10.4 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΒαϊμάρη: Μια υποθηκευμένη δημοκρατία

Βαϊμάρη: Μια υποθηκευμένη δημοκρατία


Του Λάμπρου Βέλλιου,

Στη Βαϊμάρη το 1919, αναδύθηκε μέσα από τις φλόγες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) κι εγκαθιδρύθηκε πάνω στις στάχτες οικουμενικών οραμάτων μια «ανεπιθύμητη δημοκρατία». Η πόλη της Βαϊμάρης, στην οποία γεννήθηκαν σπουδαίες προσωπικότητες, όπως ο Σίλερ κι ο Γκαίτελ έδωσε στην πρώτη γερμανική κοινοβουλευτική δημοκρατία το όνομά της, Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Το βασικό ερώτημα που αναδύεται αφορά στο «πώς» και στο «γιατί» το γερμανικό έθνος, κατέλυσε για πρώτη φορά τη βασιλεία κι αναζήτησε τα πρώτα ψήγματα αστικής δημοκρατίας και κοινοβουλευτισμού. Πρόκειται για μια ειδυλλιακή εικόνα ή για μια ιστορική κατασκευή των συντηρητικών δυνάμεων;

H Γερμανία αμέσως μετά τον Μεγάλο Πόλεμο μετρούσε τεράστιες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, αλλά και σε υλικοτεχνική υποδομή. Απώλειες οι οποίες είναι αποτέλεσμα των εξελιγμένων και θανατηφόρων όπλων και μέσων που χρησιμοποιήθηκαν, όπως χημικά όπλα και βομβαρδιστικά αεροπλάνα. Ο γερμανικός λαός επιβαρυνόμενος από θανάτους, φτώχεια και ανεργία που προκάλεσε η οδυνηρή ήττα στον πόλεμο, θυμωμένος και ταπεινωμένος ταυτόχρονα, αναζητούσε κάποια λύση. Η Γερμανία, με τον Κάιζερ εκθρονισμένο και τον καγκελάριο Μαξ της Βάδης παραιτημένο, κινδύνευε να βυθιστεί στο χάος.

Το απόγευμα της 9ης Νοεμβρίου 1918, στο Ράιχσταγκ του Βερολίνου συνεδριάζει η ηγεσία των Σοσιαλδημοκράτων, με κεφαλές του κόμματος τότε τον Φρίντριχ Έμπερτ και τον Φίλιπ Σάιντεμαν, οι οποίοι ήταν σε απόγνωση. Στην Unter den Linden, λίγα τετράγωνα παρακάτω οι Σπαρτακιστές με επικεφαλής την Λούξεμπουργκ και τον Λίμπκνεχτ, ετοιμάζονται να κηρύξουν τη γερμανική σοβιετική δημοκρατία με αιτήματα, όπως την κοινωνικοποίηση της βιομηχανίας, την ανάληψη της διοίκησης του στρατού από το κεντρικό σοβιέτ και την συγκρότηση πολιτοφυλακής. Ο Σάιντεμαν ξαφνικά συλλαμβάνει την ιδέα να πάει σε ένα παράθυρο χωρίς να συμβουλευτεί κανέναν, το οποίο κοιτούσε προς την πλευρά της Koenigsplatz και μπροστά στους χιλιάδες συγκεντρωμένους να ανακηρύξει την ίδρυση της δημοκρατίας, που εμείς γνωρίζουμε ως Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Μια δημοκρατία που κουβαλά ως προπατορικό της αμάρτημα την καταστολή της εξέγερσης των Σπαρτακιστών και τη δολοφονία των ηγετών τους, Λούξεμπουργκ και Λίμπκνεχτ.

Οι Σπαρτακιστές. Πηγή εικόνας: lifo.gr

Καρπός ενός συμβιβασμού μεταξύ των διαφόρων πολιτικών δυνάμεων, το Σύνταγμα αντιπροσώπευε ό,τι πιο προοδευτικό και δημοκρατικό μπορούσε να υπάρξει εκείνη τη στιγμή. Ταυτόχρονα οριοθετούσε τις διάφορες εξουσίες και περιείχε θεμελιώδεις διατάξεις για την παιδεία, την κοινωνική πολιτική, τις σχέσεις εργασίας, αλλά όχι όμως για το δικαίωμα της απεργίας.

Το σύνταγμα της Βαϊμάρης δεν ήταν αδύναμο, καταφέρνοντας να αντιμετωπίσει ακροδεξιές απόπειρες πραξικοπήματος όπως αυτές του Καπ και του Χίτλερ, αλλά και την κατάληψη του Ρουρ από τους Γάλλους το 1923. Οι άνθρωποι που ανέλαβαν να αποτυπώσουν το νέο αυτό σύνταγμα δεν συμπεριέλαβαν σε αυτό διατάξεις-φραγμούς στην κατάλυση του, με τον φόβο ότι αυτές ισοδυναμούν με επιστροφή στο προηγούμενο αυταρχικό καθεστώς. Έτσι, αυτή η δημοκρατία έμελλε να περάσει από μεγάλες και πολυεπίπεδες δυσκολίες, μέχρι την κατάλυσή της.

