14.2 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΤα νησιά του Αιγαίου Πελάγους από την Τουρκοκρατία έως την Ελληνική Επανάσταση

Τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους από την Τουρκοκρατία έως την Ελληνική Επανάσταση


Του Στέλιου Καραγεώργη,

Μεταξύ 17ου και 18ου αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία παγιώνει την κυριαρχία της επί των νησιών του Αιγαίου Πελάγους. Είχαν προηγηθεί οι δύο Βενετοτουρκικοί Πόλεμοι, που είχαν μετατρέψει τη θάλασσα και τα νησιά του Αιγαίου σε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων, και σε εύκολη λεία για τους πειρατές.

Το διοικητικό καθεστώς, το οποίο επέβαλλαν οι Οθωμανοί δεν ήταν το ίδιο για όλο το Αιγαίο. Ωστόσο, από τα μέσα του 17ου αιώνα, οι Κυκλάδες, οι Σποράδες, τα Ψαρά, η Πάτμος, η Κάσος, η Αστυπάλαια, το Τρικέρι και τα νησιά του Αργοσαρωνικού κόλπου αποτελούσαν μια νησιωτική επαρχία, με κυβερνήτη τον αρχιναύαρχο του οθωμανικού στόλου. Ο Οθωμανός αξιωματούχος διατηρούσε λιγοστούς εκπροσώπους στα νησιά, και μόνο στα μεγαλύτερα από αυτά, με την πλειονότητά τους να απολαμβάνει μια ιδιάζουσα μορφή ημιαυτονομίας. Αυτή, περιλάμβανε μεταξύ άλλων τη θρησκευτική ελευθερία των κατοίκων, τη χαμηλή φορολογία, τη μη πραγματοποίηση παιδομαζώματος, καθώς και την απουσία γενιτσάρων από τα νησιά.

Τα παραπάνω προνόμια, που είχαν παραχωρηθεί στους νησιώτες, ήταν απόρροια κυρίως δύο παραγόντων. Ο πρώτος ήταν η ανάγκη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να στελεχώσει τον στόλο της, με ικανά πληρώματα, καθώς οι Τούρκοι δεν διέθεταν ναυτική εμπειρία. Στις παραμονές των πολέμων οι κάτοικοι του Αιγαίου αποτελούσαν το ανθρώπινο δυναμικό του οθωμανικού ναυτικού, ενώ ανάμεσα σε αυτούς βρίσκονταν και οι καλύτεροι ναυπηγοί της αυτοκρατορίας. Θα πρέπει σημειωθεί, πως ενώ στον οθωμανικό στρατό ξηράς, οι μη μουσουλμάνοι δεν είχαν δικαίωμα να καταταχθούν, στο ναυτικό αυτή η πρόνοια δεν ίσχυε. Έτσι, οι στρατολογηθέντες Έλληνες-χριστιανοί στον οθωμανικό στόλο απέφυγαν τον εξισλαμισμό τους, παράμετρος σημαντική για τη διάσωση του νησιωτικού ελληνισμού επί Τουρκοκρατίας. Ο δεύτερος παράγοντας της ανεκτικής στάσης των Οθωμανών στα νησιά, εντοπίζεται στο γεγονός ότι αυτά ήταν από τις τελευταίες οθωμανικές επαρχίες, που πέρασαν στη δικαιοδοσία της Υψηλής Πύλης. Παράλληλα, σε αυτά δεν κατοικούσε μουσουλμανικός πληθυσμός, πέρα από κάποιες σπάνιες εξαιρέσεις.

Καλλιτεχνική απεικόνιση του οθωμανικού στόλου αγκυροβολημένου στην Κωνσταντινούπολη. Πηγή εικόνας: wikimedia.org

Στις αρχές του 18ου αιώνα, ο σουλτάνος θα αναθέσει εμμέσως στις νήσους Ύδρα, Σπέτσες, Κάσο και Ψαρά τη δημιουργία εμπορικού στόλου, ο οποίος θα λειτουργούσε στη Μεσόγειο ως αντίβαρο σε αυτούς των δυτικών βασιλείων. Το πλάνο θα ευδοκιμήσει με τα οθωμανικά αγαθά να φτάνουν στα λιμάνια της Δύσης μεταφερόμενα από τα πλοία των Ελλήνων νησιωτών, οι οποίοι σύντομα πήραν τον έλεγχο του εμπορικού τομέα από τις οθωμανικές αρχές.

Παράλληλα, οι συνθήκες που ακολούθησαν τον νικηφόρο για τους Ρώσους, Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1768-1774, με σημαντικότερη αυτή του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, παγίωσαν ακόμα περισσότερο την ισχύ των Ελλήνων νησιωτών, αφού αυτοί είχαν πλέον το δικαίωμα να πλέουν υπό ρωσική σημαία, και ελεύθερα στον Εύξεινο Πόντο και τη Μεσόγειο. Έτσι, στα νησιά εγκαταστάθηκαν ρωσικές προξενικές αρχές, τα ναυπηγεία τους επεκτάθηκαν και οι Έλληνες του Αιγαίου γνώρισαν ιδιαίτερη οικονομική ευμάρεια. Ειδικότερα, οι κάτοικοι νησιών όπως η Ύδρα, οι Σπέτσες, τα Ψαρά, και η Κάσος καταπιάστηκαν στην πλειοψηφία τους με τη ναυτιλία, με τον λαό της Πάτμου, της Άνδρου, της Μυκόνου, του Πόρου κ.α. να ακολουθούν. Από τη μεριά της η Χίος, από τα μέσα του 18ου αιώνα υπήρξε από τις σημαντικότερες εστίες ανάπτυξης του ελληνισμού, εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης, αλλά ιδίως λόγω του εμπορικού δαιμόνιου των Χιωτών.

