Του Νίκου Διονυσάτου,
Η Αριστερά στην Ευρώπη, η αλήθεια είναι, δεν περνάει και τις καλύτερες μέρες της. Σε αντίθεση με το κύμα λαϊκισμού, που γεννήθηκε από την κρίση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος μετά το 2008, οι νέες κρίσεις φαίνεται ότι δεν ευνοούν το αφήγημα της Αριστεράς στη Δύση. Η περίπτωση της Γερμανίας, που είναι η μεγαλύτερη χώρα στη Γηραιά Ήπειρο και ένα κράτος που στο εσωτερικό του εμπεριέχει, κατ’ ουσίαν, στοιχεία και από τη φιλελεύθερη, αλλά και από την μετα-κομμουνιστική Ευρώπη, είναι χαρακτηριστική για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα αυτό το φάσμα του πολιτικού χώρου.
Πιο συγκεκριμένα, το Die Linke, το εκεί κόμμα της Αριστεράς δηλαδή, βρίσκεται σε βαθιά εκλογική ύφεση. Δημιουργήθηκε πριν από τις ομοσπονδιακές εκλογές του 2005, αρχικά ως συμμαχία κομμάτων της Αριστεράς, προκειμένου να λειτουργήσει ως αντίβαρο στις πολιτικές του Τρίτου Δρόμου, τις οποίες εφάρμοζε το SPD και ο Καγκελάριος Schröder. Αυτή η συμμαχία θα επισφραγιζόταν το 2007, όταν θα μετατρεπόταν επισήμως σε κόμμα, αλλάζοντας σημαντικά τον πολιτικό χάρτη της Γερμανίας. Στις ευρωεκλογές και στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2009, το Die Linke έδειξε μια ραγδαία άνοδο, τόσο στη δυτική όσο και, κυρίως, στην ανατολική Γερμανία. Αυτό συνέβη καθώς εντός του κόμματος συνυπήρχαν, αφενός, οι εκπρόσωποι της ελευθεριακής και ανανεωτικής Αριστεράς, όπως είχε αναπτυχθεί στην καπιταλιστική Δύση, και, αφετέρου, οι εκπρόσωποι της συντηρητικής και κομμουνιστογενούς Αριστεράς, όπως είχε αναπτυχθεί στο σταλινικό καθεστώς του Honecker στην Ανατολική Γερμανία. Φυσικά, στο πνεύμα της εποχής, το Die Linke υιοθέτησε μια ριζοσπαστική οικονομική ατζέντα, ελκυστική στους απογοητευμένους Γερμανούς ψηφοφόρους, και επικεντρώθηκε λιγότερο στα κοινωνικά ζητήματα, τονίζοντας αορίστως την προοδευτική του στάση.
Παράλληλα, την ίδια εποχή, άρχισε να κάνει δυναμικά την εμφάνιση του και το παράδοξο άστρο μιας νεαρής Γερμανο-ιρανής πολιτικού, της Sahra Wagenknecht. Η Wagenknecht γεννήθηκε το 1969 στην Ανατολική Γερμανία, από Ιρανό πατέρα και Γερμανίδα μητέρα. Μεγαλώνοντας στην Ανατολική Γερμανία, ήταν μέλος της Ελεύθερης Γερμανικής Νεολαίας (FDJ) και αργότερα ξεκίνησε να σπουδάζει φιλοσοφία, ενώ, λίγο πριν την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, έγινε και επίσημα μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας (SED). Η πτώση του Τείχους αποτέλεσε ένα κολοσσιαίο σοκ για την πιστή κομμουνίστρια Wagenknecht, ωστόσο, όπως αποδείχθηκε, θα ήταν και μια τεράστια ευκαιρία. Τελειώνοντας τις σπουδές της στο Humboldt, και ισχυριζόμενη ότι το κλίμα της ενοποιημένης Γερμανίας δεν της επέτρεπε την ακαδημαϊκή της ελευθερία, συνέχισε ως μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο ολλανδικό Πανεπιστήμιο του Groningen, κάνοντας τη διπλωματική της εργασία πάνω στην ερμηνεία που έδωσε ο Marx στα γραπτά του Hegel.
