Της Στέλλας Κίζυλη,
Τα εγκλήματα, όπως αυτά προβλέπονται στον Ποινικό Κώδικα, διακρίνονται σε κατηγορίες ανάλογα με το έννομο αγαθό, το οποίο προσβάλλεται από την τέλεσή τους. Έτσι, ένα μέρος της ποινικής νομοθεσίας είναι αφιερωμένο στα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, ακριβώς γιατί το έννομο αγαθό, το οποίο προσβάλλεται από την τέλεσή τους είναι η ιδιοκτησία. Η τελευταία δεν νοείται τόσο με την «αυστηρή» έννοια της κυριότητας, δηλαδή της νομικής σχέσης, η οποία συνδέει τον κύριο με το πράγμα, το οποίο μπορεί να διαθέτει κατ’ αρέσκειαν, όσο με την ευρύτερη έννοια της περιουσίας. Περαιτέρω, τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας διακρίνονται σε εγκλήματα ιδιοποίησης και εγκλήματα φθοράς.
Χαρακτηριστικό είναι ότι, ενώ στα εγκλήματα ιδιοποίησης, όπως για παράδειγμα η κλοπή, η υπεξαίρεση και η ληστεία, η προσβολή λαμβάνει χώρα μέσω της αποστέρησης- απομάκρυνσης του πράγματος από τον κύριο, στα εγκλήματα φθοράς, η προσβολή λαμβάνει χώρα μέσω της αλλοίωσης της υλικής υπόστασης του πράγματος. Ειδικότερα, το αδίκημα της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 378 ΠΚ, πραγματώνεται, όταν βλάπτεται, αλλοιώνεται ή καταστρέφεται ξένο πράγμα. Ξένο πράγμα νοείται κάθε ενσώματο αντικείμενο, κινητό ή ακίνητο, το οποίο ανήκει σε πρόσωπο διαφορετικό από τον δράστη. Αξίζει, στο σημείο αυτό, να επισημανθεί ότι αντικείμενο του εγκλήματος μπορεί να αποτελέσει και κοινόχρηστο πράγμα, γιατί ανήκει σε κάποιον, ενώ σε καμία περίπτωση δε μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο φθοράς αδέσποτο πράγμα.
Το έγκλημα της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας ανήκει στα λεγόμενα υπαλλακτικώς μικτά εγκλήματα, αφού αφενός είναι δυνατόν να τελεστεί, σύμφωνα με το νόμο, με περισσότερους τρόπους και αφετέρου με όσους τρόπους και αν τελεστεί, στοιχειοθετείται ένα μόνο έγκλημα. Πιο συγκεκριμένα, για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, απαιτείται καταστροφή, βλάβη ή οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία καθιστά ανέφικτη τη χρήση του πράγματος. Με την έννοια της καταστροφής νοείται τέτοια επέμβαση πάνω στο πράγμα, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβολή προς το χειρότερο της υλικής του σύνθεσης και κατ’ επέκταση τη μείωση της αξίας του.
Από την άλλη, η βλάβη αναφέρεται σε τέτοια επέμβαση πάνω στο πράγμα, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την αλλοίωση ή και τη διακοπή της λειτουργίας του. Στη βλάβη είναι απαραίτητο, να παρεμποδισθεί η ορθή και συνήθης λειτουργία του πράγματος, η οποία επιτυγχάνεται με παρέμβαση στη χημική ή μηχανική του σύνθεση. Ωστόσο, επειδή, ως γνωστόν, η βλάβη επιδέχεται επισκευή ή αποκατάσταση, θεωρείται ότι δεν υφίσταται βλάβη, αν η επισκευή είναι ανέξοδη και χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Δεν ισχύει το ίδιο φυσικά, αν η βλάβη ήταν τέτοιας έκτασης και βαρύτητας που να εξισώνεται με καταστροφή του πράγματος. Τέλος, η φθορά ξένης ιδιοκτησίας μπορεί να στοιχειοθετηθεί και όταν ο δράστης καθιστά ανέφικτη τη χρήση του πράγματος τόσο για τον ιδιοκτήτη όσο και για τον ίδιο. Απαραίτητο είναι, δηλαδή, το πράγμα να περιέλθει σε κατάσταση τέτοια, που να μην προορίζεται, πλέον, για τον συνήθη σκοπό χρήσης του.
Όσον αφορά στην υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, δηλαδή το βουλητικό στοιχείο, το οποίο πρέπει να καλύπτει την τέλεσή του, απαραίτητο είναι να υπάρχει δόλος, έστω και ενδεχόμενος. Από αυτό συνάγουμε ότι το έγκλημα δεν τιμωρείται, όταν τελείται από αμέλεια. Ειδικότερα, ο δράστης πρέπει να γνωρίζει, έστω και ως πιθανό, ότι βλάπτει, καταστρέφει ή σε κάθε περίπτωση αλλοιώνει ξένο πράγμα και τουλάχιστον να το αποδέχεται. Η άγνοια οποιουδήποτε στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης αρκεί για τη στοιχειοθέτηση πραγματικής πλάνης και κατά συνέπεια τον αποκλεισμό του δόλου. Κατά μία άποψη, ο άδικος χαρακτήρας του εγκλήματος αίρεται και στην περίπτωση της συναίνεσης του παθόντος. Δεδομένου, μάλιστα, ότι αυτή λειτουργεί ως συγκατάθεση και ο παθών- ιδιοκτήτης συναινεί στην καταστροφή ή τη βλάβη του δικού του πράγματος, δεν υφίσταται πια προστατευόμενο έννομο αγαθό.
Αποτελεί, ακόμη, συχνό φαινόμενο το έγκλημα της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας να συρρέει με άλλα συναφή εγκλήματα, τα οποία στρέφονται και αυτά κατά της ιδιοκτησίας. Έτσι, όταν η φθορά προηγείται της κλοπής και δη όταν αποτελεί αναγκαίο μέσο για την τέλεσή της, η συρροή είναι φαινομενική και η η πρώτη απορροφάται από τη δεύτερη ως συντιμωρητή προγενέστερη πράξη. Αντίθετα, όταν προηγείται η κλοπή και έπεται η φθορά, η τελευταία απορροφάται από την πρώτη ως συντιμωρητή υστέρα πράξη. Τέλος, η ποινή διαβαθμίζεται ανάλογα με τη βαρύτητα του εγκλήματος και ιδίως την αξία του αντικειμένου και διακρίνουμε περαιτέρω στις διακεκριμένες και προνομιούχες μορφές φθοράς.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Νικόλαος Μπιτζιλέκης, Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2020