Του Δημήτρη Τσελίκα,
Ολοκληρώνουμε με το παρόν άρθρο τον βίο του Θεμιστοκλή (τον οποίο προηγουμένως καλύψαμε εδώ, εδώ, εδώ, εδώ, εδώ κι εδώ). Είδαμε τα νεανικά του χρόνια, την ενασχόληση με την πολιτική, τους θριάμβους που πέτυχε σε Αρτεμίσιο και Σαλαμίνα και τις τιμές αλλά και τον φθόνο που έλαβε μετά από αυτά.
Δυστυχώς, σταδιακά άρχισαν και οι ίδιοι του οι συμπολίτες να τον φθονούν. Ο ίδιος ο Θεμιστοκλής μάλιστα έλεγε για τους Αθηναίους ότι «τους ενοχλεί να τους ευεργετεί ο ίδιος άνθρωπος πολλές φορές». Έτσι, επειδή φοβούνταν τη συνεχώς αυξανόμενη πολιτική του δύναμη, τον εξοστράκισαν το 471 π.Χ. Ο Θεμιστοκλής κατέφυγε στο Άργος, όμως κι εκεί συνέχισαν να τον κυνηγούν. Τα όσα συνέβησαν με τον Παυσανία εκείνη την περίοδο (θα αναφερθούμε αναλυτικότερα για αυτά στον επικείμενο Βίο Παυσανίου) οδήγησαν τους Σπαρτιάτες να κατηγορήσουν για προδοσία και τον Θεμιστοκλή, αφού οι δύο άνδρες ήταν φίλοι και είχαν επικοινωνία. Ο Θεμιστοκλής, μακριά ων, απαντούσε στις κατηγορίες με επιστολές, αλλά τελικά δεν έπεισε τους Αθηναίους, οι οποίοι έστειλαν ανθρώπους με εντολή να τον πιάσουν και να τον πάνε εκεί ώστε να δικαστεί σε κοινό συνέδριο των Ελλήνων.
Από το Άργος, ο Θεμιστοκλής κατέφυγε στην Κέρκυρα, την οποία είχε στο παρελθόν ευεργετήσει, και από εκεί στην Ήπειρο, όπου κατέφυγε ικέτης στον βασιλιά των Μολοσσών Άδμητο. Λίγο μετά, πήγαν στην Ήπειρο και η γυναίκα του με τα παιδιά του. Ούτε εκεί όμως έκατσε πολύ, αφού δεν είχαν σταματήσει να τον κυνηγούν. Έτσι, πέρασε στην Μικρά Ασία και κατέφυγε στην Περσία, στην αυλή του βασιλιά Αρταξέρξη (γιου του Ξέρξη). Αξίζει να αναφέρουμε το πώς μηχανεύτηκε ο Θεμιστοκλής να πάει στην Περσία. Όταν έφτασε στην Μικρά Ασία, πήγε στις Αιγές, μια αιολική πόλη, όπου τον φιλοξένησε ο Νικογένης, ένας παλαιός του φίλος, πλούσιος και με ισχυρές γνωριμίες. Ένα βράδυ, όπως κοιμόταν ο Θεμιστοκλής, είδε το εξής όνειρο: ένα μεγάλο φίδι τυλιγόταν γύρω από την κοιλιά του και σερνόταν προς τον λαιμό του· έπειτα, το φίδι, μόλις του άγγιξε το πρόσωπο, έγινε αετός που τον αγκάλιασε με τις φτερούγες του. Τον σήκωσε και τον έφερε μακριά, κι εκεί φάνηκε ένα χρυσό ραβδί σαν αυτά που έχουν οι κήρυκες, και τον έστησε σταθερά πάνω σ᾽ αυτό· τότε αισθάνθηκε πως λυτρώθηκε από την τρομερή αγωνία και την ταραχή που τον είχαν κυριεύσει. Για να δραπετεύσει από τις Αιγές, λοιπόν, ο Θεμιστοκλής μπήκε σε ένα αμάξι σαν αυτά που είχαν οι Πέρσες για να μεταφέρουν τις γυναίκες τους, κλειστό ολόγυρα με σκηνές και παραπετάσματα για να μην φαίνονται (λόγω της άγριας και ανυπόφορης ζηλοτυπίας τους). Σε όσους συναντούσαν στο δρόμο και ρωτούσαν τι κουβαλούν, απαντούσαν πως οδηγούν μια Ελληνίδα κοπέλα από την Ιωνία προς κάποιον αυλικό του βασιλιά.
