Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (Α.Ε.Π.) αποτελεί ένα από τα βασικότερα μακροοικονομικά μεγέθη, καθώς δείχνει τις συνολικές δαπάνες/εισόδημα/παραγωγή μια οικονομίας. Βλέποντας το Α.Ε.Π. μια χώρας μπορούμε να αντιληφθούμε, εν μέρει, το μέγεθος της οικονομίας σε μια χρονική περίοδο και να διεξάγουμε μια σύγκριση με άλλες οικονομίες, χωρίς, βέβαια, να μπορούμε να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα, εξετάζοντας αποκλειστικά αυτό το μέτρο.
Μια παρανόηση που παρατηρείται συχνά είναι πως η μεταβολή του Α.Ε.Π. μέσα στον χρόνο μάς δείχνει την ανάπτυξη που σημειώνει μια οικονομία. Όμως, η μεταβολή του Α.Ε.Π. μάς δείχνει το ύψος της μεγέθυνσης ή της συρρίκνωσης που μπορεί να έχει υποστεί μια οικονομία μέσα σε μια χρονική περίοδο. Η οικονομική ανάπτυξη, αντίστοιχα, αποτελεί ένα ποιοτικό μέγεθος (όχι ένα ποσοτικό όπως είναι το Α.Ε.Π. και η οικονομική μεγέθυνση/συρρίκνωση), το οποίο, ουσιαστικά, αφορά τι δυνατότητες ικανοποίησης των ατομικών και κοινωνικών αναγκών. Η οικονομική ανάπτυξη απαιτεί την ύπαρξη της οικονομικής μεγέθυνσης, αλλά δεν ισχύει το αντίστροφο, καθώς παρεμβατικές πολιτικές που μπορεί να επιφέρουν οικονομική μεγέθυνση, μπορεί, παράλληλα, να εμποδίσουν τη δυνητική ανάπτυξη της οικονομίας.
Αφού ξεκαθαρίσαμε τη διαφορά της οικονομικής μεγέθυνσης και της ανάπτυξη, τώρα θα εντάξουμε τον παράγοντα «εξωτερικότητα». Ο όρος αυτός μπορεί να έχει είτε θετικό είτε αρνητικό πρόσημο και αναφέρεται, ουσιαστικά, σε εξωτερικές (αφανείς) επιδράσεις μπορεί να έχει μια επιχειρηματική, παραγωγική ή καταναλωτική επιλογή/ενέργεια. Το κόστος και τα οφέλη μπορεί να είναι ιδιωτικά —για ένα άτομο ή έναν οργανισμό— ή κοινωνικά και, κυρίως, επηρεάζουν μια τρίτη οντότητα, που δεν έχει άμεση σχέση με την οικονομική δραστηριότητα ή την κατανάλωση του εκάστοτε αγαθού ή υπηρεσίας. Επίσης, ο εξωτερικός αντίκτυπος δεν αποτυπώνεται στην τιμή του αγαθού ή της υπηρεσίας. Έτσι, παρουσιάζεται έμμεσα μια μη αναλογική μεταβολή στο κέρδος/ απώλεια της οικονομικής οντότητας (που έχει άμεση συμμετοχή) με το συνολικό κέρδος/ απώλεια στην κοινωνία.
