7.7 C
Athens
Δευτέρα, 25 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ σύμβαση Factoring: Έννοια και νομική φύση

Η σύμβαση Factoring: Έννοια και νομική φύση


Του Άρη Σηφάκη,

Στο πλαίσιο εμφάνισης νέων μορφών συμβάσεων στη συναλλακτική δραστηριότητα, ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο τα τελευταία χρόνια για τη δυνατότητα εύρεσης νέων εξωτραπεζικών πηγών χρηματοδότησης και εξασφάλισης βραχυπρόθεσμων απαιτήσεων έχει διαδραματίσει η σύμβαση factoring. Η σύμβαση factoring, που στα ελληνικά αποδίδεται ως «πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων», ορίζεται νομοθετικά στο ελληνικό δίκαιο από το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.1905/1990, με συμπληρωματική εφαρμογή των διατάξεων του Αστικού Κώδικα τόσο του Γενικού όσο και του Ενοχικού Δικαίου.

Πρόκειται για μια σύμβαση που κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του νόμου καταρτίζεται μεταξύ ενός προμηθευτή αγαθών ή παρόχου υπηρεσιών που δρα σε επαγγελματική βάση και, από την άλλη, ενός πράκτορα επιχειρηματικών απαιτήσεων. Ο τελευταίος έναντι αμοιβής και για ορισμένο χρονικό διάστημα αναλαμβάνει τη συμβατική ευθύνη καταρχήν της προεξόφλησης/χρηματοδότησης προς τον προμηθευτή της αξίας των εκχωρημένων στον ίδιο απαιτήσεων, καθώς και της εξουσιοδότησης της είσπραξής τους από τους οφειλέτες του προμηθευτή, άρα με το να φέρει πλέον ο ίδιος ο πράκτορας τον κίνδυνο για τη μη-είσπραξη τους. Στο πλαίσιο της ίδιας σύμβασης factoring, ο πράκτορας αναλαμβάνει πολλαπλές αρμοδιότητες επί των απαιτήσεων που σχετίζονται με τη νομική και λογιστική τους παρακολούθηση. Μάλιστα, πολλές φορές ο ίδιος ο πράκτορας αναλαμβάνει και την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών προς τον προμηθευτή, μέσα από έρευνα του πελατολογίου, για το ποιοι πελάτες είναι πιστωτικά φερέγγυοι ή όχι, επιτυγχάνοντας έτσι την εύρεση πιο αξιόπιστων αγοραστών. Θα λέγαμε πως πρόκειται για μια μεικτή δικαιοπραξία, η οποία περιέχει στοιχεία εκχώρησης απαιτήσεων, σύμβασης δανείου και έργου.

Πηγή Εικόνας: istockphoto.com/ Δικαιώματα Χρήσης: Olivier Le Moal

Ως δικαιοπραξία υπόκειται σε τύπο, με τουλάχιστον απαιτούμενο τον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, για λόγους σαφήνειας και ασφάλειας των συναλλαγών. Βέβαια, είθισται στη συναλλακτική πρακτική, οι συμβάσεις factoring να συνάπτονται και με τη μορφή σύμβασης προσχώρησης με προδιατυπωμένους Γ.Ο.Σ. Οι απαιτήσεις που εκχωρούνται δε κατά την παρ. 2 του άρθρου 1, μπορεί να μην έχουν γεννηθεί ακόμα κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, ενώ παρότι ο νόμος δεν θέτει συγκεκριμένα χρονικά όρια διάρκειας της σύμβασης, στην πράξη συχνά έχουν διάρκεια τουλάχιστον 2 έτη, με δυνατότητα σιωπηρής ανανέωσης, οπότε γίνεται αορίστου χρόνου. Πρόκειται, κατά τούτο, για μια σύμβαση διαρκείας, όπου γεννώνται και στα δυο μέρη η υποχρέωση εμπιστοσύνης με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών.