Κρατώντας μυστική από όλους την ταυτότητά του, ο Θεμιστοκλής βρέθηκε μπροστά στον Αρταξέρξη και του είπε ποιος είναι και τον λόγο που βρίσκεται εκεί. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, από την άλλη, ο Θεμιστοκλής έστειλε επιστολή στον Αρταξέρξη που έλεγε τα εξής: «Ο Θεμιστοκλής έρχομαι προς εσένα, εγώ ο οποίος έβλαψα περισσότερο από κάθε άλλον Έλληνα τον οίκο σου όσον καιρό ήμουν αναγκασμένος ν᾽ αμύνομαι εναντίον του πατέρα σου, αλλά και τον ευεργέτησα περισσότερο από κάθε άλλον Έλληνα όταν άρχισε να υποχωρεί και βρέθηκε σ᾽ επικίνδυνη θέση, ενώ εγώ ήμουν ασφαλής. Μου χρωστάτε χάρη (επειδή είχε προειδοποιήσει από την Σαλαμίνα τον Ξέρξη να φύγει και είχε εμποδίσει στη συνέχεια να καταστραφούν οι γέφυρες του Ελλησπόντου), και τώρα μπορώ πολλά να προσφέρω και έρχομαι τώρα προς εσένα καταδιωγμένος απ᾽ τους Έλληνες εξαιτίας της φιλίας που σου έχω. Θα ήθελα, μετά από έναν χρόνο, να παρουσιαστώ να σου εξηγήσω ο ίδιος για ποιόν σκοπό ήρθα.». Ο Αρταξέρξης θαύμασε την τόλμη του και του έδωσε το περιθώριο του ενός χρόνου που ζητούσε. Μάλιστα, ευχήθηκε πάντα οι θεοί να δίνουν στους εχθρούς του τέτοια μυαλά, για να διώχνουν από την πατρίδα τους τους άριστους. Τόσο πολύ χάρηκε ο Αρταξέρξης που είχε τον Θεμιστοκλή, ώστε το βράδυ που κοιμόταν φώναξε τρεις φορές «Έχω τον Θεμιστοκλή τον Αθηναίο!».
Αφού ο Θεμιστοκλής έμαθε την γλώσσα και εξοικειώθηκε με τα έθιμα, έχαιρε μεγάλης εμπιστοσύνης από τον βασιλιά. Ο Αρταξέρξης, μάλιστα, του παραχώρησε τα εισοδήματα τριών πόλεων, της Λαμψάκου, της Μυούντας και της Μαγνησίας, ως εισόδημα. Δεν ήταν όμως όλα ρόδινα για τον Θεμιστοκλή. Είχε γίνει στόχος δολοφονικών επιθέσεων από τους βαρβάρους. Μία φορά, ο Επιξύης, σατράπης της άνω Φρυγίας, μαζί με μερικούς Πισίδες, του είχαν στήσει ενέδρα στην κωμόπολη Λεοντοκέφαλο. Το μεσημέρι όμως, την ώρα που ο Θεμιστοκλής κοιμόταν, φάνηκε στον ύπνο του η Μητέρα των Θεών και του είπε: «Θεμιστοκλή, μακριά από λιονταριών κεφάλι, για να μην πέσεις στο στόμα λιονταριού. Κι εγώ για πληρωμή μου σου ζητώ ως ιέρεια την κόρη σου τη Μνησιπτολέμα». Ο Θεμιστοκλής προσευχήθηκε στη θεά και προχώρησε μην πηγαίνοντας από τον κεντρικό δρόμο αλλά κάνοντας τον γύρο. Το βράδυ σταμάτησε να ξεκουραστεί, κι εκεί, επειδή ένα από τα υποζύγια που κουβαλούσαν τη σκηνή έπεσε στο ποτάμι, οι υπηρέτες του την άπλωσαν να στεγνώσει. Οι Πισίδες στο μεταξύ με τα σπαθιά στα χέρια έτρεχαν με ορμή προς τα εκεί και, όταν είδαν τα παραπετάσματα που στέγνωναν, χωρίς να μπορούν να διακρίνουν καλά κάτω από το φως της σελήνης, νόμισαν πως είναι η σκηνή του Θεμιστοκλή. Όταν όμως έφτασαν κοντά και σήκωσαν το παραπέτασμα, πέφτουν επάνω τους οι άνθρωποι του Θεμιστοκλή που τους παραμόνευαν και τους πιάνουν. Έτσι, ο Θεμιστοκλής ξέφυγε τον κίνδυνο και θαύμασε το φανέρωμα της θεάς. Της έχτισε ναό στη Μαγνησία με την επωνυμία της Δινδυμήνης και της έδωσε ως ιέρεια τη θυγατέρα του Μνησιπτολέμα.
