Του Ηλία-Λεωνίδα Λεοντάρη,
Η Βαλκανική χερσόνησος ή αλλιώς χερσόνησος του Αίμου, πήρε το όνομά της από το οθωμανικό Balcan που σημαίνει ψηλό βουνό. Το βουνό αυτό δεν είναι άλλο από την Οροσειρά του Αίμου, η οποία αποτελεί εξέχον γεωφυσικό στοιχείο της περιοχής και διαπερνά κυρίως τις σημερινές χώρες Βουλγαρία και Σερβία, ως φυσική προέκταση των Καρπαθίων Όρων. Από την αρχαιότητα ακόμα, η περιοχή αυτή αποτελούσε πολύ σημαντική, καθώς τα φύλα της εποχής εκείνης (Σκύθες, Ιλλυρίοι, Θράκες, Δάκες κλπ.), ερχόντουσαν σε συνεχή ρήξη με τα νοτιότερα ελληνικά, γεγονός που οδηγούσε είτε σε πολεμικές συρράξεις (για παράδειγμα τις εκστρατείες του Φιλίππου του Β΄ κατά των Ιλλυριών το 358 π.Χ. για να τους αναχαιτίσει), είτε σε συμφωνίες και συνθήκες ειρήνης μεταξύ των εκάστοτε κρατών. Αργότερα, κατά τα ρωμαϊκά χρόνια, η βαλκανική, ήταν μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, συνεπαγόμενη την μετέπειτα ένταξή της στην Βυζαντινή επικράτεια. Και τότε (6ος αιώνας μ.Χ.) κάνουν την εμφάνισή τους φύλα προερχόμενα κυρίως από τα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας, δημιουργώντας προβλήματα, στην κεντρική διοίκηση, τα οποία ταλάνιζαν το κράτος για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Οι Άβαροι αποτελούσαν νομαδικό φύλο, το οποίο προήλθε από τα βάθη της Ασίας κατά τον 6ο αιώνα μ.Χ. Ίδρυσε το Χαγανάτο των Αβάρων περί το 532 μ.Χ. υπό τον Μπαγιάν τον Α΄, με ιδιαίτερα ρευστά σύνορα, καθώς οροθετούνταν αρχικά στην περιοχή της Κριμαίας, αργότερα τον επόμενο αιώνα έφτασε βόρεια του Δούναβη, ενώ τον 7ο αιώνα βρίσκεται στα δυτικά των Βαλκανίων. Είχε οργάνωση τόσο πολιτική, όσο και στρατιωτική. Οι Άβαροι πραγματοποιούσαν ληστρικές επιδρομές κατά του Βυζαντινού κράτους στα βόρεια σύνορά του, πράγμα που οδηγούσε στον διαρκή φόβο των κατοίκων και τη σταδιακή ερήμωση της υπαίθρου. Το 561/2 μ.Χ. οι Άβαροι υπό τον Χαγάνο Βαϊανό, εγκαθίστανται στα βορειοανατολικά του Δούναβη ποταμού, κάνοντάς τον πλέον το φυσικό σύνορο με τη Βυζαντινή επικράτεια. Λίγα χρόνια αργότερα (573/4 μ.Χ.) πέρασαν τον Δούναβη και επιτέθηκαν κατά του Βυζαντίου, καταλαμβάνοντας τις περιοχές γύρω από την στρατηγικής σημασίας πόλη Σίρμιο. Οι ολιγάριθμοι αλλά αρκετά οργανωμένοι Άβαροι θα υποτάξουν τους πολυάριθμους -χωρίς κράτος- Σλάβους, τους οποίους θα χρησιμοποιήσουν ως στρατιωτικό σώμα.
