Του Νίκου Αντωνάκη,
Η διάταξη 931 του Αστικού Κώδικα, η οποία έχει αποτελέσει αντικείμενο κριτικής και λόγο θεωρητικής και νομολογιακής διαμάχης, ορίζει τα εξής: «Η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του». Προτού αναλυθούν οι διαφορετικές απόψεις επί της διάταξης, είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστούν, για λόγους συστηματικότητας και πληρότητας, οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, οι οποίες είναι αφενός η πρόκληση αναπηρίας ή παραμόρφωσης στον ζημιωθέντα και αφετέρου η δυσμενής επίδραση αυτών στο μέλλον του.
Ως αναπηρία νοείται η όποια έλλειψη, μερική ή ολική, που αφορά στο νοητικό, σωματικό ή ψυχικό κόσμο του παθόντα, όπως η τύφλωση, η κώφωση, η αδυναμία σεξουαλικής συνουσίας, ο ακρωτηριασμός μέλους του σώματός του κ.ο.κ. Εξάλλου, ως παραμόρφωση θεωρείται κάθε ουσιαστική αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης του πρώτου, η οποία δεν καθορίζεται αναγκαστικά από την ιατρική επιστήμη αλλά και από τις καθημερινές αντιλήψεις της ζωής. Πάντως, για την εφαρμογή της διάταξης απαιτείται η αναπηρία ή η παραμόρφωση να έχουν επίδραση στο μέλλον του ζημιωθέντα, με την έννοια της μόνιμης δυσμενούς επίδρασής τους στη μελλοντική κοινωνική, επαγγελματική και οικονομική του σταδιοδρομία, απαίτηση που, πάντως, φαίνεται αρκετά δυσαπόδεικτη. Για τον λόγο αυτόν δεν απαιτείται η απόδειξη της βέβαιης επέλευσής της, αλλά αρκεί και η απλή πιθανολόγηση ως προς την έλευση των συνεπειών της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης του παθόντα.
Εννοείται, φυσικά, ότι για την πρόκληση αναπηρίας ή παραμόρφωσης προαπαιτείται η πρόκληση σωματικής βλάβης, οπότε πρέπει να πληρούνται οι όροι της ΑΚ 929. Αδιάφορο παραμένει, όπως ορθά επισημαίνεται, το ζήτημα αν η σωματική αυτή βλάβη προήλθε από υποκειμενική ή αντικειμενική ενέργεια, καθόσον πλέον στον Αστικό Κώδικα ευθύνη προς αποζημίωση θεμελιώνεται σε ορισμένες διατάξεις και σε γνήσια αντικειμενική ευθύνη του ζημιώσαντος (λόγου χάρη, στις ΑΚ 924 και ΑΚ 925). Και ενώ ως προς τις προϋποθέσεις εφαρμογής της ΑΚ 931 κρατεί ομοφωνία, το ζήτημα της νομικής της φύσης και του περιεχομένου της αμφισβητείται έντονα στη θεωρία και τη νομολογία, με κάποιες απόψεις, μάλιστα, να απορρίπτουν τελείως την πρακτική σημασία της διατάξεως.
Η θέση της νομολογίας ως προς τη διάταξη χαρακτηρίζεται από σύγχυση και ανασφάλεια δικαίου. Αρχικά, ο Άρειος Πάγος δεχόταν ότι η ΑΚ 931 θεμελιώνει αυτοτελή αξίωση του ζημιωθέντα στο μέτρο που οι ζημίες του δεν καλύπτονται από τις ΑΚ 929 και ΑΚ 932 (ΑΠ 839/1993). Φαίνεται, δηλαδή, ότι το Ακυρωτικό υιοθετούσε μία επικουρική, μάλλον, αντίληψη της διάταξης σε σχέση με τις δύο τελευταίες «πρωτεύουσες», κατά τρόπο παρόμοιο που θεωρούσε, και ακόμη θεωρεί, την αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΚ 904 και επόμενα) επικουρική σε σχέση με την αξίωση αποζημιώσεως (ΑΚ 914 και επόμενα) και τις λοιπές εκ του νόμου αξιώσεις που μπορεί κάθε φορά να ασκήσει ο δικαιούχος τους.
Πέρα από το εσφαλμένο της αντίληψης περί επικουρικότητας των διατάξεων (όπου αυτό δεν ορίζεται ρητά στο νόμο), θέμα που δεν θα αναπτυχθεί εδώ, η θέση αυτή του δικαστηρίου ουσιαστικά σημαίνει ότι στο αγωγικό δικόγραφο, που εμπεριέχει την αίτηση περί καταβολής πρόσθετης αποζημίωσης κατά την ΑΚ 931, πρέπει, πέρα από τους λόγους που συγκροτούν τα άρθρα ΑΚ 929 και ΑΚ 932, να περιέχονται ακόμη τα περιστατικά εκείνα που στοιχειοθετούν τη δυσμενή επίδραση της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης στο μέλλον του ζημιωθέντος, με ποινή απαραδέκτου της αγωγής, σε αντίθετη περίπτωση, λόγω αοριστίας (ΚΠολΔ 216). Αυτή η απαίτηση όμως καταλήγει εν τέλει σε βάρος του ζημιωθέντος, αφού μια τέτοια απόδειξη αποβαίνει ιδιαίτερα δυσχερής για τον παθόντα.
