Της Δωροθέας Λυπηρίδου,
Γίνεται αντιληπτό στις μέρες μας πως εξαιτίας των έντονων ρυθμών της καθημερινότητας η ανάγκη για διευκόλυνση στο θέμα των μετακινήσεων, ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα, είναι μεγάλη. Τα πρόσωπα που ωφελούνται είτε από την κτήση είτε από την χρήση του αυτοκινήτου είναι υπεύθυνα για την αποκατάσταση των ζημιών που μπορούν να προκληθούν από αυτό, απέναντι σε τρίτους. Ο νόμος ΓπΝ’/1911 αφορά τον ιδιοκτήτη, τον κάτοχο και τον οδηγό αυτοκινήτου σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας κατά την λειτουργία του αυτοκινήτου. Για το αυτοκινητικό ατύχημα αρκεί και η πρόκληση βλάβης εξαιτίας τεχνικών γεγονότων, ενώ δεν ενδιαφέρει τον νόμο αν αυτό οφείλεται σε ενέργεια, παράλειψη ή υπαιτιότητα των υπευθύνων.
Αναφορικά με τα πρόσωπα στα οποία αποσκοπεί να προστατεύσει ο νόμος, ο ίδιος ρυθμίζει την ευθύνη λόγω ζημιών απέναντι σε τρίτους, όπως προαναφέρθηκε. Ωστόσο, δεν συμπεριλαμβάνονται στο παραπάνω πλαίσιο τόσο ο οδηγός, ο κάτοχος και ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου, όσο και οι επιβαίνοντες του, αλλά και οι δικαιούχοι των αντικειμένων που μεταφέρονται με αυτό. Οι παραπάνω κατηγορίες δεν διέπονται από την ειδική ρύθμιση του ΓπΝ’/1911 αλλά από το γενικότερο πλαίσιο των άρθρων ΑΚ 914 και επ. περί αδικοπρακτικής ευθύνης. Εξαίρεση αποτελούν οι ζημίες προσώπων και πραγμάτων που επιβαίνουν σε λεωφορείο.
Ως υπεύθυνο στην θέση του ιδιοκτήτη θα αναζητήσουμε τον κύριο του αυτοκινήτου κατά τον χρόνο πραγμάτωσης του ατυχήματος, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως ο ιδιοκτήτης υπέχει ευθύνη (σε περιορισμένα και λιγότερο αυστηρά πλαίσια) ακόμα και όταν αυτός δεν είναι ο οδηγός ή ο κάτοχος του οχήματος. Στην περίπτωση του οδηγού θα στραφούμε σε αυτόν που κατεύθυνε το όχημα κατά τον χρόνο τέλεσης του ατυχήματος. Σημειώνεται πως ενδιαφέρον προκαλεί η τρίτη περίπτωση υπευθύνου που μπορούμε να βρούμε σε ένα αυτοκινητικό ατύχημα, αυτή του κατόχου του οχήματος. Σε αυτή την κατηγορία, η κατοχή δεν συνδέεται με την κατοχή των εμπράγματων δικαιωμάτων, για αυτό και κάτοχος θεωρείται αυτός που εκμεταλλευόταν το όχημα κατά τον χρόνο του ατυχήματος. Το όχημα δηλαδή βρισκόταν στο δικό του όνομα με σκοπό το οικονομικό ή επαγγελματικό όφελος, ή την κάλυψη άλλων αναγκών. Κάτοχος θεωρείται και ο κλέφτης, ενώ αξιοσημείωτο είναι πως η παράνομη και αυθαίρετη κατάληψη του οχήματος αίρει την προγενέστερη κατοχή και έτσι οι προκάτοχοι δεν φέρουν καμία ευθύνη.
Η αξίωση αποζημίωσης παραγράφεται σε δυο χρόνια από την ημερομηνία τέλεσης του ατυχήματος. Ο υπεύθυνος από αυτοκινητικό ατύχημα υποχρεούται να καταβάλει αποζημίωση σε όσους έχει ζημιώσει, και σε εξαιρετικές περιπτώσεις και σε τρίτους που έμμεσα ζημιώνονται από τον τραυματισμό ή την θανάτωση του άμεσα ζημιωθέντος. Τέτοιες περιπτώσεις είναι για παράδειγμα αυτές των συγγενικών προσώπων που στηρίζονται οικονομικά (π.χ. διατροφή) ή με κάποιον άλλο τρόπο στο θύμα. Όπως ακόμα και αυτοί που είχαν δικαίωμα να απαιτήσουν από αυτό το ίδιο την παροχή υπηρεσιών. Για τον λόγο αυτό μπορούν να εφαρμοστούν αναλογικά οι ΑΚ 928, 929 αλλά και η ΑΚ 932 περί ηθικής βλάβης όπου είναι δυνατό.
Η ευθύνη του ιδιοκτήτη εκτείνεται μέχρι την αξία του αυτοκινήτου, στις περιπτώσεις που δεν υπήρξε παράλληλα κάτοχος ή οδηγός του οχήματος, την στιγμή του ατυχήματος, ή να διαθέσει το όχημα στον ζημιωθέντα. Η αξία του αυτοκινήτου υπολογίζεται ως αυτή πριν το ατύχημα. Ταυτόχρονα, όταν βρίσκονται στην θέση του υπεύθυνου περισσότερα τους ενός πρόσωπα, όπως για παράδειγμα ιδιοκτήτης, οδηγός και κάτοχος, αλλά και τρίτοι, δημιουργείται ενοχή εις ολόκληρόν όλων μαζί απέναντι στον ζημιωθέντα.
Παρά ταύτα, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις απαλλαγής των εχόντων την ευθύνη από την καταβολή αποζημίωσης, σε περίπτωση που μπόρεσαν να αποδείξουν λόγους ανωτέρας βίας, αποκλειστική υπαιτιότητα του θύματος ή πταίσμα τρίτου προσώπου εφόσον αυτό είναι αποκλειστικό, ή ακόμα και από ελάττωμα του αυτοκινήτου, το οποίο δεν δύναται να γνώριζε ο οδηγός παρά τις όποιες προσπάθειες επιμέλειας είχε καταβάλει.
Σημαντικό είναι ότι πρέπει να σκεφτόμαστε πως το κάθε περιστατικό είναι διαφορετικό και αντιμετωπίζεται σύμφωνα με τα πραγματικά γεγονότα που το συνόδευσαν. Ο νόμος ΓπΝ’/1911 διατηρήθηκε σε ισχύ μετά την εισαγωγή του ΑΚ και του ΚΟΚ θεσπίζοντας ειδική ευθύνη και μάλιστα ευθύνη από διακινδύνευση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, Νοέμβριος 2013