Η νομική φύση της σύμβασης factoring δεν περιορίζεται στα ανωτέρω χαρακτηριστικά της δικαιοπραξίας, αλλά απαιτεί επιπρόσθετους όρους και ιδιότητες που πρέπει να φέρουν τα συμβαλλόμενα μέρη (προμηθευτής και πράκτορας), προκειμένου να νομιμοποιούνται ενεργητικά να καταρτίσουν μια τέτοια σύμβαση. Ειδικότερα, πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων μπορεί να διενεργήσει είτε τραπεζικό ίδρυμα είτε ανώνυμη εταιρεία που έχει συσταθεί με αποκλειστικό σκοπό δραστηριότητες factoring (άρθρο 4 παρ. 1). Συχνά τέτοιες εταιρείες είναι θυγατρικές πιστωτικών ιδρυμάτων. Οι ανώνυμες εταιρείες factoring συστήνονται μόνο κατόπιν άδειας της Κεντρικής Τράπεζας Ελλάδος, ενώ άδεια της τελευταίας δίδεται και για τις περιπτώσεις μετατροπής μιας οποιασδήποτε εταιρείας σε ανώνυμη εταιρεία factoring ή εγκατάσταση αλλοδαπής εταιρείας factoring στην Ελλάδα. Με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας καθορίζονται οι όροι και τα κριτήρια για την παροχή της σχετικής άδειας.

Στο άρθρο 4 του ν.1905/1990 καθορίζονται αναλυτικά και οι λοιποί όροι σύστασης και λειτουργίας των ανωνύμων εταιρειών factoring ως προς το υποχρεωτικά καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο και το είδος του, καθώς και το είδος των μετοχών. Κατά την κρατούσα άποψη πάντως, η σύναψη συμβάσεων factoring από πράκτορες μη εταιρείες factoring, δεν καθιστά τη σύμβαση άκυρη, αλλά η εταιρεία-πράκτορας που την κατήρτισε θα υποστεί κυρώσεις διοικητικής φύσεως. Το αντισυμβαλλόμενο μέρος του πράκτορα, δηλαδή ο προμηθευτής, πρέπει με βάση τη διατύπωση της παρ. 1 του άρθρου 1 να δρα κατά κύριο λόγο σε επαγγελματικό επίπεδο, και άρα επ’ ουδενί δεν μπορεί να συναλλάσσεται για καταναλωτικούς σκοπούς, ενώ δεν απαιτείται να φέρει την εμπορική ιδιότητα και δεν ενδιαφέρει η κατηγορία επαγγελματικής δραστηριότητας μέσα από την οποία συναλλάσσεται.

Ο προμηθευτής δύναται να εκχωρήσει το σύνολο ή μέρος των απαιτήσεών του στον πράκτορα, στον οποίον και παραδίδει αντίγραφο των τιμολογίων που έχει εκδώσει για συγκεκριμένους οφειλέτες του. Ο πράκτορας που καθίσταται εκδοχέας των απαιτήσεων μπορεί να λάβει συγκεκριμένες οδηγίες από τον εκχωρητή για τη διαχείριση και είσπραξη των απαιτήσεων, τις οποίες βάσει της σύμβασης factoring έχει υποχρέωση να ακολουθήσει. Ο πράκτορας καθίσταται δικαιούχος των απαιτήσεων, με την πράξη της έγγραφης αναγγελίας είτε από τον ίδιο είτε από τον εκχωρητή προς τον οφειλέτη, ενώ κατ’ εφαρμογή της διάταξης ΑΚ 463, ο οφειλέτης μπορεί να αντιτάξει κατά του εκδοχέα όλες τις ενστάσεις που είχε κατά του εκχωρητή πριν την αναγγελία. Πριν την αναγγελία, ο πράκτορας δεν αποκτά τα σχετικά δικαιώματα κατά του οφειλέτη, ενώ τυχόν εκπλήρωση της παροχής στο πρόσωπο του πράκτορα πριν την αναγγελία αποδεσμεύει τον οφειλέτη έναντι του προμηθευτή (άρθρο. 2 παρ. 4).

Στην αναγγελία πρέπει να ορίζονται επακριβώς οι απαιτήσεις που εκχωρούνται. καθώς και η ταυτότητα του πράκτορα (άρθρο 2 παρ. 1), ενώ νοείται και με την έγγραφη γνωστοποίηση της σύναψης σύμβασης factoring ή απλώς με την αναγραφή του πράκτορα στα προς εξόφληση παραστατικά (παρ. 2). Από εκείνο το σημείο και στο εξής, ο πράκτορας έχοντας προκαταβάλει την αξία των εκχωρούμενων απαιτήσεων στον προμηθευτή, πλέον φέρει η ίδια τον κίνδυνο αφερεγγυότητας των οφειλετών, παρακολουθώντας τη νομική και λογιστική πορεία των σχετικών πωλήσεων μέσα από εξώδικες, αλλά και δικαστικές ενέργειες, λαμβάνοντας την αμοιβή της προς αυτόν τον σκοπό, είτε σε προκαθορισμένο ποσό είτε ως ποσοστό επί της αξίας των απαιτήσεων που εκχωρήθηκαν.