Ταυτόχρονα, η Wagenknecht θα εκλεγόταν, το 1991, στην Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού (PDS), όπως είχε μετονομαστεί το Κομμουνιστικό Κόμμα, και θα γινόταν ένα από τα πιο επιφανή μέλη της Μαρξιστικής-Λενινιστικής του φράξιας. Πρώτη φορά θα κατέβαινε στον εκλογικό στίβο στις ομοσπονδιακές εκλογές του 1998, χωρίς να εκλεγεί, όμως, μερικά χρόνια αργότερα, στις Ευρωεκλογές του 2004 και σε ηλικία μόλις 35 ετών, θα κατάφερνε να εξασφαλίσει μια θέση στο Ευρωκοινοβούλιο. Το 2007, όταν το PDS θα γινόταν τμήμα του Die Linke, η Wagenknecht θα επιχειρούσε να θέσει υποψηφιότητα μέχρι και για την αντιπροεδρία της παράταξης, αν και κάτι τέτοιο δεν ευοδώθηκε. Αυτή η προσωρινή καθυστέρηση στην πορεία της κομμουνίστριας πολιτικού, βέβαια, θα σήμαινε ελάχιστα, καθώς με το πέρας της θητείας της στο Ευρωκοινοβούλιο, το 2009, θα επέστρεφε στην εθνική πολιτική και θα εκλεγόταν στη Bundestag, ενώ, με ενισχυμένη εσωκομματική δυναμική, θα έφτανε τελικά και στην αντιπροεδρία του κόμματος, το 2010.
Το 2015 θα κατάφερνε να αναδειχθεί, μαζί με τον Dietmar Bartsch, επικεφαλής του Die Linke, ενώ, στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2017, θα ήταν, μαζί με τον συμπρόεδρο της, η υποψήφια του κόμματος για την καγκελαρία. Παρότι η παράταξη της Αριστεράς δε θα ξαναέβρισκε τα ισχυρά ποσοστά των εκλογών του 2009, η ίδια η Wagenknecht θα έβλεπε τη δημοφιλία της να ανεβαίνει έτι περαιτέρω, ειδικά στις φτωχές, λαϊκές περιοχές της ανατολικής Γερμανίας. Αυτή η τάση ήταν που πιθανολογείται ότι προκάλεσε και μια συνεχιζόμενη ιδεολογική και προσωπική κόντρα μεταξύ της Wagenknecht και του υπόλοιπου Die Linke. Η ίδια η πολιτικός, άλλωστε, δεν έκρυβε τις συχνές διαφωνίες της για τις νέες τακτικές και την ταυτότητα του κόμματος.
Σε ό,τι έχει να κάνει με τις διεθνείς σχέσεις της Γερμανίας, η Wagenknecht χρησιμοποιεί ένα μείγμα ήπιου ευρωσκεπτικισμού από κοινού με ρητορική ενάντια στο ΝΑΤΟ και υπέρ της οικονομικής συνεργασίας με τη Ρωσία. Αυτό δεν είναι φαινομενικά παράξενο για μια πολιτικό του Die Linke, που εδώ και χρόνια θεωρούνταν το πιο φιλορωσικό από τα γερμανικά κόμματα, ωστόσο, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, έγινε υπερβολικά επικίνδυνη, ακόμα και για τα ήδη αμφιλεγόμενα στάνταρ της παράταξής της.
Στο μεταναστευτικό, η Wagenknecht έχει επανειλημμένως στραφεί ενάντια σε μετανάστες και πρόσφυγες, οι οποίοι θεωρεί ότι στερούν θέσεις εργασίας από τους Γερμανούς εργάτες, ρίχνουν τις τιμές των μισθών και προκαλούν σοβαρά προβλήματα, λόγω της αδυναμίας τους να προσαρμοστούν στην κοινωνική πραγματικότητα της Γερμανίας. Είχε κατηγορήσει ανοικτά και επανειλημμένα τη μεταναστευτική πολιτική της Merkel, αναδεικνύοντας τις ανησυχίες των καθημερινών συντηρητικών Γερμανών για το θέμα. Τέτοιου είδους τοποθετήσεις έχουν κατά καιρούς γίνει και από άλλα επιφανή στελέχη του Die Linke, όπως ο σύζυγος της Wagenknecht και ιστορικό στέλεχος των Γερμανών Σοσιαλιστών, Oskar Lafontaine.
Στο ζήτημα της περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης, επίσης, η Wagenknecht τάσσεται πρώτα υπέρ των θέσεων εργασίας στη γερμανική βιομηχανία και, εν συνεχεία, σε μια πιο χαλαρή οικολογική μετάβαση. Πολλοί την έχουν χαρακτηρίσει, ως εκ τούτου, αρνήτρια της επιστήμης, ειδικά σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τάχθηκε ενάντια και στην υποχρεωτικότητα του εμβολίου για την COVID-19, κερδίζοντας έτσι ένα υπολογίσιμο τμήμα των λεγόμενων αντισυστημικών ψηφοφόρων.