Κλασικό παράδειγμα (αρνητικής) εξωτερικότητας αποτελεί η παραγωγή αποβλήτων και η εκπομπή ρύπων κατά τη βιομηχανική παραγωγή ενός προϊόντος ή και, εν γένει, την κατανάλωση καυσίμων και μη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Μπορεί η (υπερ)εκμετάλλευση των ορυκτών πόρων και των παραγώγων τους να επιφέρουν σημαντικά κέρδη στην εταιρεία που τα αξιοποιεί και, κατ’ επέκταση, να ενισχύει τη συνολική οικονομική μεγέθυνση της χώρας και να αυξάνει τα δημοσιονομικά έσοδα, αλλά, συνολικά στην κοινωνία, μπορεί να προκαλεί απώλειες (λόγω του περιβαλλοντικού αντίκτυπου). Επίσης, η αξιοθαύμαστη «έκρηξη» του πληθυσμού, της παραγωγής και των εισοδημάτων από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα βασίστηκε, εν μέρει, στην υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων του πλανήτη, με τις επιπτώσεις να παρουσιάζονται στο σήμερα. Αποδείχθηκε, δηλαδή, πως η ανάπτυξη που είχε σημειωθεί στο παρελθόν δεν ήταν σε μεγάλο βαθμό βιώσιμη. Σε αυτές τις περιπτώσεις, λοιπόν, το να εξετάσουμε αποκλειστικά τον δείκτη του Α.Ε.Π. θα μας οδηγήσει σίγουρα σε λανθασμένα συμπεράσματα.
Στον αντίποδα, βέβαια, υπάρχουν και οι θετικές εξωτερικότητες, οι οποίες μπορεί, για παράδειγμα, να προέρχονται από την ανάπτυξη μιας τεχνολογίας και από την παραγωγή καινοτομιών (π.χ. στον υγειονομικό τομέα), καθώς όχι μόνο δημιουργούν ή ενισχύουν τα κέρδη του επιχειρηματία ή της εταιρείας, αλλά προκαλούν οφέλη και στην κοινωνία συνολικά. Είναι χαρακτηριστικό πως η εξέλιξη της τεχνολογίας αποτελεί τον βασικότερο παράγοντα απελευθέρωσης οικονομικών πόρων, διευκόλυνσης της καθημερινότητας των ατόμων και αύξησης του βιοτικού επιπέδου.
Οι (αρνητικές κυρίως) εξωτερικότητες αποτελούν, μάλιστα, ένα πεδίο διαμάχης των οικονομολόγων. Από τη μία, κάποιοι υποστηρίζουν πως αποτελούν αδυναμίες της αγοράς, καθώς δεν μπορεί να τις εξαλείψει ή να τις περιορίσει και, συνεπώς, απαιτείται η παρέμβαση του κράτους. Από την άλλη, υπάρχουν και αυτοί που υποστηρίζουν πως η ίδια η παρέμβαση του κράτους μπορεί να προκαλεί εξωτερικότητες ή να επιδεινώνει τις ήδη υπάρχουσες.
Καταλήγουμε, λοιπόν, πως για να εξετάσουμε την οικονομική ανάπτυξη που καταγράφει μια οικονομία, ο δείκτης του Α.Ε.Π. δεν αρκεί. Χρειάζεται να εξεταστεί, επίσης, το μέγεθος του «εθνικού εισοδήματος», το οποίο ισούται με το Α.Ε.Π. (δηλαδή τη συνολική παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών μέσα σε μια χρονική διάρκεια και μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή) μείον το κόστος από την απόσβεση του κεφαλαίου πλέον ή μείον τα καθαρά κέρδη του κεφαλαίου και της εργασίας που εισπράττονται ή καταβάλλονται από τις λοιπές οικονομικές οντότητες, σε συνδυασμό με άλλους ειδικούς, δεσμευτικούς δείκτες (π.χ. περιβαλλοντικούς), ώστε να αναλύσουμε το συνολικό αποτύπωμα, αλλά και πώς αυτά κατανέμονται σε διάφορες υποομάδες και περιοχές στην κοινωνία. Να υπενθυμίσουμε πως, στις περισσότερες περιπτώσεις, άλλος δημιουργεί τις αρνητικές εξωτερικότητες και άλλος επωμίζεται τις επιπτώσεις της. Αυτά, βέβαια, αποτελούν δύσκολες και περίπλοκες διαδικασίες και είναι αρκετά εύκολο να υποπέσουμε σε μεροληψίες και λάθη κατά την προσπάθεια της εκτίμησής τους.