Του Κωνσταντίνου Γκαμπή,
Αυτή τη στιγμή πάνω από 15 εκατομμύρια Βρετανοί, δηλαδή ένας στους τέσσερις περίπου, ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, τη στιγμή, μάλιστα, που το ποσοστό ανεργίας είναι στο ιστορικό χαμηλό επίπεδο του 3,8%. Η Βρετανία περνάει μία δύσκολη οικονομικά περίοδο λόγω του υψηλού πληθωρισμού και του κόστους ενέργειας, με την προβλεπόμενη ανάπτυξη για φέτος να είναι στο 0,4% και για το 2024 στο 1%. Η κατάσταση για τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα γίνεται ακόμα δυσκολότερη εξαιτίας των πολιτικών σμίκρυνσης του κράτους-πρόνοιας. Πέραν αυτών, η Βρετανία είναι αντιμέτωπη και με τη διαχρονική παθογένεια της χαμηλής παραγωγικότητας των επιχειρήσεών της, μία αφηρημένη έννοια, η οποία, όμως, έχει τεράστιες μακροοικονομικές συνέπειες, δημιουργώντας, σε συνδυασμό με τους παραπάνω παράγοντες, έναν φαύλο κύκλο χαμηλού βιοτικού επιπέδου-χαμηλής παραγωγικότητας.
Τι είναι η παραγωγικότητα
Η παραγωγικότητα είναι πολύ απλά ο λόγος μεταξύ των εισόδων που παίρνει μία επιχείρηση και των εξόδων αυτής. Είσοδοι είναι οι παραγωγικοί συντελεστές (κεφάλαιο, εργασία και γη) και έξοδοι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες. Δηλαδή, έχει να κάνει με την αποτελεσματικότητα μίας επιχείρησης, αν μπορεί να επιτύχει τους παραγωγικούς στόχους της και την αποδοτικότητα, αν μπορεί να συνδυάσει τους συντελεστές με το μικρότερο δυνατό κόστος. Η κλασσική ερμηνεία της παραγωγικότητας είναι τα αγαθά που παράγει ένας εργαζόμενος προς τις απαιτούμενες εργατοώρες. Σήμερα, ένας τέτοιος ορισμός είναι σαφώς ελλιπής. Έτσι, στις επιχειρήσεις η έννοια αυτή παίρνει διαφορετικές διαστάσεις για κάθε διαφορετικό τμήμα. Για ένα οικονομικό τμήμα μπορεί να έχει να κάνει με τη μείωση του συνολικού κόστους της παραγωγής, ενώ για ένα τμήμα μάρκετινγκ παραγωγικότητα μπορεί να σημαίνει πόσο αναγνωρίσιμο είναι το brand της εταιρείας ή πόσους νέους πελάτες έφερε μία διαφημιστική καμπάνια.
Η παραγωγικότητα στο Η.Β
Έχει αποκτήσει μία ανοδική, αλλά αναιμική πορεία από την κρίση του 2008, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες οικονομίες της Δύσης, κατατάσσοντάς τη λίγο πάνω από την Ιταλία και καταγράφοντας άνοδο από το 2019 μόλις 0,6% το πρώτο τρίμηνο του 2023. Ενώ η ετήσια άνοδός της από το 2008 είναι 0,4%, λιγότερη από το μισό της ανόδου των 25 πλουσιότερων χωρών-μελών του Ο.Ο.Σ.Α.
Σημαντικός παράγοντας στη χαμηλή μείωση είναι και οι χαμηλές επενδύσεις στη χώρα εκ μέρους των επιχειρήσεων, οι οποίες είναι πολύ χαμηλές σε σχέση με της Γερμανίας ή της Γαλλίας. Σύμφωνα με το Resolution Foundation, αν από το 2008 οι επενδύσεις ήταν στο αντίστοιχο επίπεδο των δύο προαναφερθέντων χωρών, τότε το Α.Ε.Π του Η.Β θα ήταν σήμερα μεγαλύτερο κατά 4% και ο μέσος ετήσιος μισθός κατά 1.250 λίρες.