Το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης και οι επακόλουθοι Ναπολεόντειο Πόλεμοι οδήγησαν σε υποχώρηση της ηγεμονικής θέσης, που κατείχαν οι Γάλλοι στο εμπόριο της Μεσογείου. Την υποχώρηση αυτή, εκμεταλλευτήκαν οι Έλληνες καραβοκύρηδες αντικαθιστώντας τους Γάλλους, διενεργώντας ριψοκίνδυνες μεταφορές σιτηρών από τη Ρωσία και τη Ρουμανία, στα αποκλεισμένα από τους Βρετανούς δυτικά παράλια της μεσογειακής λεκάνης. Αυτό, το ταυτόχρονο λαθρεμπόριο και η πειρατεία πέραν των επίσημων εμπορικών δραστηριοτήτων αυξήσαν έτι περαιτέρω τα κέρδη των νησιωτών, που τα επανεπένδυαν στις ήδη υπάρχουσες επιχειρήσεις τους, αυξάνοντας τη δύναμή τους. Αυτή η ενασχόληση των ελληνικών πληρωμάτων με την παρανομία και τον κίνδυνο θα αποδειχθεί σημαντική στα μετέπειτα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης. Την ίδια περίοδο παρατηρείται έκρηξη του πληθυσμού των νησιών του Αιγαίου, των οποίων οι εφοπλιστές απέκτησαν εκπροσώπηση σε όλα λιμάνια της Δύσης και της Ανατολής.

Έλληνες πειρατές. Πηγή εικόνας: elinis.gr

Παρόλα αυτά, η συσσώρευση πλούτου και ισχύος έκανε την άρχουσα τάξη των νησιών και τους εφοπλιστές να δείξουν αρχικά αδιαφορία για την απελευθερωτική προσπάθεια του έθνους, φοβούμενοι να διακινδυνέψουν την ευμάρειά τους και τις καλές τους σχέσεις με τους Οθωμανούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η άρνηση της δημογεροντίας της Χίου να μετάσχει το νησί στην Επανάσταση, ενώ παρόμοια συντηρητική-τοπικιστική συμπεριφορά επέδειξαν η Λέσβος αλλά και Ύδρα, η οποία αν και εξήλθε ιδιαίτερα ισχυρή από τους Ναπολεόντειους Πολέμους, διαθέτοντας των καλύτερα εξοπλισμένο στόλο, έδειξε αρχικά απροθυμία.

Ωστόσο, υπήρξαν κα νησιά όπως η Σάμος και η Κάσος, που αμέσως έσπευσαν να συμμετάσχουν στον ξεσηκωμό του Γένους. Έτσι, πάρα τις αρχικές αντιρρήσεις κάποιων νησιωτών να συνδράμουν στις επαναστατικές ενέργειες εξαιτίας των παραπάνω λόγων, και τις ενδοελληνικές συγκρούσεις, η συμβολή των καπεταναίων του Αιγαίου ήταν καθοριστικής σημασίας έως την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος παρά τις προσπάθειας του Ιωάννη Καποδίστρια θα καταφέρει να συμπεριλάβει στους κόλπους του μόνο την Εύβοια, τις Κυκλάδες και τις Βόρειες Σποράδες, με τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου Πελάγους να μένουν εκτός. Από τα νησιά που εξαιρέθηκαν μονάχα η Σάμος θα λάβει με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1832 ένα προνομιακό καθεστώς υπό χριστιανό διοικητή.

Μετά από συνεχείς εξεγέρσεις, των Κρητικών, και τον Ατυχή Πόλεμο του 1897, ένα έτος μετά η μεγαλόνησος θα κερδίσει την αυτονομία της, παραμένοντας ωστόσο υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου. Έως το τέλος του 19ου αιώνα δεν παρατηρούνται ιδιαίτερες αλλαγές στο Αιγαίο Πέλαγος. Το 1901 οι Γάλλοι θα καταλάβουν τη Λέσβο, ενώ τέσσερα χρόνια μετά Βρετανοί, Γάλλοι, Ρώσοι, Ιταλοί και Αυστριακοί θα καταλάβουν και πάλι το νησί μαζί με τη Λήμνο. Τα Δωδεκάνησα θα περάσουν υπό ιταλική κατοχή μετά τον Ιταλοτουρκικό Πόλεμο του 1911-12 και θα γνωρίσουν την απελευθέρωση ύστερα από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρωτύτερα με τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους, σχεδόν το σύνολο των νησιών του Αιγαίου Πελάγους θα περάσει υπό ελληνική κυριαρχία.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Διβάνη, Λένα (2000), Η εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας, 1830-1947, Αθήνα: Καστανιώτης.
  • Κραντονέλλη, Αλεξάνδρα (1998), Ελληνική πειρατεία και κούρσος τον ΙΗ’ αιώνα και μέχρι την Ελληνική Επανάσταση, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
  • Συλλογικό έργο (1975), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τμ. ΙΒ΄, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Στυλιανός-Λάμπρος Καραγεώργης
Στυλιανός-Λάμπρος Καραγεώργης
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πειραιώς και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας από το Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου. Έχει λάβει επιμόρφωση στην διοίκηση ναυτιλιακών επιχειρήσεων, και στις σχέσεις του ελληνισμού με την Δύση. Είναι γνώστης της αγγλικής και τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στην Ελληνική και Ευρωπαϊκή Ιστορία, του 19ου και 20ου αιώνα.