10.7 C
Athens
Πέμπτη, 19 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΝέος Ποινικός Κώδικας: Κομμάτια και Θρύψαλα

Νέος Ποινικός Κώδικας: Κομμάτια και Θρύψαλα


Του Νίκου Αντωνάκη,

Το Ποινικό Δίκαιο, στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Δυτικού κόσμου εν γένει, φέρει χαρακτήρα δημοκρατικό και φιλελεύθερο. Δημοκρατικό μεν, με την έννοια ότι θεσπίζεται από τον λαϊκά νομιμοποιημένο νομοθέτη που σέβεται τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, φιλελεύθερο δε, επειδή ως στόχο δεν έχει τον εξευτελισμό και τη διαπόμπευση των δραστών, αλλά τον ποινικό τους σωφρονισμό και τη μεθύστερη ομαλή επανένταξή τους στο κοινωνικό σύνολο. Και τα δύο, όμως, αυτά στοιχεία των σύγχρονων ποινικών νομοθετημάτων υποβαθμίζονται διαρκώς, όταν ο Ποινικός Κώδικας καταλήγει να ομοιάζει ενδεχομένως με ένα ημερολόγιο, μία λίστα για ψώνια ή ένα άρθρο προτού δημοσιευθεί.

Το κοινό και στις τρεις περιπτώσεις είναι ότι ο συντάκτης τους μπορεί να προβαίνει όποτε θελήσει σε διορθώσεις, περικοπές, προσθήκη νέων στοιχείων, κατάργηση παλαιών, κ. ο. κ. Κάπως έτσι αντιμετωπίζονται και στην Ελλάδα τα ποινικά νομοθετήματα, αν αναλογιστεί κανείς ότι από τη ριζική αναμόρφωση του Ποινικού Δικαίου με τον νόμο 4619/2019 έχουν μεσολαβήσει έξι ολόκληρες τροποποιήσεις (η έβδομη έρχεται προσεχώς), σε διάστημα όχι μεγαλύτερο των πέντε ετών! Σαν να επρόκειτο για ένα κείμενο δίχως βαρύτατες έννομες συνέπειες για τις ζωές των πολιτών που τις υφίστανται.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Ichigo121212

Σαν να μη φτάνουν βέβαια όλες αυτές οι προηγούμενες τροποποιήσεις του Ποινικού Δικαίου που αφορούσαν τουλάχιστον σε διατάξεις του Ειδικού του Μέρους, έρχεται τώρα να προστεθεί και μια νέα, η οποία επιδιώκει τη ριζική μεταρρύθμιση θεμελιωδών διατάξεων του Γενικού του Μέρους. Και, το χειρότερο, δεν προηγήθηκε ουδεμία επεξεργασία των προτεινόμενων αλλαγών από καμιά νομοπαρασκευαστική επιτροπή υψηλού κύρους, όπως συνέβη το 2019, αλλά αντιθέτως, αυτές προτείνονται από αγνώστους παράγοντες του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Εκτός βέβαια των παραπάνω, σχεδόν όλες οι προτεινόμενες αλλαγές εμφανίζουν ζητήματα συμβατότητας με το ελληνικό Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Ο λόγος γίνεται, πλέον, για το νέο σχέδιο νόμου «Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης – Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας». Ενώ το τελευταίο αφορά σε γενικότερα πεδία του Ποινικού Δικαίου, στο παρόν άρθρο θα αναφερθούμε σε ορισμένες απόλυτα προβληματικές του διατάξεις που επιδρούν στο πεδίο του Γενικού Ποινικού Δικαίου, στα θεμέλια δηλαδή του ποινικού συστήματος της χώρας μας.

Είναι γεγονός ότι από τον συνδυασμό των άρθρων 7 και 25 του Συντάγματος και 7 της ΕΣΔΑ προκύπτει ότι η ποινή που επιβάλλεται στο δράστη ενός εγκλήματος πρέπει, εκτός της μνημόνευσής της στον νόμο πριν από την τέλεση του τελευταίου, να βρίσκεται σε ανάλογη σχέση με αυτό ακριβώς το διαπραχθέν έγκλημα. Απαγορεύεται, με απλά λόγια, η επιβολή ίδιας τιμωρίας για δύο ποιοτικά διαφορετικές εγκληματικές πράξεις. Στο πλαίσιο αυτό, ορίζεται μειωμένη ποινή για τον δράστη μιας απόπειρας εγκλήματος και για τον απλό συνεργό σε τετελεσμένο έγκλημα (άρθρα 42 και 47 εδάφιο α’ του Ποινικού Κώδικα) σε σχέση με τον δράστη που τέλεσε ολοκληρωμένο έγκλημα ή και τον συμμέτοχο που προσέφερε άμεση συνδρομή κατά την τέλεσή του (άρθρα 45 και 47 εδάφιο β’ του Ποινικού Κώδικα). Κάτι τέτοιο είναι απολύτως λογικό: η ολοκληρωμένη, για παράδειγμα, ανθρωποκτονία (άρθρο 299 ΠΚ) δεν εμπεριέχει την ίδια εγκληματική απαξία με την απόπειρα αυτής, αφού στην πρώτη περίπτωση το θύμα στερείται το έννομο αγαθό της ζωής του, στη δεύτερη είναι ακόμη ζωντανό. Καταδεικνύεται, συνεπώς, η διαφορετική βαρύτητα των δύο αυτών εγκληματικών πράξεων.

