Του Στέλιου Καραγεώργη,
Το πρώτο ιδεολογικό σπέρμα της γερμανικής ενοποίησης εντοπίζεται με το ξέσπασμα της γαλλικής επανάστασης. Η επακόλουθη γαλλική κατοχή και η διάλυση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον Μέγα Ναπολέοντα κάνει αντιληπτή τη δυνατότητα ενοποίησης των εκατοντάδων γερμανικών κρατιδίων. Παράλληλα με τα παραπάνω, αφαιρείται από την Αυστρία η πρωτοκαθεδρία επί των Γερμανών.
Η ίδρυση της Τελωνειακής Ένωσης (Zollverein) το 1834, που είχε σκοπό την κατάργηση των δασμών, με πυρήνα την Πρωσία, απομονώνει έτι περισσότερο την Αυστρία από τα υπόλοιπα γερμανικά κράτη. Μέσα σε 30 χρόνια αναπτύσσεται ένα πυκνό τηλεγραφικό, σιδηροδρομικό και τραπεζικό δίκτυο μεταξύ των μελών του Zollverein. Η Ταχυδρομική Ένωση του 1850 νομιμοποιεί τον διαχωρισμό των Αυστριακών από τους υπόλοιπους Γερμανούς, αποδυναμώνοντας τη θέση των πρώτων στη Γερμανική Συνομοσπονδία, της οποίας προέδρευαν. Το 1863, η Δανία καταλαμβάνει την επαρχία του Σλέσβιχ, στην οποία πλειοψηφούν οι Γερμανοί. Οι αυστροπρωσικές δυνάμεις συμπράττουν νικηφόρα εναντίον των Δανών, με την Πρωσία να αναλαμβάνει τη διοίκηση του Σλέσβιχ και την Αυστρία του Χόλσταϊν.
Τον Ιούνιο του 1866, ο καγκελάριος της Πρωσίας Όττο φον Μπίσμαρκ ξεκινάει την αναδιοργάνωση της Γερμανικής Συνομοσπονδίας, αποκλείοντας την Αυστρία. Οι νότιες περιφέρειες της Σαξονίας, της Έσσης και του Ανόβερου στοιχίζονται μαζί με τους Αυστριακούς εναντίον των Πρώσων στον πόλεμο που ξεσπά. Μετά από δυο εβδομάδες εχθροπραξιών, στη μάχη της Σάντοβα οι αυστριακές δυνάμεις ηττούνται, και στη συνθήκη της Πράγας που ακολουθεί αναγνωρίζεται η ηγεμονία της Πρωσίας επί του γερμανικού έθνους. Παράλληλα, η Πρωσία προσαρτά το Σλέσβιχ και το Χόλσταϊν, μαζί με τις επαρχίες του Ανόβερου, της Έσσης και την πόλη της Φρανκφούρτης, που αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με τη συνθήκη.
Το έτος 1868, ο ισπανικός θρόνος προσφέρεται στη δυναστεία των Χοεντσόλερν της Πρωσίας. Οργισμένος ο Ναπολέων Γ΄ απαιτεί την απόσυρση της προσφοράς και τη δημόσια συγνώμη προς τη Γαλλία. Αντί αυτού, οι Πρώσοι τεχνηέντως επιπλήττουν τον Γάλλο πρέσβη και δημοσιεύουν επιστολές του Ναπολέοντα Γ΄, που αποκάλυπταν ότι εποφθαλμιά το Βέλγιο. Η τελευταία αυτή πράξη στερεί από τους Γάλλους οποιονδήποτε σύμμαχο στον πόλεμο που ξεσπά το 1870 μεταξύ Γαλλίας και Πρωσίας.
Οι νότιες γερμανικές επαρχίες προσχωρούν με ενθουσιασμό στον στρατόπεδο των Πρώσων εναντίον των Γάλλων. Υστέρα από τέσσερις εβδομάδες πολεμικών αναμετρήσεων, και την καθοριστική μάχη του Σεντάν, ο Ναπολέων Γ΄ αιχμαλωτίζεται. Εν τέλει, τον Ιανουάριο του 1871 το Παρίσι παραδίνεται στους Γερμανούς. Με τη Συνθήκη της Φρανκφούρτης, που ακολούθησε, η Γερμανία προσαρτά τις επαρχίες της Αλσατίας και της Λωρραίνης και υποχρεώνει τους Γάλλους σε οικονομικές αποζημιώσεις.
