Της Στέλλας Κίζυλη,
Η απάτη, όπως ορίζεται στο άρθρο 386 του Ποινικού Κώδικα, αναφέρεται στη μέθοδο με την οποία γίνεται μια περιουσιακή μετάθεση από το θύμα προς τον δράστη με σκοπό τη βλάβη της περιουσίας του πρώτου. Ειδικότερα, ορίζεται ότι «όποιος με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με σκοπό από τη βλάβη αυτής της περιουσίας να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, τιμωρείται με φυλάκιση, και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον 3 μηνών και χρηματική ποινή». Η απάτη, λοιπόν, εντάσσεται στα περιουσιακά εγκλήματα ή αλλιώς εγκλήματα κατά της περιουσίας, στα οποία το έννομο αγαθό, το οποίο προσβάλλεται είναι η περιουσία του θύματος.
Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πληρείται όταν συντρέχουν σωρευτικά τρεις συμπεριφορές-περιστάσεις, οι οποίες συνδέονται αιτιωδώς μεταξύ τους. Πιο συγκεκριμένα, χρειάζεται ο δράστης, μέσω της παραπλανητικής του συμπεριφοράς, να πείσει το θύμα να προβεί σε περιουσιακή διάθεση, να λάβει χώρα η περιουσιακή διάθεση από το θύμα και τέλος να επέλθει βλάβη στην περιουσία του θύματος. Γι’ αυτό η απάτη υπάγεται στα «εγκλήματα αποτελέσματος από ειδική συμπεριφορά», δεδομένου ότι το αποτέλεσμα προέρχεται από μία ειδικά περιγραφόμενη στο νόμο συμπεριφορά. Το έγκλημα τυπικά περατώνεται με την επέλευση της περιουσιακής βλάβης, δηλαδή τη μείωση της περιουσίας του θύματος, ενώ ο προσπορισμός του παράνομου περιουσιακού οφέλους συνιστά την ουσιαστική αποπεράτωση του εγκλήματος. Η διάκριση μεταξύ τυπικής και ουσιαστικής αποπεράτωσης θεωρητικά μόνο έχει σημασία, αφού για την ποινική τιμώρηση του δράστη της απάτης βάσει 386 ΠΚ, αρκεί η επέλευση περιουσιακής βλάβης.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέταση των επιμέρους πράξεων εξαπάτησης, αφού ο νόμος ορίζει τις αξιόποινες παραπλανητικές συμπεριφορές και δεν αρκείται σε μία αφηρημένη έννοια που νοερά περιλαμβάνει κάθε συμπεριφορά. Ειδικότερα, παράσταση ψευδούς γεγονότος ως αληθινού είναι η ανακοίνωση γεγονότος, το οποίο δεν υπάρχει και από τη χρήση του όρου «γεγονότος» εύλογα συνάγεται ότι αποκλείονται καταστάσεις και περιστατικά που αναφέρονται στο μέλλον. Επιπλέον, το «γεγονός» προσλαμβάνει μία αντικειμενική διάσταση, σύμφωνα με την πάγια θέση της νομολογίας, καθώς δεν είναι δυνατόν να εξετάζονται τα ενδιάθετα φρονήματα και οι σκέψεις του δράστη, πολλώ δε μάλλον να τιμωρείται για αυτά. Από την άλλη, απόκρυψη είναι η παρεμπόδιση κάποιου να λάβει γνώση των γεγονότων, της αλήθειας, ενώ παρασιώπηση είναι η παράλειψη ανακοίνωσης των τελευταίων, η οποία απαιτείται να είναι αθέμιτη, με την έννοια ότι ο δράστης στερείται του δικαιώματος να το κάνει. Η τέλεση της απάτης με τη μορφή της παρασιώπησης την καθιστά έγκλημα γνήσιας παράλειψης, αφού δεν απαιτείται ενέργεια, αλλά παράλειψη ανακοίνωσης της αλήθειας.
Το δεύτερο αποτέλεσμα που απαιτείται να επέλθει για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος είναι η κατάπειση άλλου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Χρειάζεται, επομένως, η άσκηση επιρροής από τον δράστη, με σκοπό να δημιουργηθεί «πλάνη» στο θύμα, η οποία, με τη σειρά της, θα οδηγήσει στην περιουσιακή διάθεση. Φυσικά, για τη στοιχειοθέτηση της απάτης η πλάνη πρέπει να δημιουργηθεί με τα μέσα εξαπάτησης που προβλέπονται στον νόμο, ήτοι με παράσταση ψευδών γεγονότων, με απόκρυψη ή παρασιώπηση και όχι με άλλα μέσα που τυχόν επιφέρουν το ίδιο αποτέλεσμα. Η ύπαρξη πλάνης δεν καταφάσκεται μόνο στην περίπτωση της παράστασης γεγονότων που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, αλλά και σε αυτή της ελλιπούς γνώσης ή ενημέρωσης σχετικά με κάποιο γεγονός. Το τρίτο και τελικό αποτέλεσμα με το οποίο ολοκληρώνεται η τέλεση του εγκλήματος είναι, όπως έχει ήδη αναφερθεί, η επέλευση της περιουσιακής βλάβης, δηλαδή η μείωση της περιουσίας που προξενείται μέσω της περιουσιακής διάθεσης. Αμφισβητήσιμο είναι αν ως «βλάβη» μπορεί να νοηθεί και η διακινδύνευση της περιουσίας, με την επικρατούσα γνώμη να δέχεται ότι μπορεί η διακινδύνευση να συνιστά βλάβη, αν ο κίνδυνος προκαλεί μείωση της ενεστώσας αξίας της περιουσίας, ώστε να μπορεί να αποτιμηθεί ως επελθούσα βλάβη.
Τέλος, όσον αφορά την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, απαιτείται δόλος, δηλαδή ο δράστης πρέπει να γνωρίζει ότι με την παράσταση ψευδών γεγονότων, με απόκρυψη ή με παρασιώπηση βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και να το επιδιώκει ή έστω να το αποδέχεται. Ειδικότερα, για την παράσταση ψευδών γεγονότων απαιτείται «γνώση» από τον νόμο, γεγονός που αποκλείει τον ενδεχόμενο δόλο, οπότε και χρειάζεται δόλος τουλάχιστον δευτέρου βαθμού. Η υποκειμενική υπόσταση της απάτης περιέχει και έναν πρόσθετο σκοπό, που δεν είναι άλλος από τον προσπορισμό παράνομου περιουσιακού οφέλους στον δράστη ή σε άλλον, καθιστώντας έτσι το έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης. Αυτός ο χαρακτηρισμός εισάγει εξαίρεση στον κανόνα ότι η υποκειμενική υπόσταση πρέπει να επικαλύπτει ακριβώς την αντικειμενική, αφού στην περίπτωση αυτή την υπερκαλύπτει εισάγοντας ένα πρόσθετο στοιχείο, το οποίο δεν αντιστοιχεί στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Τα περιουσιακά εγκλήματα- Άρθρα 385-405 ΠΚ, Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2020