Του Χρήστου Αμανατίδη,
Οι τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα δεν ήταν ευνοϊκές για την Ελλάδα: η «Μεγάλη Ιδέα» αποτελούσε το ιδεολογικό καύσιμο του ελληνικού κράτους από το 1844, ήταν όμως και μία μεγάλη τροχοπέδη για την ανάπτυξή του. Τα 6 μεγάλα δάνεια που χορηγήθηκαν στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1879-1890 προσέγγιζαν το ύψος των 630 εκατομμυρίων δραχμών και οι προσπάθειες αποπληρωμής τους οδήγησαν στην παράλυση των παραγωγικών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας. Επιπλέον, στο όνομα της απελευθέρωσης των αλύτρωτων Ελλήνων, οι ηγέτες που έδιναν προτεραιότητα στην εσωτερική ανασυγκρότηση, παραγκωνίστηκαν σε όφελος των υποστηρικτών της άμεσης επέκτασης και οι εσωτερικές κρατικές ανάγκες παραμελήθηκαν. Έτσι, όχι μόνο η Ελλάδα παρέμεινε σε οικονομικό τέλμα, αλλά σε παρόμοια κατάσταση παρέμειναν και οι μεταφορές, οι επικοινωνίες της και ο στρατός της. Ακόμα, η άρνηση των Ελλήνων ιθυνόντων να συμμορφωθούν με τα δυτικά κελεύσματα για την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προκάλεσε τη διπλωματική απομόνωση της Ελλάδας.
Όλα αυτά τα στοιχεία καθιστούσαν την ήττα της Ελλάδας στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ένα σχεδόν βέβαιο γεγονός. Πέρα από τη διατήρηση της εσωτερικής και εξωτερικής αδυναμίας, ο πόλεμος κατάφερε επιπλέον πλήγματα στην Ελλάδα: εθνική ταπείνωση και υπονόμευση της όποιας κοινοβουλευτικής προόδου είχε επιτύχει ο Χαρίλαος Τρικούπης το 1875 με την Αρχή της Δεδηλωμένης. Ο Βασιλεύς της Ελλάδας, Γεώργιος Α΄, κατηγόρησε τους βουλευτές ως αναξιόπιστους και υπαίτιους αυτής της συμφοράς και ανακήρυξε εαυτόν το μοναδικό αξιόπιστο πυλώνα εξουσίας, ακόμα και αν δεν προέβη σε άμεση αμφισβήτηση του κοινοβουλευτισμού. Η πολιτική αστάθεια και η έλλειψη σημαντικών προσωπικοτήτων (και ο Τρικούπης είχε πεθάνει το 1896 και ο Δηλιγιάννης δολοφονήθηκε το 1905) δεν επέτρεπαν θεαματικές μεταρρυθμίσεις. Επιπροσθέτως, ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος (ΔΟΕ) που επιβλήθηκε στην Ελλάδα μετά την ηθελημένη πτώχευση του 1893, μπορεί να συντέλεσε στην ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας, την εξυπηρέτηση των δανείων και την αποπληρωμή της διόλου ευκαταφρόνητης πολεμικής αποζημίωσης που ζήτησαν οι Οθωμανοί (100.000.000 χρυσά φράγκα), αλλά απομυζούσε την πλειονότητα των ελληνικών εσόδων. Σε συνδυασμό με τις «κρίσεις της Σταφίδας» οδήγησε μέχρι το 1907 περίπου 37.000 Έλληνες να μεταναστεύσουν στην Αμερική, στερώντας έτσι το ελληνικό έθνος από ένα τμήμα της παραγωγικής του βάσης και μια πηγή εσόδων.
Μέχρι το 1909 η καθολική δυσαρέσκεια είχε φτάσει στο ζενίθ της: υπήρχε απαίτηση για ανανέωση της εθνικής ζωής σε όλους τους τομείς της, ιδίως στην κρατική λειτουργία. Η νεαρή αστική τάξη που εκπροσωπούνταν κυρίως από τους χαμηλόβαθμους στρατιωτικούς, διεκδικούσε διευρυμένη πρόσβαση στα αξιώματα και ερχόταν σε άμεση σύγκρουση με τον κόσμο του 19ου αιώνα που ήθελε διατήρηση του υπάρχοντος status quo. Η Κρήτη βρισκόταν σε πατριωτικό αναβρασμό και η Βουλγαρία είχε αρχίσει μια πιο άμεση διεκδίκηση των περιοχών της Μακεδονίας και της Θράκης. Η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να βοηθήσει τους ελληνικούς πληθυσμούς αυτών των περιοχών. Παράλληλα, οι Νεότουρκοι με το κίνημα του 1908 έκαναν αισθητή την ανάγκη εκσυγχρονισμού και ισχυροποίησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την ώρα που η Ελλάδα έμενε στάσιμη.
Σε αυτό το κλίμα το Μάιο του 1909 ιδρύθηκε ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος» υπό την ηγεσία του Συνταγματάρχου Νικολάου Ζορμπά. Αιτήματα του Συνδέσμου ήταν η αναδιοργάνωση του στρατού και του στόλου, η απομάκρυνση των πριγκίπων από τα στρατιωτικά τους αξιώματα, βελτιώσεις στη δικαιοσύνη, την οικονομία και την παιδεία, όπως και ανανέωση της πολιτικής ζωής και πάταξη της διαφθοράς. Στις 15 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς, το κίνημα εκδηλώθηκε στο κτήμα Γουδί συναντώντας ελάχιστη αντίσταση και έχοντας εξασφαλίσει τη στήριξη 450 αξιωματικών και 2.500 στρατιωτών.
Γεννημένος το 1999 και μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης, είναι απόφοιτος Γενικού Λυκείου και φοιτητής Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης από τον Οκτώβριο του 2017. Ασχολείται με τον εθελοντισμό, συμμετέχει σε επιμορφωτικά σεμινάρια, ενώ σε μικρότερη ηλικία είχε κάνει και μαθήματα σε θεατρική ομάδα. Ενδιαφέρεται σε μεγάλο βαθμό για την σύγχρονη ιστορία και τη ζωολογία.