Της Μαρίνας-Μαρίας Αντωναράκη,
Η αμιωδαρόνη είναι ένα αντιαρρυθμικό φάρμακο κατηγορίας III και, βάσει μελετών, χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τη θεραπεία και την πρόληψη ορισμένων τύπων καρδιακών αρρυθμιών, κάποιες από τις οποίες ενδεχομένως να έχετε ακούσει. Χρησιμοποιείται, λοιπόν, για ένα ευρύ φάσμα κοιλιακών και υπερκοιλιακών ταχυκαρδίων, όπως η κοιλιακή ταχυκαρδία, η κοιλιακή μαρμαρυγή, η ταχυκαρδία με ευρύ QRS, η κολπική μαρμαρυγή και η παροξυσμική υπερκοιλιακή ταχυκαρδία. Η χρήση του φαρμάκου αυτού σχετίζεται με παράταση του διαστήματος QT και QTc, αλλά σπάνια με κοιλιακή προαρρυθμία.
Δύναται να χορηγηθεί δια του στόματος, ενδοφλεβίως ή ενδοοστικά. Συνοπτικά, η λειτουργία του σχετίζεται με το ότι αυξάνει τον χρόνο που προηγείται της συστολής του μυοκαρδιακού κυττάρου, καθώς παρατείνει τη φάση 3 του καρδιακού δυναμικού ενέργειας, δηλαδή τη φάση επαναπόλωσης, κατά την οποία υπάρχει, συνήθως, μειωμένη διαπερατότητα ασβεστίου και αυξημένη διαπερατότητα καλίου. Μεταβολίζεται στο ήπαρ από το κυτόχρωμα P450 3A4 και φαίνεται ότι μπορεί να επηρεάσει τον μεταβολισμό πολλών άλλων φαρμάκων, αφού αλληλεπιδρά με αυτά, όπως με τη διγοξίνη, τη βαρφαρίνη, τη φαινυτοΐνη και άλλα. Ο κύριος μεταβολίτης της, όμως, αποδεδειγμένα είναι η δεσεθυλαμιδαρόνη (DEA), η οποία έχει και αυτή αντιαρρυθμικές ιδιότητες.
Τα στοιχεία των μελετών που καταδεικνύουν τα απότοκα της χρήσης του στη καρδιακή ανακοπή είναι ανεπαρκή, αλλά και για το γεγονός ότι προκαλεί προαρρυθμίες. Παρόλα αυτά, έχει φανεί ότι η αμιωδαρόνη μπορεί να χρησιμεύσει ως πρότυπο προκειμένου να γίνει σύνθεση νέων αντιαρρρυθμικών φαρμάκων, τα οποία δεν θα προκαλούν οργανική τοξικότητα. Μάλιστα, η χημική τροποποίηση της, δηλαδή η αποβολή του ιωδίου από το μοριακό της τύπο, οδηγεί σε αποφυγή των αρνητικών συνεπειών τόσο στο θυρεοειδή όσο και στον πνεύμονα, διότι λαμβάνει χώρα απαλοιφή της ρίζας ιωδίου και, ταυτόχρονα, υποκατάσταση του αιθυλίου με βουτύλιο, δεδομένου πάντα ότι η αμιωδαρόνη προσιδιάζει χημικά της θυροξίνης, της βασικής ορμόνης που παράγεται από τον θυρεοειδή αδένα.
Στις παρενέργειες περιλαμβάνονται το αίσθημα κόπωσης, η ναυτία και η δυσκοιλιότητα. Αλλά και πιο σοβαρές, όπως πνευμονική τοξικότητα, διάμεση πνευμονίτιδα, διάφορα ηπατικά προβλήματα, καρδιακές αρρυθμίες, προβλήματα όρασης, προβλήματα θυρεοειδούς, ακόμα και θάνατο. Αναφορικά με τις επιπλοκές του ήπατος, φαίνεται ότι πολύ πιο σπάνια μπορεί να παρατηρηθεί ίκτερος, ηπατομεγαλία ή ηπατίτιδα. Μάλιστα, μη φυσιολογικές εξετάσεις ηπατικών ενζύμων είναι κοινές σε ασθενείς με αμιωδαρόνη. Έχει αναφερθεί στη βιβλιογραφία ότι η χαμηλή δόση αμιωδαρόνης μπορεί να προκαλέσει ψευδο-αλκοολική κίρρωση. Συγκεκριμένα, η πνευμονική τοξικότητα μπορεί να είναι ταχέως αναπτυσσόμενη. Μπορεί να παρατηρηθεί προσβολή του υπεζωκότα/περικαρδίου, αλλά και κάποια πρότυπα φλεγμονώδους αντίδρασης του πνεύμονα, όπως ηωσινοφιλική πνευμονία, χρόνια οργανωτική πνευμονία, οξεία ινώδης οργανωτική πνευμονία, οζίδια ή βλάβες που μοιάζουν με μάζα, μη ειδική διάμεση πνευμονία και ιδιοπαθής διάμεση πνευμονία που μοιάζει με πνευμονική ίνωση. Τέλος, η αμιωδαρόνη είναι μερικές φορές υπεύθυνη για εμφάνιση επιδιδυμίτιδας και γυναικομαστίας και η μακροχρόνια χρήση της έχει συσχετιστεί με περιφερικές νευροπάθειες.