Ο εκτροχιασμός ξεκίνησε με την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών (1919), η οποία όριζε την απώλεια πλούσιων γερμανικών περιοχών προς την Γαλλία, την Αγγλία και την Πολωνία, ενώ η βιομηχανική καρδιά της Γερμανίας, η περιοχή κοντά στο Ρήνο θα βρισκόταν υπό γαλλική αστυνόμευση για τα υπόλοιπα 15 χρόνια. Το πιο ακανθώδες ζήτημα όμως αφορούσε τις υπέρογκες αποζημιώσεις που έπρεπε να αποπληρώσει η Γερμανία, πράγμα ακατόρθωτο αν αναλογιστούμε τα οικονομικά δεδομένα της χώρας.

Η υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Πηγή εικόνας: tovima.gr

Λόγω του γεγονότος πως η Δημοκρατία της Βαϊμάρης ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με το πνεύμα του Βερολίνου, απογοήτευε τους ανθρώπους των αγροτικών περιοχών. «Το Βερολίνο δεν είναι Γερμανία», έλεγε ο Βαυαρός συγγραφέας Λούντβιχ Τόμα. «Για την ακρίβεια είναι το αντίθετο – είναι διεφθαρμένο και μολυσμένο από τη γαλικιανή βρώμα». Οι αγρότες έβλεπαν τις κυβερνήσεις με μια σειρά από μέτρα να ενισχύουν τις εξαγωγές και να υπογράφουν ως αντάλλαγμα, συμφωνίες εισαγωγής προϊόντων με μείωση των δασμών. Αυτό όμως έρχονταν σε αντίθεση με τα συμφέροντα των αγροτών, οι οποίοι επιζητούσαν δασμούς στις εισαγωγές και υψηλότερες τιμές στα τρόφιμα. Ακόμη, μια εμπορική συμφωνία του 1929 για εισαγωγές τροφίμων από την Πολωνία, σε συνδυασμό και με το οικονομικό κραχ που ξεκίνησε από την Αμερική, κι οι συνέπειες του εξαπλώθηκαν παγκοσμίως, ξεσήκωσε μεγάλη οργή στις αγροτικές περιοχές. Το 1927 και το 1928 οι τιμές των τροφίμων σε παγκόσμια κλίμακα, μειώθηκαν ξαφνικά με πολύ γοργούς ρυθμούς. Πολλοί αγρότες δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν τους φόρους τους.

Έτσι, εν μέσω της οικονομικής κρίσης που είχε πλήξει τη γεωργία αναδύθηκε ένα ριζοσπαστικό αγροτικό κίνημα διαμαρτυρίας που αυτοαποκαλούνταν Λάντφολκ (λαός της επαρχίας), το όποιο ξεκίνησε από τη βόρεια πρωσική επαρχία του Σλέσβιν-Χολστάιν πριν εξαπλωθεί και στην υπόλοιπη Γερμανία με αιτήματα όπως, ευκολότερη πίστωση, αναστολή των περικοπών στα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας και νέους δασμούς στα προϊόντα.

Η θεαματική άνοδος του ναζισμού ως απότοκο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, πραγματοποιήθηκε με σκηνικό τη Μεγάλη Ύφεση. Κατά το έτος 1929 το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα μετρούσε ήδη 178.000 εγγεγραμμένα μέλη, που προέρχονταν κυρίως από τις μεσαίες τάξεις, τους αγρότες, ενώ το με μικρότερη συμμετοχή εργατών και υπαλλήλων. Από το 2,6% και 12 βουλευτές που είχε στις εκλογές του 1928 εκτοξεύεται στο 37% στις εκλογές της 31ης Ιουλίου 1932 για να παραμείνει πρώτο κόμμα στις 6 Νοεμβρίου 1932, όπου 230 ένστολοι βουλευτές του μπαίνουν στο Ράιχσταγκ. Στο μεσοδιάστημα των δύο εκλογών η πολιτική βία των παραστρατιωτικών και οι επιθέσεις της κυβέρνησης εναντίον των εργαζομένων ήταν στην ημερήσια διάταξη. Οι Σοσιαλδημοκράτες και τα αστικά κόμματα είχαν στρώσει τον δρόμο του Χίτλερ προς την εξουσία.

