10.4 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΓκρέκο: Μεταξύ αποδοχής και περιθωριοποίησης

Γκρέκο: Μεταξύ αποδοχής και περιθωριοποίησης


Της Χαράς Παπαϊωάννου,

Κατά τα αρχαία χρόνια, οι Έλληνες είχαν δημιουργήσει αποικίες στην Σικελία και τον ιταλικό Νότο. Τον 3ο αιώνα π.Χ., οι Ρωμαίοι κατέκτησαν πολλές ελληνικές πόλεις αλλά ουδέποτε επέβαλαν στον κόσμο την δική τους γλώσσα. Εκείνη την περίοδο υπάρχει ανάμειξη του ελληνικού στοιχείου με το ιταλικό, αποτέλεσμα αυτού, να δημιουργείται ο όρος «Ιταλιώτες» από τους ίδιους τους Έλληνες λόγω της διττής τους εθνικής προέλευσης. Σταδιακά η χρήση των ελληνικών περιορίζεται στην μάζα, καθώς επίσημη γλώσσα γίνεται η λατινική. Η ελληνική γλώσσα χρησιμοποιείται κυρίως στα λαϊκά στρώματα. Συνάμα, οι ελληνικοί πληθυσμοί εγκαταλείπουν τις παράκτιες οικίες τους λόγω φυσικών καταστροφών και της ελονοσίας, και δημιουργούν εκ νέου οικισμούς στα βουνά.

Μεταξύ 1ου και 5ου αιώνα μ.Χ., τα ελληνικά με τα λατινικά συμβιώνουν, με τα λατινικά να υπερτερούν, καθώς ήταν η γλώσσα της γραφειοκρατίας και ομιλούνταν από όλους. Τότε είναι που ο απόστολος Παύλος, κηρύσσει τον λόγο του Θεού στα Ελληνικά, κάτι που εξυψώνει την ελληνική, και την μετατρέπει σε συνδετικό κρίκο μεταξύ της Ρώμης και του ελληνικού κόσμου. Τα ελληνικά γίνονται η γλώσσα της εκκλησίας και αποκτούν βαρύτητα. Τον 11ο αιώνα, λαϊκή γλώσσα παραμένει η ελληνική, όμως οι ελληνικές πόλεις που είχαν ιδρυθεί στην Ιταλία ήδη από την αρχαιότητα πλέον δεν είναι μόνο ελληνικές, καθώς ζουν εκεί Λατίνοι και Άραβες (π.χ. Καλαβρία, Σικελία). Με τον καιρό, υπάρχει φθορά στην ελληνική γλώσσα αφού συνυπάρχει με άλλες. Αξίζει να αναφερθεί, πως η ελληνική αυτών των ανθρώπων δεν είναι, ούτε υπήρξε σαν αυτή της Ελλάδας παρά μόνο για λίγες γενιές, η γλώσσα που ομιλούν είναι ένα ιδίωμα της ελληνικής με πολλές λατινικές λέξεις και ονομάζεται κατωιταλική.

Η ελληνική σημαία ως σύμβολο της ελληνικότητας των Γκρεκάνων του Γκαλιτσιάνο. Πηγή εικόνας: arxeion-politismou.gr, Φωτογράφος: Gian Franco Iaria

Κατά τον 11ο αιώνα παρατηρείται το εξής παράδοξο, η εκκλησία που έως τότε είχε ως γλώσσα της τα ελληνικά, πλέον, ενώ ακολουθεί το ορθόδοξο τυπικό υπάγεται στην παπική εξουσία. Στα τέλη του 11ου αιώνα, έρχονται οι Νορμανδοί, οι οποίοι δεν κατάφεραν να καταργήσουν τις θρησκευτικές συνήθειες που τόσο βαθιά έχουν διεισδύσει στον κόσμο. Η λειτουργία επιβάλλεται να τελείται στα λατινικά, με τον ελληνικό κλήρο να αντιστέκεται σφοδρά στην αλλαγή αυτή. Τον 13ο αιώνα αρχίζει η παρακμή της εκκλησίας και οι κληρικοί εκφυλίζονται πνευματικά, καθώς έχουν άγνοια της ελληνικής γλώσσας. Φτάνοντας στον 16ο αιώνα εξαφανίζεται η ορθοδοξία λόγω της επιρροής της καθολικής εκκλησίας και την έλλειψη παιδείας του κλήρου. Η κατάσταση κορυφώνεται όταν ο Μητροπολίτης Σταυριανός, απαγορεύει το να μιλούνται και να διδάσκονται τα ελληνικά. Αυτό γιατί θεωρούσε την λειτουργία στα ελληνικά ως συνώνυμο της ηθικής κατάπτωσης. Έτσι, στις αρχές του 17ου αιώνα οι μονές, ζητούν να τελούν στα λατινικά την λειτουργία και γίνεται φανερό ότι με την πάροδο των χρόνων το ελληνικό στοιχείο της Ιταλίας παύει να είναι και τόσο ελληνικό.

