Της Αναστασίας Χατζηιωαννίδου,
Στον επίλογο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου – ή, κατ’ άλλους, στην περίοδο που έθρεψε στον κόρφο της το αυγό του φιδιού – το μέχρι τότε πολυπολικό σύστημα ισορροπίας δυνάμεων που εγκαθίδρυσε το καθεστώς της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας, παρά την αδιαμφισβήτητη συμβολή του στη διατήρηση της ειρήνης επί σχεδόν έναν αιώνα, είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί. Ως το επισφράγισμα σε μια πρωτόγνωρη για τα διεθνή ειωθότα εμπειρία, όπως ήταν ο Μεγάλος Πόλεμος, η Συνθήκη των Βερσαλλιών μνημονεύεται διαχρονικά ως το κλασσικό παράδειγμα μιας «ειρήνης των νικητών», μιας ειρήνης, όπως απέδειξε οδυνηρά ο ιστορικός ρους, εξαιρετικά επισφαλούς, τρόπον τινά εύφλεκτης, μιας ειρήνης που, εν τέλει, δε δικαίωσε το ίδιο το όνομά της. Φωτεινή εξαίρεση στο ρεβανσιστικό πνεύμα των διατάξεων της Συνθήκης, που την καθιστούσε τόσο ευεπίφορη σε κάθε μορφής αναθεωρητισμούς, αποτέλεσε η συμβολή του τότε Αμερικανού Προέδρου Γούντροου Ουίλσον: μεταξύ άλλων, ήταν οι δικές του άοκνες προσπάθειες κατά την περίοδο των διαπραγματεύσεων για το περιεχόμενο της Συνθήκης των Βερσαλλιών – στις οποίες δεν κλήθηκε καν να συμμετάσχει η ηττημένη Γερμανία – που οδήγησαν σε ένα από τα ελάχιστα σημεία για τα οποία η Συνθήκη μνημονεύεται με θετικό πρόσημο: τα πρώτα είκοσι έξι άρθρα της, που αποτέλεσαν το Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών, την επαύριο μιας επιεικώς καταστροφικής παγκόσμιας σύρραξης.
Παρ’όλη την ανακρίβεια που πλαισιώνει τον τρόπο που ο μέσος άνθρωπος την αντιλαμβάνεται ιστορικά, η αλήθεια είναι πως η Κοινωνία των Εθνών δεν αποτέλεσε τον πρώτο διεθνή οργανισμό, ούτε φυσικά τον μοναδικό την εποχή που ιδρύθηκε. Αν και το μόρφωμα των διεθνών οργανισμών βρισκόταν βεβαίως στα σπάργανα, σε μια εποχή όπου ακόμα το κράτος λογιζόταν ως ο κύριος και καθοριστικός παράγοντας του παγκοσμίου γίγνεσθαι, εντούτοις η ανάγκη για εντατικοποίηση της συνεργασίας στο διεθνές πεδίο γινόταν με την πάροδο των ετών όλο και πιο εμφανής: αρχής γενομένης από τη Διεθνή Ένωση Τηλεπικοινωνιών, η ίδρυση της οποίας μας πηγαίνει πίσω στο 1865, τα κράτη αποπειρώνται, όχι δίχως κάποια διστακτικότητα είναι η αλήθεια, να κινηθούν σταδιακά προς την κατεύθυνση της συστηματοποιημένης διεθνούς συνεργασίας υπό την αιγίδα μιας οντότητας με σταθερή και θεσμοθετημένη παρουσία στο διεθνές στερέωμα. Υπό αυτή την άποψη, η ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών, συνιστά όντως μια παγκόσμια πρωτοπορία, καθώς αποτελεί τον πρώτο οικουμενικό διεθνή οργανισμό, πολλώ δε μάλλον έναν οικουμενικό οργανισμό με ένα εξαιρετικά ευρύ πλαίσιο αρμοδιοτήτων.
Έχοντας επί της ουσίας ενσωματώσει τα κεκτημένα των Συνδιασκέψεων της Χάγης (1899 και 1907), η Κοινωνία των Εθνών κατόρθωσε, πράγμα καθόλου δεδομένο για τις αρχές του 20ου αιώνα και τις αντίστοιχες ιστορικές συγκυρίες, να βρει τη θέση της ως διακυβερνητικό φόρουμ με κύριο αντικείμενο την ενθάρρυνση της διακρατικής συνεργασίας προς την κατεύθυνση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Τόσο η φιλόδοξη αυτή προσέγγιση, όσο και ο σεβασμός στην αρχή της ισότητας των κρατών που διείπε τη λειτουργία του νεοφυούς οργανισμού, οδήγησαν στη ραγδαία αύξηση των κρατών – μελών του, τα οποία έφταναν τα εξήντα τρία, έναν εξαιρετικά ελπιδοφόρο αριθμό για τα μέτρα του μεσοπολεμικού διεθνούς γίγνεσθαι, για να μειωθούν σε σαράντα πέντε στο κατώφλι του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1939, όσο οι σκοποί και οι αρχές του σταδιακά απαξιώνονταν, δεδομένης και της ανόδου ολοκληρωτικών καθεστώτων που σφράγισε την εποχή της λειτουργίας της Κοινωνίας των Εθνών.