Η νομολογιακή παλαιότερη αυτή θέση αποκρούστηκε από σημαντικό μέρος της θεωρίας και δικαιολογημένα. Αντιτάχθηκε, ορθώς, ότι πουθενά από τη διατύπωση της σχετικής διατάξεως δεν προκύπτει βούληση του νομοθέτη για θεμελίωση ιδιαίτερης αυτοτελούς αξιώσεως έναντι της ΑΚ 929. Μάλιστα, στη διάταξη αναφέρεται ρητώς ότι η παραμόρφωση ή η αναπηρία του παθόντος «λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης», εννοείται στο πλαίσιο της ΑΚ 929 ως προς τη μελλοντική περιουσιακή ζημία του ζημιωθέντος. Γίνεται, λοιπόν, φανερό ήδη από τη διατύπωση της διάταξης, ότι η ίδια η ΑΚ 931 λειτουργεί απλώς ως κατευθυντήρια γραμμή, ως μια συμβουλή στον εφαρμοστή του δικαίου να τη λάβει υπόψη του στο πλαίσιο εφαρμογής της ΑΚ 929, ενδεχομένως για την ευκολότερη επιδίκαση χρηματικού ποσού λόγω μέλλουσας ζημίας. Η θέση της νομολογίας ότι η διάταξη θεμελιώνει αυτοτελή αξίωση δε συνιστά τελεολογική ή συστηματική θεώρηση της διατάξεως, αλλά απαγορευμένη contra legem ερμηνεία της ΑΚ 931.
Εξάλλου, ούτε ευσταθεί και το επιχείρημα ότι με αυτήν καλύπτεται το ποσό που υπολείπεται από την ΑΚ 929, δεδομένου ότι κάθε αστική αποζημίωση είναι εξ ορισμού πλήρης και καλύπτει τη ζημία εκείνη που βρίσκεται σε πρόσφορη αιτιακή σχέση με το ζημιογόνο γεγονός. Και, κυρίως, επικρίνεται η σύγχυση της ΑΚ 931 με την ΑΚ 932 εκ μέρους της νομολογίας, στο μέτρο που η πρώτη αφορά σε ζημία υλική και άρα περιουσιακή, ενώ η δεύτερη αποκαθιστά την ηθική βλάβη του ζημιωθέντος. Πάντως, κατά τη γνώμη μου, δεν θα έπρεπε να φτάσει κανείς στο σημείο να αμφισβητήσει και τη θεωρητική σπουδαιότητα της διατάξεως (της ΑΚ 931), δεδομένου ότι συνιστά έκφανση, στο χώρο του Αστικού Δικαίου, της ιδιαίτερης μέριμνας και προστασίας από το κράτος των αναπήρων ατόμων, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 21 παράγραφος 2 του Συντάγματος του 1975.
Ύστερα από την παραπάνω κριτική υπήρξε μια κάποια νομολογιακή μεταστροφή, η οποία όμως δεν έφτασε στο ορθό συμπέρασμα να απαρνηθεί τελείως τον χαρακτήρα της ΑΚ 931 ως αυτοτελούς αξιώσεως αποζημίωσης. Ειδικότερα, ο Άρειος Πάγος δέχθηκε ότι πρόκειται για «χρηματική παροχή, η οποία δεν αποτελεί αποζημίωση» (ΑΠ 270/2018) ή ότι η ΑΚ 931 συνιστά άλλη αξίωση από τις ΑΚ 929 και ΑΚ 932 (ΑΠ 752/2018), διαπίστωση που αποσυνδέει ορθώς την πρώτη από την ηθική βλάβη αλλά που και πάλι καταλήγει, όπως η παλαιότερη νομολογία, στη μη ορθή θεώρηση της διάταξης ως ξεχωριστής αξιώσεως, ή ακόμη και ότι πρόκειται για την επιδίκαση ενός «εύλογου χρηματικού ποσού» ανεξάρτητο από οποιαδήποτε περιουσιακή ζημία του παθόντος, θέση εξίσου προβληματική με την προηγούμενη, αφού, όπου ο νομοθέτης θέλησε την επιδίκαση «εύλογης αποζημίωσης», το όρισε ο ίδιος ρητά (λόγου χάρη, στην ΑΚ 387 παράγραφος 1).
Παρά την αντίθετη θέση της νομολογίας, πρέπει, τελικώς, να γίνει δεκτή η άποψη της θεωρίας περί της φύσεως της ΑΚ 931 ως κατευθυντηρίας μόνον διατάξεως. Είναι κατανοητή η θέληση του δικαστή να ενισχύσει την αποκατάσταση της ζημίας των ανάπηρων ατόμων, τα οποία ήρθαν σε αυτή τη θέση εξαιτίας ζημιογόνου συμπεριφοράς τρίτου. Η ενίσχυση όμως αυτή δεν μπορεί να γίνει με θεμελίωση αξιώσεων εκεί που δεν υπάρχουν ούτε με contra legem ερμηνεία άρθρων, καθώς κάτι τέτοιο θα συνιστούσε επέμβαση του δικαστή στα έργα της νομοθετικής εξουσίας, κατά παράβαση του άρθρου 26 του Συντάγματος. Αντιθέτως, η ΑΚ 931 μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της επιδίκασης της ήδη πλήρους περιουσιακής αποζημίωσης κατ’ άρθρο ΑΚ 929 και να οδηγήσει σε αποδεικτική διευκόλυνση της μελλοντικής ζημίας του παθόντα.
Έτσι, καταλήγουμε στο κατά τα άλλα ορθό αποτέλεσμα της νομολογίας (την πλήρη αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν τα ανάπηρα άτομα) με τη σωστή δογματική θεμελίωση που προτείνει η θεωρία (τη λήψη υπόψη της ΑΚ 931 στο πλαίσιο της ΑΚ 929).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Κορνηλάκης Πάνος, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2023.
- Γεωργιάδης Απόστολος, Ενοχικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Π. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, 2015.
- Γεωργιάδης Γ., Συμβολή στη ΣΕΑΚ, Εκδόσεις Π. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, 2023.
- ΑΠ 839/1993, ΑΠ 270/2018, ΑΠ 752/2018