Παράλληλα, με την παραχώρηση κάποιων δικαιωμάτων, που δεν είχαν ουσία, προς τη Βαυαρία, από τον Μπίσμαρκ, στα πλαίσια της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, συντελείται η πλήρης αφομοίωση του καθολικού γερμανικού νότου. Έτσι, ολοκληρώνεται η γερμανική ενοποίηση, υπό τη σκέπη της Πρωσίας.
Εν συνεχεία, μετά από σχεδόν έναν αιώνα ανάπαυλας, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, από το 1870 έως το 1914, θα επιδοθούν σε έναν αγώνα δρόμου αναζήτησης και κατάκτησης αποικιών. Το βασικό αίτιο αυτής της στροφής προς τον ιμπεριαλισμό ήταν η ανάδυση της Γερμανίας ως μεγάλης ευρωπαϊκής δύναμης, μετά την ενοποίησή της. Οι παραδοσιακές δυνάμεις, όπως η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, προσπαθώντας να ισορροπήσουν τον μειωμένο πλέον ρόλο τους στην ευρωπαϊκή ήπειρο, κατέφυγαν στην κατάκτηση μακρινών περιοχών.
Οι Γάλλοι είχαν χαράξει πρώτοι τον δρόμο, ήδη από το 1815 και την οριστική ήττα του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, κατακτώντας περιοχές στη Βόρεια Αφρική και την Ινδοκίνα. Οι Βρετανοί ακολούθησαν μετά το 1870, πιστεύοντας πως η έξυπνη εκμετάλλευση μακρινών περιοχών θα τους επέτρεπε μελλοντικά να εξασφαλίσουν την αυτονομία τους, ανεξαρτήτως του συνδυασμού δυνάμεων στην Ευρώπη.
Ωστόσο, βασικά αίτια της ιμπεριαλιστικής πολιτικής των κρατών παρέμεναν ακόμα τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα. Οι νέες αποικίες αύξαναν τον πλούτο και το κύρος των χωρών, συγκινώντας παράλληλα τις λαϊκές μάζες. Τρανό παράδειγμα η βρετανική κατοχή της Αιγύπτου, που εξασφάλιζε τον έλεγχο επί της διώρυγας του Σουέζ. Το ίδιο ίσχυε και στην περίπτωση των παράκτιων περιοχών της Κίνας, που θα επέτρεπαν την περαιτέρω οικονομική διείσδυση στον «μεγάλο ασθενή» της Ασίας από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Με το πέρασμα στον 20ο αιώνα, η γερμανική εξωτερική πολιτική θα υποπέσει σε πολλαπλά σφάλματα, έως το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η επιδίωξή της να αναδειχθεί σε παγκόσμια δύναμη, θα την οδηγήσει σε αυτά.
Μεταξύ των λαθών συγκαταλέγεται το γεγονός ότι απέκρουσε όλες τις προσεγγίσεις από πλευράς Μεγάλης Βρετανίας για τη δημιουργία συμμαχίας των τευτονικών λαών, με συμμετοχή και των Η.Π.Α. Ταυτόχρονα, η επανειλημμένη επίδειξη ισχύος έναντι των Βρετανών, πρώτα στον πόλεμο των Μπόερς, και στη συνέχεια στις δύο μαροκινές κρίσεις, αύξησε την ανασφάλεια της Αγγλίας. Η ανασφάλεια αυτή πήγαζε από την απόπειρα εισβολής μέσω θαλάσσης της ισπανικής αρμάδας και του Μεγάλου Ναπολέοντα στο παρελθόν.
Εντούτοις, το σημαντικότερο σφάλμα της Γερμανίας, κατά την ίδια περίοδο, ήταν η εφαρμογή της Weltpolitik, μέσω της ταχύτατης ναυπήγησης μεγάλου αριθμού πολεμικών πλοίων. Το 1900, ο ναύαρχος Άλφρεντ φον Τίρπιτς με το δεύτερο Ναυτικό Νομοσχέδιο, εξήγγειλε τον διπλασιασμό του γερμανικού στόλου. Αυτός ο σχεδιασμός, καθιστούσε το βρετανικό δόγμα του «διπλού στάνταρ» μη υλοποιήσιμο, καθώς ακόμα και σε περίπτωση καταστροφής του γερμανικού στόλου από τους Βρετανούς, αυτοί δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον αμέσως ισχυρότερο στόλο, οποιασδήποτε ευρωπαϊκής δύναμης.
