7 C
Athens
Δευτέρα, 25 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ συνοδική συνείδηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ανατολής: Το παράδειγμα της εκλογής...

Η συνοδική συνείδηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ανατολής: Το παράδειγμα της εκλογής του Ιερού Φωτίου


Του Γιάννη Μάρκελλου,

Το 1054, έχει μείνει γνωστό στην ιστορία ως το έτος του σχίσματος των δύο Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως. Ανά τους αιώνες πολλά έχουν γραφεί, καθ’ ότι θεωρείται ίσως το συγκλονιστικότερο εκκλησιαστικό γεγονός της περιόδου αυτής. Από την άλλη, όμως, δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι ήταν ένα γεγονός της στιγμής, αλλά θα πρέπει να ανατρέξουμε στις ιστορικές εκείνες συνθήκες κάτω από τις οποίες δημιουργήθηκε αυτή η διαφοροποίηση Ανατολής και Δύσεως.

Όλα ξεκινούν τον 5ο αιώνα, οπότε αρχίζουν να αναδύονται προβλήματα που φαινομενικά έμοιαζαν να κλονίζουν τις σχέσεις Κωνσταντινουπόλεως και Ρώμης με πρόσχημα την κανονικότητα της εκλογής του Πατριάρχη Φωτίου. Ο τότε Πάπας Νικόλαος Α΄, υπήρξε πρωτεργάτης των αμφισβητήσεων περί της κανονικότητας της εκλογής του Ιερού Φωτίου στον Πατριαρχικό θρόνο. Την κρίση στις σχέσεις Ανατολής και Δύσεως θα πρέπει να την δούμε ως μία κατάσταση ακοινωνησίας. Διαδοχικά, το 867 λαμβάνει χώρα η σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία αποφασίζει την εκθρόνιση του Πάπα Νικολάου και δεν προβαίνει σε καμία άλλη απόφαση. Βρισκόμαστε ήδη ενώπιον νέων αναφυομένων θεολογικών και εκκλησιαστικών ζητημάτων, το filioque από τη μία και τη θεωρία του Παπικού πρωτείου από την άλλη. Ως εκ τούτου συνάγεται το συμπέρασμα ότι τα κύρια αίτια του σχίσματος των δύο εκκλησιών ήταν θεολογικά, πολιτικά και εκκλησιαστικά. Η Ανατολή είχε διαμορφώσει τις καλύτερες σχέσεις μεταξύ εκκλησίας και πολιτείας και είχε καλλιεργήσει το πνεύμα της συνοδικής συνειδήσεως, εν αντιθέσει με την Δύση, η οποία διαπνεόταν από τον συγκεντρωτισμό του Ρωμαϊκού ιδεώδους.

Ο Πάπας Νικόλαος Α΄. Πηγή εικόνας: wikimedia.org

Οι πρώτοι τρεις αιώνες χρησιμοποιήθηκαν ως πολιτικά εργαλεία με τα οποία η εκκλησία της Δύσεως προέβαλλε το Παπικό πρωτείο. Οι Πάπες της Δύσεως έβλεπαν τον εαυτό τους ως τους ανθρώπους εκείνους που ενσαρκώνουν την εξουσία του Αποστόλου Πέτρου. Αυτό κατ’ επέκταση σήμαινε, ότι όταν αποφασίζει κάτι ο Πάπας, είναι σαν αυτό που θα αποφάσιζε ο Απόστολος Πέτρος. Οι σχέσεις οξύνθηκαν με το ζήτημα περί της κανονικότητας διαδοχής του Ιγνατίου από τον Ιερό Φώτιο στον Πατριαρχικό θρόνο. Ο Πάπας Νικόλαος Α΄, εν μέσω αυτής της έκρυθμης καταστάσεως, προέβαλλε το Παπικό πρωτείο με τις διεκδικήσεις της Δύσεως στο Ανατολικό Ιλλυρικό. Το ζήτημα της διαδοχής στον Πατριαρχικό θρόνο έδωσε ακόμη την ευκαιρία στον Πάπα Νικόλαο Α΄ να προβάλλει το Παπικό πρωτείο και στους Πατριάρχες της Ανατολής. Ο Ιερός Φώτιος θεωρούσε την παραίτηση του Ιγνατίου τελεσίδικη. Ας μην ξεχνάμε πως ο Ιγνάτιος είχε κατηγορηθεί με την ποινή της εσχάτης προδοσίας.