Αντίστοιχα, δε νοείται ίδια ποινή για εκείνον που εφοδίασε τον δράστη της δολοφονίας με ένα μαχαίρι πέντε μέρες πριν το έγκλημα (απλός συνεργός ανθρωποκτονίας), με εκείνον που έκλεινε το στόμα του θύματος τη στιγμή της δολοφονίας του με σκοπό να το «αποτελειώσει» ο δράστης (άμεσος συνεργός). Και τούτο, διότι, σε καμία μεν από τις δύο περιπτώσεις ο συμμέτοχος δε σκότωσε (άλλως θα μιλούσαμε για συναυτουργούς), στη δεύτερη όμως περίπτωση ο συμμέτοχος έθεσε τη ζωή του θύματος «στη διάθεση του φυσικού αυτουργού» (άρθρο 47 εδάφιο β’ ΠΚ), και άρα δικαιολογείται και για αυτόν η επιβολή της ποινής του φυσικού αυτουργού, ήτοι της ισόβιας καθείρξεως, σε αντίθεση με τον απλό συνεργό που θα τιμωρηθεί με πρόσκαιρη κάθειρξη 5-15 ετών (μειωμένη ποινή, άρθρο 83 ΠΚ). Το παραπάνω, ωστόσο, λογικό σχήμα ποινών έρχεται να ανατρέψει το κατατεθέν νομοσχέδιο, αφού στα άρθρα 4 και 5, που τροποποιούν τις αντίστοιχες διατάξεις του ΠΚ, ορίζεται η δυνητική επιβολή πλήρους ποινής και στην περίπτωση της απόπειρας και της απλής συνέργειας στο έγκλημα, «αν το δικαστήριο κρίνει ότι η μειωμένη ποινή του πρώτου εδαφίου δεν επαρκεί για να αποτρέψει τον υπαίτιο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων».

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: Ramdlon

Με απλές λέξεις, ο δράστης μιας απόπειρας ανθρωποκτονίας και μιας τετελεσμένης δολοφονίας, καθώς και ο απλός συνεργός σε αυτήν θα απειλούνται, πλέον -έστω και δυνητικά-με την ποινή της ισόβιας καθείρξεως, κατά προφανή παράβαση της αρχής της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της αναλογικότητας. Το δε κριτήριο της επικινδυνότητας του δράστη είναι εξαιρετικά γενικό και αόριστο και μπορεί να οδηγήσει σε προφανή άδικα αποτελέσματα για τον κατηγορούμενο. Ο εφαρμοστής του δικαίου οφείλει, συνεπώς, να παραμερίσει αυτήν την νέα «δυνατότητα» που του παρέχεται στη βάση μιας σύμφωνης με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ ερμηνείας.

Πέρα από την εξέχουσα αυτήν προβληματική ρύθμιση, τα άρθρα 6 και 17 του νομοσχεδίου ξεκινούν από μια λανθασμένη αφετηρία: ότι η αυστηροποίηση των ποινών οδηγεί σε μείωση της εγκληματικότητας. Ειδικότερα, το πρώτο άρθρο ανεβάζει το ανώτατο επίπεδο της πρόσκαιρης κάθειρξης από 15 σε 20 έτη (πλέον, δηλαδή, ως πρόσκαιρη κάθειρξη θα νοείται αυτή των 5-20 ετών), το δε δεύτερο αυστηροποιεί τις προϋποθέσεις χορήγησης αναστολής στην έκτιση των ποινών (πλέον αναστολή θα χορηγείται μόνο σε ποινές φυλάκισης έως ενός έτους, σε αντίθεση με τα τρία έτη που ισχύουν μέχρι σήμερα, και με τον όρο ότι οι προηγούμενες καταδίκες δεν υπερβαίνουν το ένα έτος, σε αντίθεση με τα τρία έτη που ισχύουν μέχρι τώρα). Οι αλλαγές, βέβαια, αυτές στηρίζονται στο άρθρο 2 του νομοσχεδίου, που εξαγγέλλει τη δήθεν «ενίσχυση της εγκληματοπροληπτικής λειτουργίας της ποινής μέσω των αρχών της γενικής και ειδικής πρόληψης». Η άποψη, όμως, αυτή είναι εσφαλμένη για δύο λόγους.