Το 461 π.Χ., ο Αρταξέρξης κάλεσε τον Θεμιστοκλή και του ανέθεσε την αρχηγία του περσικού στόλου με την εντολή να ναυμαχήσει ενάντια στον ελληνικό, που με τον Κίμωνα αρχηγό έσπευδε να βοηθήσει τους επαναστατημένους Έλληνες της Αιγύπτου. Τότε, επειδή ο Θεμιστοκλής δεν ήθελε να πολεμήσει εναντίον των Ελλήνων, αλλά δεν ήθελε να φανεί και αγνώμων προς τον Αρταξέρξη, επέλεξε την αυτοκτονία. Προσεύχεται, αποχαιρετά τους φίλους του και πίνει αίμα ταύρου – ή κάποιο άλλο δηλητήριο, αφήνοντας την τελευταία του πνοή σε ηλικία 65 ετών. Ο Αρταξέρξης θαύμασε την αξιοπρέπεια του ανδρός, και φέρθηκε με ευμένεια στους συγγενείς και στους απογόνους του. Στην αρχή ετάφη εκεί, στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, αλλά αργότερα οι συγγενείς του τον μετέφεραν στην Ελλάδα και τον έθαψαν στην είσοδο του λιμένος του Πειραιώς.
Αυτή ήταν η ζωή του Θεμιστοκλή, του γίγαντα της Σαλαμίνας. Ήταν, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, ένας άνθρωπος με μεγάλα φυσικά χαρίσματα και άξιος θαυμασμού. Χάρη στην έμφυτη οξυδέρκειά του μπορούσε να κρίνει ταχύτατα ποια ήταν η καλύτερη λύση για ένα ζήτημα και να προβλέπει το τι επρόκειτο να συμβεί. Μπορούσε να εξηγεί καθαρά τις υποθέσεις που διαχειριζόταν, αλλά ακόμα και αν δεν ήξερε ένα ζήτημα, ήταν πάντοτε σε θέση να εκφέρει μια σωστή κρίση. Ένας άριστος ανήρ, ο οποίος έσωσε την Ελλάδα λόγω της επιμονής του να ναυμαχήσουν στη Σαλαμίνα, ευεργέτησε την πόλη του την Αθήνα καθιστώντας την υπερδύναμη στον χώρο της Μεσογείου και θέτοντας τις βάσεις για την μετέπειτα κυριαρχία της, αλλά υπήρξε θύμα της γνωστής ελληνικής αχαριστίας που τόσους και τόσους κυνήγησε. Του οφείλουμε αιώνιο σεβασμό και ευγνωμοσύνη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κων. Παπαρρηγόπουλος, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμος 2, Αθήνα: Εκδόσεις Λυμπέρη – Εκδόσεις Οξύ.
- Πλεύρης, Κ. (2012), Οι βάρβαροι (Αναφορά στα Ελληνοπερσικά), Αθήνα: Εκδόσεις Ήλεκτρον.
- Ηρόδοτος Αλικαρνασσεύς, Ιστοριών Η’ – Ουρανία (2012), μτφρ. Τζαφερόπουλος Α., Αθήνα: Βιβλιοθήκη Των Ελλήνων – Γεωργιάδης.
- Biographies – Οι μεγάλοι όλων των εποχών, τόμος 1: Αρχαιότητα, Αθήνα: Εκδόσεις Δομή Α.Ε.
- Θεμιστοκλής: Η μεγαλύτερη ιδιοφυΐα της αρχαιότητας, ekivolos.gr, Διαθέσιμο εδώ
- Themistocles, worldhistory.org, Διαθέσιμο εδώ
- Themistocles: Champion of Athenian Sea Power, usni.org, Διαθέσιμο εδώ
- Themistocles, livius.org, Διαθέσιμο εδώ
- Themistocles, pbs.org, Διαθέσιμο εδώ