Το 1950 , το να είσαι ελληνόφωνος θεωρούνταν ένδειξη φτώχειας και κοινωνικού ξεπεσμού για τους Ιταλούς. Αυτό γίνεται φανερό μέσω του Γκαλιτσιανό, ενός χωριού της σημερινής Καλαβρίας. Η κοινότητα του χωριού το 1950 και το 1960 υπέφερε από την πείνα, παρακαλούσε για δουλειά σε άλλες κοινότητες για να βγουν τα προς το ζην και έως το 1980 γίνονταν από τους χωριανούς προφορικές συμφωνίες για από κοινού αγορά ενός ζώου. Τρέφονταν με φραγκόσυκα, σύκα και αχλάδια τα οποία ψήνανε σε ειδικούς φούρνους στις εξοχές. Ο Φεβρουάριος αποκαλούνταν «ο μήνας της πείνας», καθώς τελείωναν οι θερινές προμήθειες και το λάδι ήταν πολύτιμο και δυσεύρετο. Αυτές ήταν οι συνθήκες ζωής στο Γκαλιτσιανό και γενικότερα τον Νότο του 19ο αιώνα για τους ελληνόφωνους. Τα ζητήματα αυτά μετά την ενοποίηση της Ιταλίας(1861) έγιναν δημόσια συζητήσιμα και γνωστά από τους meridionalisti μια ομάδα διανοούμενων από την Φλωρεντία που έφερε στο προσκήνιο το «Ζήτημα του Νότου». Οι meridionalisti, έλεγαν ήδη από το 1870 πως η Ιταλία μπορεί να ενοποιηθεί στην πράξη μόνο εάν λυθούν αυτά τα προβλήματα.

Η ορθόδοξη εκκλησία του χωριού. Πηγή εικόνας: wikimedia.org

Οι ελληνόφωνοι βίωναν περιθωριοποίηση λόγω της γλώσσας τους και για αυτό επιδίωκαν να συνάπτουν γάμους με Ιταλούς. Επίσης ισχυρίζονταν, ότι δεν γνώριζαν Γκρεκάνικα για να μην γίνουν αντικείμενα εμπαιγμού. Το 1968, αποτελεί χρονιά ορόσημο, καθώς με τον σύλλογο ‘‘Ionica di Calabria’’ απέκτησαν οι ελληνικές μειονότητες συνείδηση της διαφορετικότητα τους. Το 1970, τα ελληνικά παύουν να ομιλούνται σε κάποια χωριά και λόγω κατολισθήσεων οι ελληνόφωνοι ενώ ήταν συγκεντρωμένοι γεωγραφικά διασκορπίζονται. Σήμερα τα κατωιταλικά ομιλούνται μόνο στο Γκαλιτσιανό, στο Ροχούδι και ελάχιστα ακόμα χωριά. Η ελληνική της Κάτω Ιταλίας, παράκμασε για τους παρακάτω λόγους: λόγω της κατάργησης του ορθόδοξου τυπικού το 1573, των επαφών με τους Ιταλούς, των μετακινήσεων πληθυσμών, της ελάττωσης της ενδογαμίας, της υποχώρησης της διαλέκτου, του αισθήματος ντροπής των ελληνόφωνων για την γλώσσα τους και της εκπαίδευσης ή εύρεσης εργασίας, που απαιτούσε την χρήση της ιταλικής.

Αν και οι άνθρωποι αυτοί, δεν είχαν επαφή με την Ελλάδα, δεν είχαν ελληνική συνείδηση, δεν μίλαγαν τα ελληνικά όπως στην χώρα μας και δεν ήταν ορθόδοξοι, είδαν στην Ελλάδα το 1970 την λύση στο πρόβλημά τους. Την επί αιώνες υποτίμηση από τους γύρω τους. Η Ιonica την δεκαετία του ‘70, διοργάνωσε στα πλαίσια της «αφύπνισης της ελληνικότητας» το πρώτο ταξίδι των ανθρώπων αυτών προς την Ελλάδα. Όταν έφτασαν εδώ, θεώρησαν πως οι Έλληνες είναι όλοι πλούσιοι και άρχισαν να μιμούνται τον τρόπο ζωής των αρχαίων (π.χ. διατροφή τους). Στόχος του συλλόγου, ήταν η κατασκευή της γκρεκάνικης ταυτότητας. Οι νέοι που ήταν μέλη της Ιonica, ονόμαζαν οδούς και πλατείες με αρχαιοελληνικά ονόματα για να τονίσουν την ελληνικότητά τους και μετέφραζαν κομμάτια του ευαγγελίου και της Ιλιάδας. Το ‘70 ιδρύονται τέσσερις ακόμα ελληνόφωνοι σύλλογοι, κάποιοι μάλιστα ανταγωνιστικοί μεταξύ τους. Οι Γκρεκάνοι, βιώνουν διττή διάκριση ως αλλόγλωσσοι και Νότιοι, που τους προκαλούσε ένα αίσθημα κατωτερότητας, αυτό είναι που ήρθαν να καταπολεμήσουν οι σύλλογοι.