Παρά τις βρετανικές παραινέσεις για υπογραφή ναυτικού μνημονίου μεταξύ των δύο κρατών, η Γερμανία επέμεινε στην αδιάλλακτη αρνητική της θέση. Ενώ και η επίσκεψη του γερμανόφιλου Υπουργού Πολέμου της Βρετανίας Λόρδου Ρίτσαρντ Χαλντέιν, στο Βερολίνο το 1912, για εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης στο θέμα των ναυτικών εξοπλισμών, έπεσε στο κενό.
Σίγουρα το μεγαλύτερο ποσοστό ευθύνης για το ξέσπασμα του «Μεγάλου Πολέμου» φέρει η Γερμανική Αυτοκρατορία και η στρατιωτικοπολιτική ηγεσία της. Οι στρατιωτικοί κύκλοι του Βερολίνου επιθυμούσαν έναν προκλητικό πόλεμο με τη Ρωσία, που πάρα την κοινωνική της καθυστέρηση, προβλεπόταν τα επόμενα χρόνια να έχει ραγδαία ανάπτυξη σε πολλούς τομείς. Με την σειρά τους και οι Γάλλοι απέβλεπαν σε έναν πόλεμο με τους Γερμανούς, ώστε να αναθεωρηθούν οι συνθήκες του 1870-71, που τους στερούσαν τις επαρχίες της Αλσατίας και της Λωρραίνης. Αυτό, επιβεβαιώνεται από τον ρεβανσισμό που επέδειξαν έναντι των ηττημένων στις διασκέψεις ειρήνης του 1919 και στις συνθήκες που ακολούθησαν.
Θα πρέπει να σημειωθεί, πως ευθύνη για το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου έφερε και η Αυστροουγγαρία, η οποία λόγω των εσωτερικών της προβλημάτων, εξαιτίας των δεκάδων εθνοτήτων που διαβιούσαν σε αυτήν, απομάκρυνε τη Γερμανία από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις και την ενέπλεξε στις υποθέσεις των Βαλκανίων. Τα τελευταία αποτελούσαν τον εφιάλτη του Μπίσμαρκ, ο οποίος απευχόταν το σενάριο η χώρα του να βρεθεί ανάμεσα σε δύο μέτωπα μεταξύ Ρωσίας και Γαλλίας και διακήρυττε πως δεν άξιζε ο θάνατος ούτε ενός Γερμανού για χάρη των «άξεστων» Βαλκάνιων.
Καταληκτικά, κύριο αίτιο της ιμπεριαλιστικής έξαρσης των ευρωπαϊκών χωρών μεταξύ των ετών 1870-1914, ήταν η μειωμένη τους δυναμική στην ευρωπαϊκή ήπειρο, λόγω της Γερμανίας. Αυτό το αίσθημα παρακμής, τους οδήγησε στην αναζήτηση νέων αποικιών, με τα γεωπολιτικά και οικονομικά τους συμφέροντα να παίζουν πάντα σημαντικό, αλλά δευτερευούσης σημασίας, ρόλο στην ιμπεριαλιστική πολιτική τους.
Στη συνέχεια, η Γερμανία οδηγήθηκε σε αρκετά λάθη. Αυτά, εντοπίζονται στην άσκηση της εξωτερικής της πολιτικής κατά τα τελευταία 15 χρόνια πριν το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Το σημαντικότερο από αυτά, ήταν η επιδίωξη της να γίνει παγκόσμια δύναμη, μέσω του εκτοπισμού της Μεγάλης Βρετανίας από κυρίαρχη ναυτική δύναμη.
Συμπερασματικά με βάση τα παραπάνω, η Γερμανία φέρει το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για τον πόλεμο του 1914-18. Ωστόσο, η αδιαλλαξία της Μεγάλης Βρετανίας να μην κάνει «χώρο» στην αναπτυσσόμενη Γερμανία, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη σκλήρυνση της στάσης των Γερμανών, ενώ υπεύθυνες για τον πόλεμο σε δευτερεύοντα βαθμό ήταν και η Γαλλία με την Αυστροουγγαρία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Hawes, James (2018), Μικρή ιστορία της Γερμανίας, Αθήνα: Πατάκης.
- Stone, Norman (2019), Συνοπτική Ιστορία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, Αθήνα: Ψυχογίος.
- Τσακαλογιάννης, Πάνος (2009), Σύγχρονη ευρωπαϊκή Ιστορία. Από τη Βαστίλη στον 21ο αιώνα, τ. 2, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ.