Της Γεωργίας Καρυώτη,
Είναι πολύ ενδιαφέρων ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε την έννοια του χρόνου, πώς την ορίζουμε και την οριοθετούμε. Είναι, επίσης, ενδιαφέρον το πόσο γρήγορα νιώθουμε ότι ο καιρός περνάει όταν αναπολούμε το παρελθόν. Ο καθορισμός των ορίων του χρόνου, πέρα από τις φυσικές συνθήκες, πάντοτε «εξαρτιόταν» και από τις κοινωνικές ανάγκες οδηγώντας, τελικά, στο σημερινό ημερολόγιó μας. Το παράδοξο, όμως, παρατηρώντας το σύγχρονο ρυθμό των εποχών είναι ότι ο χρόνος, πλέον, «ρυθμίζεται» σχεδόν απόλυτα από τις οικονομικές ανάγκες και αντί ο χρόνος να «αλλάζει», τα είδη προϊόντων των πωλήσεων στα ράφια των πολυκαταστημάτων, συμβαίνει ακριβώς το αντίστροφο.
Ο χρόνος «αλλάζει» σαν τα φιλμ στα «κλιπάκια» των διαφημίσεων και των εμπορικών πρακτικών. Οι υπεύθυνοι του marketing λειτουργούν σαν τους «ιθύνοντες του χρόνου» και οι υπάλληλοι των καταστημάτων σαν τους «δείκτες του ρολογιού», αλλάζοντας προγραμματισμένα τον ρυθμό εναλλαγής των προϊόντων. Από καλοκαιρινές ομπρέλες, πολύχρωμα φουσκωτά και μαγιό σε τρομακτικές κολοκύθες, νεκροκεφαλές και πλαστικούς ιστούς αράχνης και έπειτα, χωρίς καν να έρθει ο χειμώνας, σε κόκκινα σκουφάκια, στολίδια και γκι. Σαν να μην υπάρχει ενδιάμεση περίοδος, σαν να μην επιτρέπεται να μην περιμένουμε κάτι, σαν να πρέπει πάντα να αναμένουμε μια μελλοντική περίοδο για να αντέχουμε την τωρινή. Και όχι, δεν θα συζητήσουμε για το παρόν και τις «κλισέ» ατάκες του στυλ «πρέπει να ζεις το τώρα» απλώς πρόκειται για έναν προβληματισμό σχετικά με το πόσο γρήγορα διαδέχονται η μία εποχή την άλλη ή τουλάχιστον, το πώς παρουσιάζεται από τον κόσμο του εμπορίου αυτή η μετάβαση. Περνάμε δίπλα από θεματικές βιτρίνες, οι οποίες λειτουργούν σαν ένα ξυπνητήρι «τρέξε δεν θα προλάβεις, έφθασε ο καιρός» και ας έχεις ακόμα έναν μήνα για τα Χριστούγεννα.
Από την άλλη πλευρά, δεν μπορώ να πω πως δεν είναι όμορφα τα λαμπάκια και το κλίμα των Χριστουγέννων ή όποια άλλη εποχή. Το αντίθετο, μάλιστα. Επίσης, αντιλαμβάνομαι ότι κάθε εορταστικό πνεύμα και οποιαδήποτε άλλη περίοδος χαλάρωσης «βοηθάει» πολλούς ανθρώπους να ξεφύγουν από τη ρουτίνα τους, προσφέροντας τους διάφορες νότες χαράς. Πιθανώς, η συναισθηματική επένδυση προς τις «πρώιμες εμπειρίες» αυτών των περιόδων θα μπορούσε να εξηγήσει αυτή τη μεγάλη προσμονή της έναρξης τους. Το πρόβλημα είναι αυτή η «εμπορική κουλτούρα» της σηματοδότησης συγκεκριμένων εποχών και η «απαξίωση» των ενδιάμεσων περιόδων, λόγω της — μη κερδοφόρας — εκμετάλλευσης τους. Ο χρόνος «εγκλωβίζεται» σε ένα συγκεκριμένο και πεπερασμένο πρόγραμμα χρονικών και κατ’ επέκταση οικονομικών επιταγών, όπου η κάθε εποχή «ταυτίζεται» με ένα χρώμα, ένα συναίσθημα και έναν ανάλογο τρόπο συμπεριφοράς. Η συνεχής αλλαγή θεματικών περιόδων «δημιουργεί» και «ενισχύει» την πεποίθηση ότι ο καιρός περνάει γρήγορα, δίχως να το καταλάβεις, τοποθετώντας τις συνειδήσεις, είτε άδηλα είτε έκδηλα, σε μια διαρκή κατάσταση έντασης και άγχους που θα μπορούσε συνδυαστικά να επηρεάσει και τους υπόλοιπους τομείς της καθημερινότητας τους.
Το ζητούμενο είναι να μπορεί ο καθένας να προγραμματίζει το δικό του προσωπικό χρονοδιάγραμμα με βάση τις δικές του ανάγκες, χωρίς να χρειάζεται να ακολουθεί «ταχύτατες» εναλλαγές, οι οποίες πολλές φορές δεν «ανταποκρίνονται» και στον πραγματικό χρόνο. Αυτή, λοιπόν, η παρεμβατική αλλαγή της έννοιας του χρόνου μπορεί κάποιες φορές να «δημιουργεί» μια σχετικά «διαστρεβλωμένη» αίσθηση του ίδιου, οδηγώντας τελικά στο ερώτημα «πώς πέρασε ο καιρός;».