Γυρίζοντας όμως στο σήμερα, παρά τις δεκαετίες που έχουν περάσει από τη διάλυσή της, το εγχείρημα της Κοινωνίας των Εθνών συνεχίζει να προκαλεί συζητήσεις και αντικρουόμενες απόψεις ως προς την αποτίμηση της συνεισφοράς της κατά την περιορισμένη χρονικά λειτουργία της, αναλόγως με το κέντρο βάρους κάθε θεώρησης: δεν αποτελεί ψέμα ή υπερβολή η άποψη πως η αρχή της ομοφωνίας που χαρακτήριζε τη διαδικασία λήψης αποφάσεων των οργάνων της ΚτΕ αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα για την αποτελεσματικότητά της, αφού επί του πρακτέου παρείχε σε κάθε μέλος το δικαίωμα αρνησικυρίας (πιο γνωστό ως veto), πράγμα που σε πληθώρα περιπτώσεων οδήγησε στην επί της ουσίας αδρανοποίηση του οργανισμού. Αυτή η αδυναμία γιγαντώθηκε σε συνδυασμό με την άνοδο ολοκληρωτικών καθεστώτων σε κράτη–μέλη με σημαίνοντα ρόλο, ως αντικείμενο μικροπολιτικής εκμετάλλευσης σε χέρια ηγετών που επεδίωκαν την ανατροπή του διεθνούς status quo, με καταστροφικές επιπτώσεις στο σύστημα συλλογικής ασφάλειας που φιλοδοξούσε να καθιερώσει η Κοινωνία των Εθνών.
Εντούτοις, θα ήταν αφελές κάποιος να παραγνωρίσει τη συνεισφορά της ΚτΕ στο διεθνές σύστημα, ειδικά ληφθέντων υπόψη των ιστορικών συγκυριών που, συχνότερα απ’ όσο παραδεχόμαστε, λειτούργησε περισσότερο ανασταλτικά παρά ευνοϊκά για τους υψηλούς στόχους που είχε θέσει η έμπνευση του Γούντροου Ουίλσον. Στη σύντομη διάρκεια της ζωής της, η Κοινωνία των Εθνών ασχολήθηκε με πληθώρα ζητημάτων, από την αντιμετώπιση πανδημιών και τη διακίνηση ναρκωτικών, έως την καταπολέμηση του δουλεμπορίου και της καταναγκαστικής πορνείας. Πιο θεαματικές ωστόσο υπήρξαν οι εξελίξεις στον τομέα της προστασίας των μειονοτήτων, με την θέσπιση της δυνατότητας υποβολής παραπόνων εκ μέρους μειονοτήτων που, έστω και με τον πλάγιο τρόπο και την πρώιμη μορφή που θεσμοθετήθηκε, αποτέλεσε ασύλληπτη καινοτομία για τα μέτρα της εποχής των αρχών του περασμένου αιώνα.
Η σημαντικότερη συνεισφορά του συστήματος της Κοινωνίας των Εθνών δεν έγινε ωστόσο αισθητή στη διάρκεια της λειτουργίας της, ούτε φυσικά στα ζοφερά χρόνια που ακολούθησαν την έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που εν πολλοίς, της πιστώνεται άδικα. Αντιθέτως, η πρωτοβουλία της Κοινωνίας των Εθνών, συνιστώντας την πρώτη απόπειρα αμφισβήτησης του κράτους ως απόλυτα κυρίαρχου δρώντα στο διεθνές πεδίο, αποτέλεσε τον καταλυτικό παράγοντα εξοικείωσης των κρατών με τη διεθνή συνεργασία ως λογική αναγκαιότητα της αρμονικής συνύπαρξης και, ως συνισταμένη, κληροδότησε στο, πλέον οικουμενικό, διεθνές σύστημα το πρότυπο πάνω στο οποίο δημιουργήθηκαν και λειτούργησαν οι διεθνείς οργανισμοί που ακολούθησαν. Η επιρροή της Κοινωνίας των Εθνών στα θεμέλια της ίδρυσης των Ηνωμένων Εθνών το 1945 είναι παραπάνω από προφανής, τόσο σε επίπεδο οργανωτικό (οι ομοιότητες μεταξύ των οργάνων των δύο διεθνών οργανισμών είναι επιεικώς εξόφθαλμες) όσο και σε επίπεδο σκοπών και αρχών προς την επίτευξή τους. Η Κοινωνία των Εθνών, θνησιγενής σχεδόν τόσο όσο και η ίδια η Συνθήκη των Βερσαλλιών που αποτέλεσε τη ληξιαρχική πράξη γέννησής της, κατόρθωσε, σε πείσμα των ιστορικών συγκυριών που την γέννησαν να αφήσει μια σπουδαία παρακαταθήκη, στρώνοντας το δρόμο για τη μετάβαση σε μια διεθνή κοινότητα πιο οικουμενική, πιο ώριμη, πιο δημοκρατική. Και αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο.
Γεννηθείσα το 1997 και μεγαλωμένη μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αθήνας, είναι τεταρτοετής φοιτήτρια της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Στη διάρκεια των σπουδών της έχει πάρει μέρος σε αρκετές προσομοιώσεις στα όργανα των Ηνωμένων Εθνών (MUN), καθώς το Διεθνές Δίκαιο αποτελεί τη μεγάλη της επιστημονική αγάπη, όπως επίσης και κύριο ακαδημαϊκό της ενδιαφέρον, μαζί με το Ποινικό Δίκαιο και την Πολιτική Φιλοσοφία.