Της Μαρίας Αλμασίδου,
Ο πίνακας “nighthawks” αποτελεί ένα στιγμιότυπο μιας απλής καθημερινής βραδιάς, όπου απεικονίζονται μερικοί άνθρωποι στο εσωτερικό ενός φθηνού εστιατορίου να απολαμβάνουν το βράδυ τους. Ξεχωρίζουν τα φωτεινά χρώματα του πάγκου, καθώς και του πάνω μέρους των καθισμάτων. Φωτεινοί αποδίδονται και οι τοίχοι του εσωτερικού, ενώ χαρακτηριστική είναι η επιλογή πιο θαμπών χρωμάτων για την απόδοση της πόρτας της κουζίνας. Τόσο η απόδοση του περιβάλλοντος όσο και των μορφών φαίνεται να έγιναν με ιδιαίτερη προσοχή.
Στον πίνακα διαφαίνεται ένας άνδρας ντυμένος στα λευκά, από την εσωτερική πλευρά του πάγκου, ο οποίος πιθανώς εργάζεται εκεί. Απεικονίζονται ακόμη ένας άντρας και μία γυναίκα, οι οποίοι ακουμπούν στον πάγκο. Η γυναίκα έχει καστανά μαλλιά, φοράει κόκκινη μπλούζα και φαίνεται να τρώει ένα σάντουιτς. Δίπλα της ο άντρας φοράει κοστούμι και κρατάει ένα τσιγάρο και σύμφωνα με τη γυναίκα του καλλιτέχνη, ο πίνακας ονομάστηκε “nighthawks” από τη γαμψή μύτη της μορφής αυτής.
Στον πίνακα υπάρχει και μία τέταρτη μορφή, ένας άνδρας που κάθεται πιο πέρα, απομονωμένος και φοράει επίσης κοστούμι, ωστόσο ο θεατής μπορεί να δει μόνο την πίσω όψη του. Στον πίνακα διαφαίνεται, επίσης, και η πινακίδα του εστιατορίου. Το εξωτερικό του μαγαζιού είναι σκούρο πράσινο και κάνει αντίθεση με το φωτεινό ταβάνι στο εσωτερικό του μαγαζιού. Οι μορφές φαίνεται να μην έχουν κάποια σχέση μεταξύ τους και αυτό εντείνει το μυστήριο του πίνακα, θυμίζοντας κινηματογραφική σκηνή. Τις εμπνεύστηκαν τόσο ο καλλιτέχνης όσο και η γυναίκα του.
Το γεγονός ότι οι μορφές είναι απομονωμένες προκαλεί εντύπωση και ίσως δημιουργείται η απορία για το εάν ο καλλιτέχνης το έπραξε αυτό σκόπιμα, κάτι που, όμως, ο ίδιος αρνήθηκε και ισχυρίστηκε ότι δεν είχε κάποια πρόθεση να απεικονίσει την ανθρώπινη απομόνωση, καθώς και την απομόνωση της πόλης, ωστόσο παραδέχτηκε ότι ίσως αυθόρμητα ο πίνακας αντικατοπτρίζει τη μοναξιά μιας μεγάλης πόλης.
Βέβαια, σύμφωνα με άλλες απόψεις, η σκηνή αντικατοπτρίζει την αλλοτρίωση που είχε προκαλέσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Αυτό δεν είναι τυχαίο, καθώς η ημερομηνία που ολοκληρώθηκε το έργο ήταν πριν ακριβώς τον βομβαρδισμό του Pearl Harbor, όπου η απειλή για τη Νέα Υόρκη ήταν πιο σοβαρή από ποτέ. Ωστόσο, ούτε αυτή η άποψη έχει επιβεβαιωθεί.
Το συγκεκριμένο έργο ήταν το πιο φιλόδοξο του καλλιτέχνη, όσον αφορά την απόδοση της νύχτας με φυσικό φως. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία σκιών, που προκύπτουν από τη λάμπα στο εσωτερικό του μαγαζιού, η οποία καθιστά μερικά σημεία πιο φωτεινά από άλλα.