Μαζί με τους Σλάβους θα πραγματοποιήσουν μια σειρά πολεμικών επιχειρήσεων κατά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με γεγονός σταθμό, αρχικά, την τριετή επιτυχημένη πολιορκία του Σιρμίου (579-582 μ.Χ.) το οποίο και έγινε πρωτεύουσα του Αβαρικού κράτους. Έπειτα, οι συνασπισμένοι Άβαροι και Σλάβοι, έφτασαν να πολιορκούν τη Θεσσαλονίκη, ανεπιτυχώς, καθώς δεν διέθεταν ούτε τον εξοπλισμό, ούτε τις στρατηγικές τακτικές για να καθυποτάξουν μια τόσο καλά οχυρωμένη πόλη. Και μόνον βέβαια το γεγονός ότι έφτασαν μέχρι τη Θεσσαλονίκη (οι Σλάβοι αργότερα θα δούμε ότι έφτασαν να κάνουν επιδρομές μέχρι την Πελοπόννησο), δείχνει την αδυναμία της κεντρικής διοίκησης να τους ελέγξει και να τους καταστείλει παραδειγματικά. Ο αυτοκράτωρ Μαυρίκιος είχε το βλέμμα του στραμμένο περισσότερο στην Ανατολή όπου εκστράτευε κατά των Περσών. Μετά την συνθήκη με τους Πέρσες το 591, κατάφερε να προβεί σε εκκαθαρίσεις των περιοχών κατάληψης από τους Αβαροσλάβους, και το 598 να συνάψει συνθήκη ειρήνης μαζί τους, εκδιώκοντάς τους πέρα από τον Δούναβη. Παρόλα αυτά, οι Σλάβοι δεν ακολούθησαν απαραίτητα την τύχη των Αβάρων, όντας πολυάριθμοι, ανεξέλεγκτοι και με νομαδικές συνήθειες παρέμειναν σε διάφορα σημεία εγκατεστημένοι εντός Βυζαντινής επικράτειας.
Στις αρχές του 7ου αιώνα, επί αυτοκράτορος Φωκά, θα ξεκινήσει ξανά μια γενικευμένη σύρραξη των Αβάρων και των Σλάβων κατά του Βυζαντίου. Πολιορκούν θέσεις κλειδιά, κάνουν επιδρομές κατά της υπαίθρου και φτάνουν στο σημείο να πολιορκήσουν ξανά, ανεπιτυχώς, τη Θεσσαλονίκη, όπως επίσης και την ίδια την Κωνσταντινούπολη το 626. Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος βρισκόταν στα ανατολικά σύνορα όπου πολεμούσε με τους Πέρσες, γι’ αυτό και την άμυνα της πόλης φρόντισε ο Πατριάρχης Σέργιος με απόλυτη επιτυχία. Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα αρχίζει η πτώση της ισχύος των Αβάρων και η παρακμή τους. Αυτό συνέβη αφενός δεδομένου ότι δεν είχαν εθνολογική συνοχή και ομοιογένεια, καθότι αποτελούνταν από πολλά ξένα φύλα και αφετέρου, μετά τις αποσχιστικές τάσεις των Σλάβων και άλλων συνιστωσών (μετά από διπλωματία με τους Βυζαντινούς και τους Φράγκους), όπως επίσης και των πιέσεων από τις αναδυόμενες δυνάμεις, τους Σέρβους και τους Βούλγαρους.
Οι Σλάβοι, ως λαός, δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια από πού προήλθαν. Μια θεωρεία υποστηρίζει ότι ήταν ουννικό φύλο, το οποίο μετά τον θάνατο του Αττίλα περί το 450 μ.Χ. διασπάστηκε από τους υπόλοιπους και βρέθηκε εγκατεστημένο στην περιοχή του Όντεν στα ανατολικά του σημερινού Βερολίνου και περί το 515/520 στα βόρεια του Δούναβη. Γενικά θεωρείται πρωτόγονος για την εποχή λαός, πολυπληθής, διασπαρμένος σε πάρα πολλές ομάδες, ο οποίος συνήθιζε να φέρει ελάχιστη ποικιλία ενδυμάτων, απλών, από δέρματα ζώων και είχε στις δοξασίες του την ύπαρξη νεράιδων, νυμφών, ξωτικών και άλλων χθόνιων και μη θεοτήτων. Φέρουν ελαφρύ οπλισμό που απαρτίζεται από ένα μικρό ακόντιο και ξίφος, ενώ δεν έχουν ιδιαίτερες πολεμικές τακτικές και στρατιωτική οργάνωση. Εκμεταλλευόμενοι το φυσικό περιβάλλον, πραγματοποιούν ληστρικές επιδρομές κατά της Βυζαντινής υπαίθρου, βρίσκοντας καταφύγιο σε δυσπρόσιτες περιοχές, κάνοντας δύσκολη τη σύλληψή τους. Δεν έχουν κεντρική εξουσία, παρά πολλές ομάδες με διάφορα συμφέροντα και τακτικές.