Φούρνος στο γκρεκανικό χωριό Ροχούδι. Πηγή εικόνας: getyourguide.com

Το 1980 υπήρξε έτος ορόσημο. Βασικό μέλημα της «αφύπνισης» αποτελεί τώρα η τουριστική ανάπτυξη των ελληνόφωνων χωριών. Στην Bova (Reggio), οργανώνονται φεστιβάλ γκρεκάνικης μουσικής και ανθίζει ο τουρισμός. Η Ελλάδα την ίδια στιγμή αντιμετωπίζει τους ελληνόφωνους ως αδέλφια, κάτι που πιθανόν να μην είχε συμβεί εάν η πρώτη μας επαφή με εκείνους δεν ήταν το ‘70 που στην Ελλάδα υπήρχε δικτατορία. Το 1983 κυκλοφορεί ο πρώτος τουριστικός οδηγός για την ελληνόφωνη περιοχή του Ρηγίου με μεγαλύτερη έκταση της να καταλαμβάνει το Γκαλιτσιανό. Στον οδηγό τονίζεται, το αρχέτυπο των ελληνόφωνων και η σύνδεση τους με την αρχαία Ελλάδα. Εν συνεχεία, το 1992 υπογράφεται από τα κράτη μέλη του συμβουλίου της Ευρώπης ο ευρωπαϊκός χάρτης μειονοτικών γλωσσών και το 1999 ψηφίζεται ο νόμος 482 από το ιταλικό κράτος. Αυτή η νομοθεσία όριζε τη προστασία και αναγνώριση των μειονοτικών ιστορικών γλωσσών εντός του. Αν και οι συνθήκες βοηθούν πλέον για την διατήρηση του Γκρέκο το ‘90 το Γκαλιτσιανό και τα γύρω χωριά αρχίζουν να ερημώνονται.

Οι ντόπιοι είδαν ότι το να μιλάς Γκρέκο έχει απήχηση και φέρνει τουρισμό αλλά το είδαν αυτό και οι γειτονικές περιοχές που ενώ χλεύαζαν τα προηγούμενα χρόνια τους ελληνόφωνους, τώρα προκειμένου να εισπράξουν κέρδη από επιδοτήσεις και τον τουρισμό οι δήμοι τους δήλωναν, ότι ανήκουν στην «γκρεκάνικη περιοχή». Το Γκαλιτσιανό που ήταν άγνωστο στην Ελλάδα πριν, με την τουριστικοποίηση γίνεται «η ακρόπολη της μεγάλης Ελλάδας» και δέχεται αναγνωρισιμότητα. Το ‘90 επαναφέρεται το ορθόδοξο τυπικό στο Ρήγιο και η μονή του Αϊ-Γιάννη του θεριστή μετατρέπεται σε σημείο «προσκυνηματικού τουρισμού». Ωστόσο, οι ελληνόφωνοι πήγαιναν στην εκκλησία γιατί το έβλεπαν σαν μια μορφή εξόδου και για να δίνουν την εικόνα του «Έλληνα» στους τουρίστες. Οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να σημειωθεί πως αν και μιλάνε το Γκρέκο είναι Ιταλοί υπήκοοι, σε μεγάλο ποσοστό έχουν ιταλική εθνική συνείδηση και καθολικό θρήσκευμα, άρα δεν ταυτίζονται με τους Έλληνες. Η μόνη διαφορά τους από τους Ιταλούς είναι η γλώσσα, που αποτέλεσε και αιτία της υποτίμησης που δέχονταν.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Πετροπούλου, Χριστίνα (2023), Τα εγγόνια του Ομήρου, Αθήνα: Εκδόσεις Επίκεντρο.
  • Ευρωπαϊκή Επιτροπή (1996), Ευρωμωσαϊκό: Η παραγωγή και η αναπαραγωγή των μειονοτικών γλωσσικών ομάδων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Βρυξέλλες – Λουξεμβούργο.
  • Συλλογικό έργο (2010), Γλώσσα: Ψυχής Άγγελος Αθήνα: Σήμα εκδοτική.
  • Ρούλιας, Θοδωρής, Οι τελευταίοι των Γραικανών: Ο ξεχασμένος ελληνισμός της Κάτω Ιταλίας, eleftherostypos.gr, Διαθέσιμο εδώ 

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Χαρά Παπαϊωάννου
Χαρά Παπαϊωάννου
Γεννήθηκε στην Αθήνα και ζει στην Ελευσίνα. Έχει αποφοιτήσει από το τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και σπουδάζει στο University of Essex στο τμήμα Ψυχολογίας. Γνωρίζει Αγγλικά, Γαλλικά και Ισπανικά και κατέχει πιστοποιημένες γνώσεις στην εγκληματολογία και το ποινικό δίκαιο. Στον ελεύθερο χρόνο της αρέσει να ταξιδεύει, να ακούει μουσική και να μελετά εθνογραφίες,