υποβιβάζει τη δική μας ευζωία και, ταυτόχρονα, να διαιωνίσουμε συνθήκες εκμετάλλευσης και χειριστικότητας. Ίσως, το βιβλίο αυτό, να είναι αρκετά σκληρό για ένα παιδί και το περιεχόμενό του να αρμόζει καλύτερα στο ενήλικο κοινό που θα εκλάβει το περιεχόμενό του ως τροφή για σκέψη και αναστοχασμό, διερώτηση για τις δικές του σχέσεις και τα μοτίβα συμπεριφορών.
Ακόμη κι αν ένα παιδί, προφανώς, δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί άμεσα τους πιθανούς κινδύνους που μπορεί να απειλήσουν την υγιή ψυχοσυναισθηματική του ανάπτυξη, όχι απαραίτητα επειδή όλες οι ανθρώπινες σχέσεις πρέπει να βασίζονται στη λογική του δούναι και λαβείν, αλλά επειδή δε νοείται να ανατρέφονται μικρά παιδιά βάσει της εσωτερικευμένης άποψης ότι μπορούν να καταπατούν τις ανάγκες των άλλων ή να αφήνουν άλλα άτομα να καταπατούν τις δικές τους ανάγκες.
Καταληκτικά, οφείλουμε να διδάξουμε στα παιδιά ότι μια σχέση πρέπει να βασίζεται σε συνθήκες αμοιβαίου σεβασμού, προκειμένου μεγαλώνοντας να είναι σε θέση να χειριστούν κάθε τους σχέση με ειλικρίνεια κι αμοιβαιότητα, διότι, τελικά, αυτό είναι το κλειδί. Αμοιβαιότητα, για πάντα και… στα πάντα!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Το δέντρο που έδινε, blogs.sch.gr, διαθέσιμο εδώ.