Τα κοινά χαρακτηριστικά αυτών των ομάδων του υλικού τους πολιτισμού ήταν η καύση των νεκρών, η χειροποίητη κεραμική (και όχι η τροχήλατη) και ο κοινός τύπος ημιυπόγειας κατοικίας. Οι οικισμοί τους αποτελούνταν από 8-10 οικείες απόλυτα όμοιες μεταξύ τους, πράγμα που δείχνει την παντελή έλλειψη κοινωνικής διαστρωμάτωσης και την απουσία ηγετικής φυσιογνωμίας. Γενικά αποφασίζουν οι γέροντες του κάθε οικισμού ή όσοι μπορούσαν να φέρουν όπλο, ενώ σε καιρό πολέμου, πολλοί οικισμοί μαζί εξέλεγαν έναν Ρήγα, με πολεμικές αρμοδιότητες.
Ασχολούνται κυρίως με την γεωργία, γι’ αυτό μετακινούνται προς εύρεση εύφορων εδαφών. Αργότερα που θα ενσωματωθούν στη Βυζαντινή επικράτεια θα ασχοληθούν και με το εμπόριο. Κατά το 590-620 μ.Χ. αρχίζει η φάση της μόνιμης εγκατάστασής τους στην Βυζαντινή επικράτεια, σε περιοχές με δημογραφικό κενό, όπου δημιουργούνται και οι πρώτες σκλαβηνίες, δηλαδή «νησίδες» Σλαβικών πληθυσμών μέσα στην αυτοκρατορία. Αυτό γίνεται έκδηλο και από τα σλαβικά τοπωνύμια, όπως λόγου χάρη η Πρέβεζα που προέρχεται από την σλαβική λέξη prevoz = πορθμείο. Οι ομάδες που εγκαταστάθηκαν υπάγονταν απευθείας στο Βυζαντινό πολιτειακό σύστημα και τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Διατήρησαν τα πολιτισμικά τους στοιχεία και επηρεάστηκαν εν πολλοίς από τον εκάστοτε γηγενή πληθυσμό, πράγμα που γίνεται πρόδηλο από την εγκατάλειψη του μέχρι πρότινος τύπου οικείας τους. Η ενσωμάτωσή τους έγινε ειρηνικά μέσω διπλωματίας, με κάποιες εξαιρέσεις προφανώς, όπου μπορεί να χρειαζόταν η επέμβαση του στρατού για να καταστείλει ανυπακοή ή επανάσταση (εκστρατεία του Κώνσταντος Δ΄ στη Θεσσαλονίκη το 678, εκστρατεία του Ιουστινιανού Β΄ στη βόρεια Βαλκανική το 688 κλπ.) Σε γενικές γραμμές πάντως το Βυζαντινό κράτος ωφελήθηκε από τον σλαβικό πληθυσμό, καθώς εκτός της κάλυψης του δημογραφικού κενού ορισμένων περιοχών, δυνάμωνε την άμυνα των ανατολικών επαρχιών με την αποστολή εγκατάστασης Σλάβων εκεί και αυτό έκανε ευκολότερη την αφομοίωσή τους στη Δύση λόγω αποδυνάμωσης του σλαβικού στοιχείου και αποφυγής πλέον των επιδρομών που ταλάνιζαν τους Βυζαντινούς και σχεδόν δυο αιώνες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Μαρία (1992), Οι Βαλκανικοί Λαοί κατά τους Μέσους Χρόνους, Θεσσαλονίκη: Βάνιας.
- Ostrogorsky, Georg (2012), Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμος 1, επιμ. Χρυσός Ευάγγελος, Αθήνα: Πατάκης.
- Vryonis, Speros Jr. (2008), “Byzantium, its Slavic Elements and their Culture (Sixth To Ninth Centuries)”: Byzantina Symmeikta, vol. 16, p. 63-85.
- Preiser-Kapeller, Johannes & Reinfandt, Lucian & Stouraitis, Yannis (2020), Migration Histories of the Medieval Afroeurasian Transition Zone: Aspects of mobility between Africa, Asia and Europe, 300-1500 C.E., Boston.