Η εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως πάντοτε δρούσε με την συνοδική της συνείδηση και για αυτό ο Πατριάρχης Φώτιος συνέστησε νέα συνοδική διαδικασία για να λυθεί το επίμαχο αυτό ζήτημα. Ο Πάπας θεωρούσε πως μπορούσε να γίνει αυτός η αιτία λύσεως του προβλήματος. Αυτό, όπως ήταν φυσικό, δεν μπορούσε να γίνει ανεκτό. Οι Παπικοί αντιπρόσωποι ως επιχειρήματα προέβαλλαν τους κανόνες της Συνόδου της Σαρδικής, το ζήτημα όμως ήταν πως ουδέποτε είχαν γίνει αντικείμενο υιοθέτησης από την Ανατολή. Ο Πατριάρχης Ιγνάτιος παρά ταύτα ενεφανίσθη με τα αρχιερατικά του άμφια, κάτι που προκάλεσε οργή στο δικαστήριο καθότι ήταν ήδη καθηρημένος. Ο Ιγνάτιος αρνήθηκε να δεχθεί ως κριτές τους Παπικούς αντιπροσώπους, κάτι το οποίο δείχνει την ευαισθησία των Πατριαρχών της Ανατολής να λειτουργούν με βάση την κανονική παράδοση της Εκκλησίας, η οποία στηρίζεται στο συνοδικό πολίτευμα της κατ’ Ανατολών Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Η Παπική Εκκλησία θεωρούσε την εκλογή του Ιερού Φωτίου ως αντικανονική, στηριζόμενη στον 10ο κανόνα της Σαρδικής. Τα πράγματα πήραν άλλη τροπή με την Παπική εισβολή στη Βουλγαρία, η οποία ήταν κανονικό έδαφος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Η Παπική αποστολή ζητούσε την εκδίωξη τόσο των Βυζαντινών όσο και των Φράγκων Ιεραποστόλων. Αυτή βέβαια η πράξη της πρεσβυτέρας Ρώμης ήταν αντικανονική ενέργεια και πυροδότησε την δημιουργία νέας οξύτητας στις σχέσεις Κωνσταντινουπόλεως και Ρώμης με σοβαρές πολιτικές προεκτάσεις. Ο Πατριάρχης Φώτιος υπό το πρίσμα αυτό έστειλε συνοδική επιστολή στους Πατριάρχες της Ανατολής το 867, με την οποία κατέγραφε τις απαράδεκτες μεθοδεύσεις της Ρώμης καθώς και την προσθήκη του filioque, κάτι που προκάλεσε την οργή της Νέας Ρώμης, καθώς και όλων των Πατριαρχών της Ανατολής. Όλα αυτά οδήγησαν στην καθαίρεση του Πάπα Νικολάου για αυτές του τις αντικανονικές πράξεις.

Το έμβλημα της παποσύνης. Πηγή εικόνας: wikimedia.org

Υπό τις παραπάνω συνιστώσες συμπεραίνουμε ότι τελικώς ο Παπικός θρόνος δεν ευνοήθηκε, αλλά ο Πάπας Νικόλαος Α΄ τον έβλαψε. Η Παπόφιλη σύνοδος του 869 – 870 βρίσκει την αποκατάσταση του Ιγνατίου στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Διάδοχος του Αυτοκρατορικού θρόνου έπειτα από την δολοφονία του Μιχαήλ Γ΄ υπήρξε ο Βασίλειος Α΄, ο οποίος έριξε εκ του Πατριαρχικού θρόνου τον Ιερό Φώτιο και στη θέση του αποκατέστησε τον καθηρημένο Ιγνάντιο. Αυτή η εξέλιξη είχε ανεπανόρθωτες συνέπειες για την ιεραρχία του θρόνου. Η ιεραρχία του θρόνου όπως ήταν φυσικό αντέδρασε, καθότι από τη μια έπρεπε να σεβαστούν το πρόσωπο του Ιερού Φωτίου και από την άλλη να λειτουργούν με βάση την κανονική παράδοση της Εκκλησίας. Η συνοδική συνείδηση της Ανατολής εκφραζόταν από το πεντακόρυφον κράτος της Εκκλησίας, δηλαδή τους πέντε πατριάρχες, οι οποίοι αποτελούσαν τις πέντε αισθήσεις του σώματος της Εκκλησίας και διατράνωναν την αυθεντικότητα της αλήθειας της πίστεως. Το κύρος της Εκκλησίας της Δύσεως από όλη αυτήν την διαδικασία προσεβλήθη ανεπανόρθωτα, καθότι ο υπόδικος Πατριάρχης μπορούσε να κριθεί ένοχος μόνο από Οικουμενική Σύνοδο.

