13.8 C
Athens
Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνία«Βαθιά ριζωμένη»

«Βαθιά ριζωμένη»


Της Μαρίας Σαράφη,

Διανύοντας τον 21ο αιώνα, συνειδητοποιεί κανείς πως πλέον ο άνθρωπος δεν αγαπά και δε σέβεται τη φύση το ίδιο με πριν. Η επέκταση της αστικοποίησης σε αρκετά μεγάλο μέρος της επιφάνειας του πλανήτη, αλλά και οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις, «έφεραν στο φως» νέα επαγγέλματα που τον απομάκρυναν από την άμεση επαφή με τη γη, και «αλλοίωσαν» την αντίληψή του για την αξία του φυσικού περιβάλλοντος, τοποθετώντας στην κορυφή της «πυραμίδας των αξιών» το οικονομικό συμφέρον. Κάθε χρόνο χιλιάδες δέντρα κόβονται με σκοπό να χτιστούν κτήρια ή να χρησιμοποιηθούν για καύσιμα ή ως πρώτη ύλη σε μεγάλα εργοστάσια. H φύση έχει την ικανότητα να «αποκαθιστά» τις δασικές εκτάσεις που έχουν εξαντληθεί. Αυτή η ιδιότητά της ονομάζεται αναδάσωση, όμως εξαιτίας των υψηλών βαθμών αποψίλωσης δεν είναι επαρκής, «επιφέροντας», έτσι αρνητικές επιπτώσεις τόσο στη χλωρίδα όσο και στην πανίδα του πλανήτη. Χιλιάδες είδη εξαφανίζονται, οι κλιματικές συνθήκες μεταβάλλονται και πολλές περιοχές καθίστανται ερημικές. Χιλιάδες οργανισμοί χάνουν για πάντα το ίδιο τους το σπίτι ή ακόμη και την ίδια τους τη ζωή αδυνατώντας να βρουν κάποιο νέο.

Χιλιάδες σκέψεις και ένα συνονθύλευμα ερωτημάτων «κατακλύζουν» το νου μου, «γεννώντας» εικόνες, ίσως, βγαλμένες από κάποιο παραμύθι ή και καλά κρυμμένες σε κάποια ανεξερεύνητη γωνιά του σύμπαντος: Τι κι αν, αντί να κόβονται δέντρα, κατεδαφίζονταν πολυκατοικίες; Τι κι αν πελώρια δέντρα ξεπρόβαλαν από τις τσιμεντένιες γειτονιές και «γκρέμιζαν» για πάντα τους «παγωμένους» τοίχους των κτηρίων; Τι κι αν επιστρέφαμε στον τόπο μας, για να βρούμε μονάχα ένα σπίτι φτιαγμένο από συντρίμμια;

Πηγή Εικόνας: IStock.com/ Φωτογράφος και Δικαιώματα χρήσης: Bulgac.

«Φτάνω στη παλιά μου γειτονιά. Παρκάρω το αυτοκίνητο λίγα τετράγωνα δίπλα από το σπίτι που έμενα πριν δεκαπέντε χρόνια. Θέλω να πάω περπατώντας εκεί. Τα πόδια μου τρέμουν καθώς πλησιάζω και στο στήθος μου «σιγοκαίει» μια φωτιά που δυσκολεύει την αναπνοή μου με τον καπνό της και κάνει τα μάτια μου να τσούζουν από συγκίνηση. Περνάω από τα ίδια στενά που περνούσα κάθε μέρα για χρόνια, αγγίζω τους τοίχους, και χαϊδεύω τα χαμηλά παράθυρα και τις πόρτες από τις πολυκατοικίες, για πρώτη φορά. Όσο περνούσε ο καιρός τα τσιμεντένια κτήρια πολλαπλασιάζονταν και γίνονταν ακόμη πιο ψηλά για να χωρέσουν όσο περισσότερο κόσμο μπορούσαν. Πίσω από τις πολυκατοικίες κρύβεται ο ήλιος και στις γειτονιές «καλύπτει» το γκριζωπό πέπλο του σκότους. Άλλοτε τρέχω, άλλοτε στριφογυρνώ, άλλοτε σκοντάφτω και στα μάτια μου φανερώνονται εικόνες από τα στενάκια που δεν είχα προσέξει τότε.

Αφήνω μια γνωστή μυρωδιά να με οδηγήσει. Εκεί στη γωνία που είναι ακόμη το μαγειρείο της κυρίας Αλεξάνδρας πρέπει να στρίψω, εκεί είναι το σπίτι μου. Εκεί ήταν… Μπροστά μου σαν μπερδεμένες τούφες μαλλιών απλώνονται πελώριες ρίζες. «Ξεπηδάνε» από το έδαφος σχίζοντάς το και «μπήγουν» ξανά τα άκρα τους σε αυτό σχηματίζοντας έτσι επαναλαμβανόμενους κυματισμούς. Δεξιά και αριστερά απομεινάρια πολυκατοικιών που κάποτε κατεδαφίστηκαν. Μια «τσιμεντένια» θάλασσα και κύματα ρίζες. Σηκώνω το κεφάλι μου και με τα μάτια μου ακολουθώ τον κορμό ενός από τα δεκάδες τεράστια δέντρα. Ένα ολόκληρο δάσος είχε «ξεφυτρώσει» κάτω από τις πολυκατοικίες που υπήρχαν εδώ. Ένα ολόκληρο δάσος είχε «ξεφυτρώσει» κάτω από το παλιό μου σπίτι.

Βουτάω μέσα στη «τσιμεντένια» θάλασσα και κολυμπώ ισορροπώντας στα συντρίμμια. Στον τέταρτο περίπου κυματισμό μιας ρίζας, σταματώ και κάθομαι. Σηκώνω και πάλι το κεφάλι. Μπορώ να δω τον ουρανό, οι κορυφές των δέντρων κατευθύνουν το βλέμμα μου. Μόλις το κατεβάζω, καταλαβαίνω. Ακούω πουλιά να κελαηδούν, το φτερούγισμά τους και το θρόισμα των φύλλων. Αισθάνομαι την υγρασία και μυρίζω το βρεγμένο χώμα. Με ένα άγγιγμα νιώθω τον κορμό να «πάλλεται» και τον ανεξήγητο αυτόν παλμό να «εναρμονίζεται» με τους χτύπους της καρδιάς μου. Τα μάτια μου είναι κλειστά ή ανοιχτά; Ανοιχτά πρέπει να είναι, γιατί τώρα βλέπω πως είμαι ένα δάσος ανάμεσα σε χιλιάδες πολυκατοικίες, βλέπω εκείνες που γκρέμισα για να φυτρώσω από το κέντρο, βλέπω τις ρίζες μου σαν κύματα να «ξεχύνονται» στην άσφαλτο. Επιστρέφοντας στον ανθρώπινο εαυτό μου, έρχομαι αντιμέτωπη με τα συντρίμμια και συνειδητοποιώ πως εδώ βρισκόταν κάποτε το σπίτι μου.»


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαρία Σαράφη
Μαρία Σαράφη
Γεννημένη το 2003 και φοιτήτρια του τμήματος Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Ασχολείται με τον αθλητισμό, τη δημιουργική γραφή και την εκμάθηση ξένων γλωσσών. Μελλοντικά θα ήθελε να συνδυάσει, σε ερευνητικό επίπεδο, την αγάπη της για τα ζώα, αλλά και το ενδιαφέρον της για τον τομέα της νευροβιολογίας.