Πρέπει, ακόμα, να αναφερθεί ότι η λήψη του φαρμάκου αυτού τόσο στην εγκυμοσύνη όσο και στο θηλασμό αποτελεί επιβλαβή παράγοντα για το έμβρυο. Οι γιατροί δεν θα πρέπει να επιτρέπουν τη χορήγησή του στα νεογνά, καθώς η βενζυλική αλκοόλη που περιέχει μπορεί να προκαλέσει δυνητικά θάνατο.
Επιπλέον, κάποιες παρενέργειές του αφορούν την όραση, καθώς προκαλεί κάποιες μικροεναποθέσεις στο κερατοειδή. Οι συχνότερες είναι στο πρόσθιο υποκαψικό φακό. Έχουν, όμως, αναφερθεί στη βιβλιογραφία ασθενείς που εμφάνισαν οπτική νευροπάθεια, μη αρτηριακή πρόσθια ισχαιμική οπτική νευροπάθεια και αμφοτερόπλευρη διόγκωση οπτικού δίσκου. Συνάγεται ότι λόγω της μοναδικότητας του κάθε ασθενή, υπάρχει μια συνεχής δυναμική εξέλιξη των συνεπειών του φαρμάκου και συνεχώς εξελίσσεται ο τρόπος που αυτό χρησιμοποιείται αναφορικά με τη δοσολογία και τη διάρκεια.
Οπωσδήποτε πρέπει να αναφερθεί ότι επειδή η αμιωδαρόνη εμφανίζει χημική συγγένεια με τη θυροξίνη (περιέχει δομικά άτομα ιωδίου), που όπως είναι γνωστό αποτελεί μια ορμόνη του θυρεοειδούς, τείνει να μπερδεύει τον υποδοχέα και να συνδέεται αυτή αντί της ορμόνης Τ4. Μάλιστα, βάσει ερευνών, έχει αποφανθεί ότι ασθενείς με θυρεοειδίτιδα Hashimoto ή με θετικά αντισώματα anti-TPO εμφανίζουν υποθυρεοειδισμό από αμιωδαρόνη. Η θυρεοτοξίκωση είναι ακόμα μία ανεπιθύμητη συνέπεια της χρήσης της αμιωδαρόνης, καθώς εμφανίζεται εντός τριετίας από την έναρξη της θεραπείας, βάσει των τελευταίων δεδομένων, και ειδικά σε περιοχές με έλλειψη ιωδίου. Διακρίνεται σε δύο μορφές: Ο πρώτος τύπος σχετίζεται με υπερλειτουργία θυρεοειδούς, λόγω του ιωδίου που φέρει το φάρμακο και επηρεάζει περισσότερο τους ασθενείς που πάσχουν από οζώδη βρογχοκήλη ή λανθάνουσα νόσο Graves, και ο δεύτερος τύπος που οδηγεί σε καταστροφή των θυρεοειδικών θυλακίων και απελευθέρωση των θυρεοειδικών ορμονών στην κυκλοφορία του αίματος και, συνήθως, δεν προϋπάρχει κάποια νόσος.
Στο τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι η αμιωδαρόνη επιβραδύνει τον ρυθμό αγωγής και παρατείνει την ανερέθιστη περίοδο των καρδιακών κόμβων. Συγκεκριμένα, παρατείνει τις ανερέθιστες περιόδους των κοιλιών, των δεματίων His και των ινών Purkinje, χωρίς να εμφανίζει επιδράσεις στον ρυθμό αγωγιμότητας. Αναμφίβολα, αποτελεί ένα φάρμακο το οποίο απασχόλησε και θα απασχολεί την επιστημονική κοινότητα για πολλά χρόνια ακόμη, δεδομένης της πολύπλευρης λειτουργίας του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Emerging Antiarrhythmic Drugs for Atrial Fibrillation, PubMed. Διαθέσιμο εδώ
- Amiodarone, The New England Journal of Medicine. Διαθέσιμο εδώ
- Amiodarone: guidelines for use and monitoring, American Family Physician. Διαθέσιμο εδώ
- Drug-Drug Interactions Of Amiodarone And Quinidine On The Pharmacokinetics Of Eliglustat In Rats, PubMed. Διαθέσιμο εδώ
- Amiodarone inhibits arrhythmias in hypertensive rats by improving myocardial biomechanical properties, Nature. Διαθέσιμο εδώ