Η Παπόφιλη Σύνοδος που πραγματοποιήθηκε το 869 – 870 έθεσε και το Βουλγαρικό ζήτημα. Η Παπική εκκλησία επιθυμούσε να γίνει αυτή η εκκλησιαστική αρχή της Βουλγαρικής Εκκλησίας, κάτι το οποίο αντίκειτο στους κανόνες, καθώς η Εκκλησία της Βουλγαρίας ήταν πάντα ΣΤΗ δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αυτό αυτομάτως σήμαινε ότι ήταν μια από τις Μητροπόλεις του θρόνου, η οποία συμμετείχε κανονικά στην ενδημούσα σύνοδο. Κατ’ επέκταση η Εκκλησία της Βουλγαρίας ήταν οστούν εκ των οστέων της Μητρός Εκκλησίας.

Ο Ιερός Φώτιος υπέμεινε πολλές κακουχίες και πολλαπλές στερήσεις, αλλά επιβίωσε χάρη στην αυθεντικότητα της κανονικής παράδοσης της Εκκλησίας της Ανατολής. Η σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως το 879-880 τον αποκαθιστά, με επιστολή μάλιστα του Αυτοκράτορα προς τον Πάπα Ιωάννη. Έτσι, μια για πάντα έσβησε η αντικανονική απόφαση της Παπόφιλης συνόδου με την οποία ο Ιερός Φώτιος εξέπεσε του Πατριαρχικού θρόνου. Τελικώς, όλα τα θεωρήματα περί αντικανονικότητας του Ιερού Φωτίου επειδή ανήλθε στον Πατριαρχικό θρόνο παρανόμως, αφού έγιναν τρεις χειροτονίες συνεχόμενα και η μία μετά την άλλη, απερρίφθησαν. Ο Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Ζαχαρίας θα σημειώσει ότι στην Εκκλησία θα μπορούσαν να γίνουν επίσκοποι όχι μόνο άνδρες από την τάξη των λαϊκών αλλά ακόμα και νεοφώτιστοι. Όλα αυτά συνετέλεσαν ώστε η παρέμβαση του Παπικού θρόνου στα της Κωνσταντινουπόλεως να πέσει σαν γυάλινος πύργος, καθότι δεν μπορούσε να γίνει ανεκτή από τη συνοδική συνείδηση της Ορθοδόξου Ανατολής.

Παραπάνω είδαμε μερικές ιστορικές συνιστώσες για να αντιληφθούμε ότι αν επιβιώνει η καθ’ όλου Ορθοδοξία το αφιερώνει στην κανονική της συνείδηση. Οι διεκδικήσεις του Παπικού πρωτείου προκάλεσαν σαφώς την αντίδραση της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Ιερός Φώτιος ήταν γνώστης των πολιτικο-εκκλησιαστικών καταστάσεων και μπορούσε να λειτουργεί με διπλωματικούς ελιγμούς στην επιβίωση της κανονικής συνειδήσεως. Έτσι, ως άλλος Απόστολος Παύλος ιερούργησε το ευαγγέλιο υπό την Πατριαρχική σκοπιά και διακονία.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Βλασίου Ιω. Φειδά (2017), Εκκλησιαστική Ιστορία Β’ Από την εικονομαχία μέχρι την Μεταρρύθμιση, Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση.
  • Άγιος Φώτιος ο Ισαπόστολος και ομολογητής Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (6 Φεβρουαρίου), faneromenihol.gr, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιάννης Μάρκελλος
Γιάννης Μάρκελλος
Γεννήθηκε το 2000 και μεγάλωσε στην Κόρινθο. Φοιτητής του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου των Ιωαννίνων. Γνωρίζει πολύ καλά Αγγλικά και Γερμανικά, ενώ μαθαίνει Κινέζικα. Στον ελεύθερό του χρόνο ασχολείται επισταμένως με τη μελέτη των θρησκειών, διαβάζει λογοτεχνικά βιβλία και μελετά τον Ασιατικό πολιτισμό. Ακόμα, συμμετέχει σε σεμινάρια πολιτισμικής διπλωματίας.