Το Brexit έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην καθοδική πορεία των επενδύσεων, αφού χάθηκε η πρόσβαση που είχε η χώρα στις ευρωπαϊκές αγορές και μαζί της η ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικός προορισμός, ενώ και τα κεφάλαια πλέον κινούνται πιο δύσκολα από την Ήπειρο προς τη Βρετανία. Επιπλέον, το Brexit έφερε εθνική διχόνοια και πολιτική αστάθεια, με το Ηνωμένο Βασίλειο από τότε να έχει αλλάξει 3 Πρωθυπουργούς και 4 Καγκελαρίους (Υπουργούς Οικονομικών), το οποίο, φυσικά, δεν εμπνέει εμπιστοσύνη για επενδύσεις.
Η μεγαλύτερη τροχοπέδη για την παραγωγικότητα ίσως να είναι η κακή διακυβέρνηση των βρετανικών εταιρειών, ή με άλλα λόγια η κακή ποιότητα των managers, κάτι το οποίο είχε επισημάνει και το 2017 ο επικεφαλής οικονομολόγος της Τράπεζας της Αγγλίας, Andy Haldane. Αποτελεί ένα διαχρονικό πρόβλημα της Μ. Βρετανίας, καθώς δεν είναι η πρώτη φορά που η εταιρική διακυβέρνηση θεωρείται υπαίτια για τον οικονομικό μαρασμό της χώρας. Είχε ξαναγίνει πριν έναν αιώνα, όταν οι αμερικάνικες εταιρείες καινοτομούσαν και κυριαρχούσαν στον κόσμο, ενώ οι βρετανικές έμεναν προσκολλημένες στο παρελθόν.
Κάτι τέτοιο, ίσως, να συμβαίνει και τώρα. Αρχικά, ένα μεγάλο μέρος των στελεχών και συγκεκριμένα 4 στους 5 managers είναι “accidental managers”, δηλαδή «διευθυντές κατά λάθος», καθώς προάγονται σε διοικητικές θέσεις χωρίς να υπάρξει κάποια επιπλέον εκπαίδευση.
Έπειτα, οι Βρετανοί χαρακτηρίζονται ακόμη και σήμερα από φιλαυτία και υπεροψία, τα οποία οδηγούν στον εφησυχασμό των διοικήσεων. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι μόλις ένας στους τέσσερις ηγέτες μικρών επιχειρήσεων το 2021 αναζήτησε «εξωτερική» βοήθεια ή πληροφόρηση, αυξάνοντας περεταίρω την μυωπική αυτοπεποίθησή τους. Αυτοί οι managers, σύμφωνα με την έρευνα της Κυβέρνησης, ήταν λιγότερο πιθανό να έχουν εκπονημένο μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχέδιο (2-5 ετών) ή σχέδιο για απρόβλεπτα γεγονότα.
Αυτό, προφανώς, είναι προβληματικό, καθώς οδηγεί την επιχείρηση σε χειρότερες στρατηγικές και λειτουργικές αποφάσεις, όπως καταδεικνύει και μία σχετική έρευνα του London School of Economics.
Δεν υπάρχει μία λύση στο πρόβλημα
Η παραγωγικότητα όπως έχουμε, ήδη, αναφέρει έχει πολλές εκφάνσεις. Που σημαίνει πως δεν υπάρχει κάποιο μέτρο ή τακτική που μπορούν να ακολουθήσουν οι επιχειρήσεις, για να απαλλαγούν από τη χαμηλή παραγωγικότητα. Αντ’ αυτού, λύνοντας επιμέρους προβλήματα, θα μπορέσει, εν τέλει, να αντιμετωπιστεί και το μείζον. Για παράδειγμα, το Ηνωμένο Βασίλειο ως κράτος χρειάζεται να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις του Brexit, ενώ οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να επενδύσουν περισσότερο στο προσωπικό τους και να ψηφιοποιήσουν την παραγωγή ακόμα περισσότερο, εισάγοντας και νέα συστήματα κ.ο.κ.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Why productivity is so weak at UK companies, ft.com, διαθέσιμο εδώ