Πηγή Εικόνας: istockphoto.com/ Δικαιώματα Χρήσης: Duncan_Andison

Δεδομένου ότι πρόκειται για σύμβαση διαρκείας, με έντονο χαρακτηριστικό στοιχείο την υποχρέωση εμπιστοσύνης εκατέρωθεν, ο πράκτορας factoring οφείλει, βάσει των συναλλακτικών ηθών και της καλής πίστης και όπως επιβάλλει το περιεχόμενο της σύμβασης factoring, να καθιστά ενήμερο τον προμηθευτή για τη διαχειριστική πορεία των εκχωρούμενων σε αυτόν απαιτήσεων. Από την άλλη μεριά και υπό το ίδιο πρίσμα, αλλά και σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 του ν.1905/1990 και το ΑΚ 456, ο προμηθευτής υποχρεούται να διαθέσει στον πράκτορα το αργότερο μέχρι τον χρόνο που ο τελευταίος πρόκειται να ασκήσει τις αξιώσεις τις αναγκαίες πληροφορίες και παραστατικά που αφορούν τις απαιτήσεις. Η δε σύναψη περισσότερων συμβάσεων factoring με περισσότερους πράκτορες για την ίδια απαίτηση είναι άκυρη, ενώ αν γίνεται με διάθεση δόλου, συνιστά και ποινικό αδίκημα απάτης (ΠΚ 386), εκτός εάν οι πράκτορες συναίνεσαν στη σύναψη τέτοιων συμβάσεων, οπότε αίρεται ο άδικος χαρακτήρας (άρθρο 3 παρ. 3).

Συνοψίζοντας, οι επιχειρήσεις αντλούν πολλαπλά οφέλη μέσα από τις συμβάσεις factoring. Πέραν της εξυγίανσης του πελατολογίου με περισσότερο πιστοληπτικά ικανούς οφειλέτες, η εταιρεία factoring με το να αναλαμβάνει η ίδια εξ ολοκλήρου τον διαχειριστικό έλεγχο και συντονισμό των απαιτήσεων, ο προμηθευτής έχει τη δυνατότητα να μειώσει τα λειτουργικά έξοδα της επιχείρησής του, επενδύοντας αυτούς τους οικονομικούς πόρους στην ανάπτυξή της και βελτιώνοντας, ταυτόχρονα, και την εικόνα του ισολογισμού της. Το factoring ως συναλλαγή αποφέρει, συνεπώς, εξαιρετικά πλεονεκτήματα τόσο στον τομέα της χρηματοδότησης όσο και στην εξασφάλιση των εμπορικών απαιτήσεων, ζητήματα εξαιρετικά ακανθώδη για την εξέλιξη μιας επιχείρησης.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Η εξασφάλιση εμπορικών απαιτήσεων Factoring-Forfaiting, kstlaw.gr, διαθέσιμο εδώ.
  • Σεισάκης, Γ.Ν.Κ. (2005). Το factoring ως μορφή εξασφάλισης πιστώσεων. Διπλωματική Εργασία στο Τμήμα Νομικής ΕΚΠΑ, διαθέσιμο εδώ.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Άρης Σηφάκης
Άρης Σηφάκης
Είναι 24 ετών, ασκούμενος δικηγόρος και κατοικεί στην Αθήνα. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο και σπούδασε στη Νομική Σχολή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, ενώ σήμερα σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο του Πειραιά, στο πλαίσιο του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Δίκαιο και Οικονομία του Τμήματος Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων. Γνωρίζει και μιλάει άπταιστα Αγγλικά και Γερμανικά, κατέχοντας και στις δυο γλώσσες C2. Στο παρελθόν έχει ασχοληθεί τόσο με την πολιτική όσο και τη νομική αρθρογραφία.