Τον Μάρτιο του 1930, στην εξουσία βρίσκεται ο επικεφαλής του Καθολικού Κόμματος του Κέντρου, Χάινριχ Μπρύνινγκ που κυβέρνησε δυο χρόνια, χωρίς πλειοψηφία, νομοθετώντας με βάση το άρθρο 48 του Συντάγματος. Η πολιτική του και με πρόσχημα την απαίτηση αποπληρωμής του χρέους περιελάμβανε: αυξήσεις φόρων, επιβολή έκτακτων εισφορών στους μισθωτούς, περικοπές μισθών, αύξηση εισφορών των εργαζομένων και περικοπές κοινωνικών παροχών, ενώ καταπατούνταν δικαιώματα και κατακτήσεις των εργαζομένων της προηγούμενης περιόδου. Η χώρα βυθίζεται σε γενική κρίση με κύρια χαρακτηριστικά την ανεργία και αργότερα τον πληθωρισμό. Το 1931, η Γερμανία είχε ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας. Εκείνο το έτος υπήρξαν 6.000.000 άνεργοι πολίτες, περίπου το 40% του ενεργού πληθυσμού, ενώ την ίδια στιγμή 8.000.000 ήταν οι άνεργοι μερικής απασχόλησης.

Το 1932 ο Πρόεδρος Χίντενμπουργκ διέλυσε την κυβέρνηση διορίζοντας τον φον Πάπεν καγκελάριο. Παράλληλα η εργατική τάξη βλέποντας την αποτυχία των Σοσιαλδημοκρατών και των Κεντρώων στράφηκε στην μόνη ενδεδειγμένη λύση στους κομμουνιστές. Η αστική τάξη της Γερμανίας αντιδρώντας δεν δίστασε να εναγκαλιστεί με τους Ναζί χρηματοδοτώντας το κόμμα και τις παραστρατιωτικές οργανώσεις τους. Έτσι, Ο Χίτλερ κατάφερε να έχει την πολιτική και οικονομική βοήθεια των επιχειρηματιών, των γαιοκτημόνων και των εν ενεργεία ή απόστρατων επικεφαλής του στρατού. Παράλληλα, είχε εξασφαλίσει την ανοχή ή και τη στήριξη των αστικών κομμάτων. Ο Χίτλερ έγινε καγκελάριος στις 30 Ιανουαρίου 1933 και μόλις 27 μέρες μετά φέρεται να έκαψε το κοινοβούλιο κατηγορώντας τους κομμουνιστές, κάτι που σηματοδοτούσε και το τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης η οποία διήρκεσε 14 χρόνια (1919-1933).

Χειραψία του Χίτλερ με τον Χίντενμπουργκ. Πηγή εικόνας: 15min.lt

Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, απέτυχε, όντας προοδευτική αλλά και συνάμα πρωτοπόρα σχετικά με τα νομοθέτηματά της σε μια συντηρητική κοινωνία όπως αυτήν της Γερμανίας που είχε γνωρίσει και βιώσει μόνο αυταρχικά καθεστώτα. Πολλοί οι παράγοντες της αποτυχίας, καθοριστικό όμως αποτελεί το γεγονός πως όπως και στην Ιταλία, έτσι και στη Γερμανία, χρειάστηκαν όχι μόνο άθλιες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες αλλά και απώλεια της πίστης στο δημοκρατικό ιδεώδες συνάμα με αυταρχισμό για να κλονιστεί συθέμελα το πολίτευμα. Πολίτευμα, το οποίο από την αρχή όπως φάνηκε παραπάνω, χαράχθηκε στο μυαλό μεγάλου μέρους του πληθυσμού ως κάτι ξένο που επιβλήθηκε στους Γερμανούς λόγω της ήττας τους, και όχι ως κεκτημένο.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Hett B. (2019), Ο θάνατος της Δημοκρατίας – Η πτώση της Βαϊμάρης και η άνοδος του Ναζισμού, Αθήνα: Διόπτρα.
  • Ποια ήταν η περίφημη Δημοκρατία της Βαιμάρης;, cna.gr, Διαθέσιμο εδώ
  • Κοσμά, Αλεξάνδρα, 100 χρόνια από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, dw.com, Διαθέσιμο εδώ
  • Παπαδόπουλος, Χρήστος, Δημοκρατία της Βαϊμάρης: «Αποτυχημένο» πολίτευμα;, pollsandpolitics.gr, Διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Λάμπρος Βέλλιος
Λάμπρος Βέλλιος
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πρέβεζα και είναι τεταρτοετής φοιτητής του Τμήματος Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Κατέχει πολύ καλή γνώση αγγλικών και μέσω της σχολής διδάσκεται τη Ρωσική γλώσσα. Συμμετείχε στο πρόγραμμα Erasmus :Water and sustainable development” και στην εθελοντική ομάδα του ΠΑΜΑΚ που αφορούσε το 10o Teen Business school. Συμμετείχε σε συνέδρια και σεμινάρια κοινωνικού, οικονομικού κaι ιστορικού ενδιαφέροντος. Στον ελεύθερο χρόνο του αρέσει να ασχολείται με τη γυμναστική και τον αθλητισμό, αλλά και την ανάγνωση βιβλίων.