Τέλος, σε ό,τι έχει να κάνει με τον δικαιωματισμό, η Wagenknecht έρχεται σε πλήρη ρήξη με τους κομματικούς της συναδέλφους, καθώς κατηγορεί τους λεγόμενους «Linksliberale», δηλαδή τους αριστερούς φιλελεύθερους, ότι στηρίζουν τις ελίτ και τις δήθεν προοδευτικές τους ατζέντες. Η woke κουλτούρα, όμως, η οποία έτσι κι αλλιώς εμφορείται από τους Πρασίνους αλλά και από τα υπόλοιπα γερμανικά κόμματα σε κάποιο βαθμό, φαίνεται ότι απωθεί το συντηρητικό ακροατήριο των «ξεχασμένων πολιτών» της ανατολικής Γερμανίας. Γι’ αυτό και τα λόγια της επιφανούς κόκκινης πολιτικού άγγιζαν τόσους πολλούς ανθρώπους, ωθώντας την, εν τέλει, να κάνει πρόσφατα το μεγάλο βήμα.
Η Wagenknecht είχε παραιτηθεί από αρχηγός της κοινοβουλευτικής ομάδας του Die Linke ήδη από το 2019, και, τόσο το 2018 όσο και το 2021 (όταν εξέδωσε και το πολυσυζητημένο πολιτικό της μανιφέστο «Die Selbstgerechten»), υπήρχαν φήμες ότι ετοίμαζε τη δημιουργία δικού της κόμματος. Μετά δε και την καταστροφική επίδοση του Die Linke στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2021, οπότε και μπήκε οριακά στη Bundestag, πλέον η συζήτηση δεν ήταν το εάν η Wagenknecht θα σηκώσει δικό της ΄΄μπαϊράκι΄΄, αλλά το πότε. Στις 23 Οκτωβρίου του 2023, λοιπόν, ιδρύθηκε και επίσημα το νέο κόμμα, με την προσωποπαγή επωνυμία «Bündnis (Συμμαχία) Sahra Wagenknecht» και σκοπό να κατέβει στις ευρωεκλογές του 2024 και στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2025. Οι δημοσκοπήσεις, μάλιστα, ήδη πριν ανακοινωθεί επίσημα η απόσχιση της Wagenknecht, έδιναν ένα ισχυρό, πιθανώς διψήφιο, ποσοστό στο νέο υποθετικό της κόμμα. Στις ίδιες δημοσκοπήσεις, ταυτόχρονα, το Die Linke βρισκόταν πολύ κάτω από το ομοσπονδιακό όριο εκλογής και όδευε προς πολιτική εξαφάνιση.
Το ισχυρότατο ποσοστό που η Wagenknecht, πάντως, παίρνει στις δημοσκοπήσεις, καταρχάς επουδενί δεν είναι ένα σίγουρο αποτέλεσμα και, κατά δεύτερον, ελάχιστη μάλλον σημασία θα έχει για την επιτυχία της η εκλογική κονιορτοποίηση του μέχρι πρότινος κόμματος της. Η άνοδος της νέας παράταξης, εφόσον λάβει χώρα τελικά, θα έρθει από αγανακτισμένους ψηφοφόρους, οι οποίοι πρόσφατα είχαν ενισχύσει μαζικά τις τάξεις του ακροδεξιού AfD, όχι για ιδεολογικούς λόγους, αλλά για αντίδραση. Οι Γερμανοί ψηφοφόροι του Die Linke, του AfD και, τώρα, της Wagenknecht, είναι άνθρωποι που έχουν περιθωριοποιηθεί από τα συστημικά κόμματα, νιώθουν ότι κανείς δεν τους ακούει και φοβούνται τον κόσμο των παρατεταμένων κρίσεων, στον οποίο ζούμε. Μόνο να προβλέψουμε μπορούμε, επομένως, εάν σε αυτή την διελκυστίνδα, μεταξύ Wagenknecht και AfD, τελικά η γερμανική Αριστερά θα αναγεννηθεί ως κάτι νέο από τις στάχτες της, ή θα τελειώσει μια και καλή, ηττημένη από την ίδια της τη γραφικότητα…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Die neuen Polarisierungsunternehmer, Die Zeit, διαθέσιμο εδώ
- Wem wird Wagenknecht gefährlich?, Tagesschau
- Würden Sie eine Wagenknecht-Partei wählen? Stimmen Sie ab!, Stern, διαθέσιμο εδώ
- Germany’s new far-left party could challenge far-right AfD, DW, διαθέσιμο εδώ
- Germany’s Die Linke party closer to splitting after co-chair resigns, The Guardian, διαθέσιμο εδώ
- German left party facing existential crisis ahead of EU election, EURACTIV, διαθέσιμο εδώ
- Sahra Wagenknecht Can’t Unite Germany’s Working Class, Jacobin, διαθέσιμο εδώ
- New leftist anti-immigration party to challenge Germany’s far right, Financial Times, διαθέσιμο εδώ