Αυτός ο φωτισμός ήταν που οδήγησε στον ισχυρισμό του Gail Levin, βιογράφου του καλλιτέχνη, να υποστηρίξει ότι ο καλλιτέχνης εμπνεύστηκε ίσως από το έργο “café terrace at night” του Vincent Van Gogh, το οποίο εκτέθηκε τον Ιανουάριο της ίδιας χρονιάς στη Νέα Υόρκη. Τόσο το θέμα όσο και οι ομοιότητες στον φωτισμό και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο Hopper θα ήταν αδύνατο να μην έχει δει το έργο δεδομένου ότι αυτό εκτέθηκε δύο φορές και, μάλιστα, μαζί με έργα του Hopper, καθιστούν τη θεωρία αυτή αρκετά πιθανή. Πέραν, όμως, από τα στοιχεία αυτά δεν υπάρχει κάποια απόδειξη ότι πράγματι το έργο αυτό είναι επηρεασμένο από τον Van Gogh.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθούν και μερικά γενικά στοιχεία για τον καλλιτέχνη που φιλοτέχνησε ένα από τα σημαντικότερα έργα του 20ου αιώνα στην Αμερική. Ο Hopper γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και παρέμεινε εκεί μέχρι που ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Έπειτα, ταξίδεψε στην Ευρώπη, το Παρίσι και την Ισπανία, ταξίδια που σημάδεψαν την καριέρα του. Αν και ο ίδιος δεν έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον κυβισμό και τον φωβισμό, επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τον Ντεγκά και τον Μανέ, κυρίως στην απεικόνιση αστικών σκηνών.
Ήδη από το 1910 αναζητούσε την αναγνώριση, εκθέτοντας τα έργα του σε διάφορες εκδηλώσεις της Νέας Υόρκης. Το 1920 ήταν η πρώτη φορά που εξέθεσε μόνος του τα έργα του και, παρόλο που δεν πουλήθηκε τίποτα, ήταν κομβικό σημείο για την καριέρα του. Λίγα χρόνια αργότερα, σημείωσε την πρώτη μεγάλη επιτυχία του, πουλώντας όλα τα έργα που είχε εκθέσει. Η έκθεση αυτή στην γκαλερί Frank K. M. Rehn της Νέας Υόρκης χαρακτηρίστηκε για τον ίδιο μεγάλη εμπορική επιτυχία. Άλλη μια μεγάλη επιτυχία τον περίμενε το 1930, όπου το έργο του “House by the Railroad”, ήταν το πρώτο που αγοράστηκε για τις εκθέσεις στο νέο μουσείου σύγχρονης τέχνης.
Αυτό που χαρακτηρίζει τα έργα του είναι η επιλογή σκηνών από τη σύγχρονη καθημερινή ζωή και χαρακτηρίζονται από μυστήριο και μοναξιά όπως φαίνεται και στο “nighthawks”. Επίσης, χαρακτηριστική είναι η παρουσία μίας ή περισσότερων μορφών που δεν σχετίζονται μεταξύ τους. Οι άνθρωποι αυτοί σπάνια απεικονίζονται στο σπίτι τους, αλλά κυρίως σε θέατρα, ξενοδοχεία ή εστιατόρια.
Ο Hopper γνώρισε την επιτυχία που επιθυμούσε, τα έργα του συνέχισαν να εκτίθενται για πολλές δεκαετίες και είχε εκπροσωπήσει τις Η.Π.Α. στην Biennale. Παρά το γεγονός ότι σύντομα ο εξπρεσιονισμός κατέλαβε τον χώρο της τέχνης, η τέχνη του συνέχιζε να επηρεάζει και τα έργα του συνέχισαν να υπενθυμίζουν την απομόνωση της προπολεμικής Αμερικής. Το “nighthawks”, λοιπόν, δεν τον καθιέρωσε τυχαία, καθώς είναι χαρακτηριστικό ότι πουλήθηκε για 3000 δολάρια λίγους μήνες μετά την έκθεσή του και έκτοτε βρίσκεται στο Art institute του Chicago.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Nighthawks, 1942 by Edward Hopper, edwardhopper.net, Διαθέσιμο εδώ
- The story behind Edward Hoppers nighthawks, rhodescontemporaryart.com, Διαθέσιμο εδώ
- Edward Hopper (1882–1967), metmuseum.org, Διαθέσιμο εδώ