Πρώτον, δεν μπορεί να τοποθετείται η πρόληψη ενός εγκλήματος μόνο στην αυστηροποίηση των ποινών, ήτοι στην ποινική καταστολή. Προκειμένου η κοινωνία να προλάβει το έγκλημα, πρέπει να διαθέτει υποστηρικτικές των θυμάτων-παθόντων δομές, κατάλληλη παιδεία, ήδη από τη σχολική ηλικία, και αποτελεσματικούς μηχανισμούς αντίδρασης σε κακοποιητικές συμπεριφορές. Στην Ελλάδα, βέβαια, δεν υπάρχει τίποτα από τα τρία. Η μετάθεση, συνεπώς, της ευθύνης του κράτους για πρόληψη των εν γένει κακοποιητικών συμπεριφορών από τα παραπάνω στοιχεία στην ποινική καταστολή είναι απαράδεκτη και πασιφανώς προσχηματική. Δεύτερον, οι προτεινόμενες αλλαγές δε συνοδεύονται από στατιστικές και δεδομένα που να τις στηρίζουν. Αντίθετα, μάλιστα, τα στοιχεία μαρτυρούν ότι η εγκληματικότητα προλαμβάνεται, όχι με την αυστηροποίηση των ποινών, αλλά με την έγκαιρη σύλληψη των δραστών και την πραγματική έκτιση των πρώτων, πράγμα επίσης απουσιάζον από την ελληνική πραγματικότητα. Ας μη λησμονείται δε ότι η Ελλάδα διαθέτει ήδη από τα πιο αυστηρά ποινικά συστήματα σε σχέση με τις λοιπές Ευρωπαϊκές χώρες.

Εξίσου προβληματική εμφανίζεται και η επαναφορά της δυνατότητας μετατροπής της φυλάκισης σε χρηματική ποινή, που επιχειρείται με το άρθρο 11 του σχεδίου νόμου, αφού πρόκειται να δημιουργήσει καταδίκους «δύο ταχυτήτων», εκείνους που έχουν την οικονομική άνεση να εξαγοράσουν την ποινή τους, και εκείνους που τη στερούνται. Πρόκειται για μια αυθαίρετη διαφοροποίηση και διάφορη αντιμετώπιση ίδιων καταστάσεων, κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος). Άρθρο ολοκληρωτικού καθεστώτος θυμίζει και το 21 του σχεδίου νόμου που ορίζει ότι για την απόλυση κρατουμένου υφ’ όρο δεν αρκεί η συμπλήρωση τυπικών προϋποθέσεων, αλλά απαιτείται πλέον και η εκτίμηση της «της επικινδυνότητας του εγκλήματος για το κοινωνικό σύνολο». Δεν κατανοεί, ωστόσο, κανείς γιατί ένα γεγονός που αξιολογήθηκε ήδη κατά την επιβολή της ποινής, αξιολογείται εκ νέου κατά την κρίση περί απόλυσης του κρατουμένου με τη χρήση μάλιστα ενός τέτοιου αόριστου κριτηρίου. Πόσες φορές θα τιμωρηθεί ένας δράστης για το έγκλημα που διέπραξε; Κατά τη νέα αντίληψη του νομοθέτη μάλλον δεν αρκεί η μία φορά. Άλλη μία, συνεπώς, διάταξη που παραβιάζει αυτή τη φορά την ενωσιακή αρχή “ne bis in idem” («μία παράβαση, μία καταδίκη»).

Πηγή εικόνας: freepik.com

Αυτές και άλλες πολλές είναι οι προβληματικές αλλαγές που επιχειρείται να εισαχθούν στο σώμα του Ποινικού Κώδικα με το νέο νομοσχέδιο. Πέρα από τις όποιες, βέβαια, διαφωνίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα των νέων διατάξεων, το σίγουρο είναι ότι έρχονται νέες καταδίκες της Ελλάδας και πρόστιμα από το ΕΔΔΑ για παραβίαση διατάξεων του Ευρωπαϊκού δικαίου. Όλο αυτό θα αλλάξει μόνο όταν ο Έλληνας νομοθέτης αποφασίσει να λάβει σοβαρά υπ’ όψη τη σοβαρότητα των μεταρρυθμίσεων του Ποινικού Δικαίου. Μέχρι τότε, η χώρα μας θα συνεχίσει να εκτίθεται διεθνώς και να πληρώνει πρόστιμα.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Σχέδιο Νόμου: «Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης – Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας», opengov.gr, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Νίκος Αντωνάκης, Αρχισυντάκτης Νομικών Θεμάτων
Νίκος Αντωνάκης, Αρχισυντάκτης Νομικών Θεμάτων
Είναι φοιτητής στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Του αρέσει ιδιαίτερα η ενασχόληση με τον τομέα του Αστικού Δικονομικού και Εργατικού Δικαίου, ενώ στον ελεύθερό του χρόνο επιδιώκει την ανάγνωση συγγραμμάτων και μελετών με σκοπό την περαιτέρω εξειδίκευσή του στους κλάδους αυτούς.