Της Χιόνας Οικονομάκη,
«Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση/Από τ’ αγκάθι σου έφευγε του δρόμου ο στοχασμός/Η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ’ αποχτήσει/Ο κόσμος ήταν εύκολος· ένας απλός παλμός» θα γράψει ο Γιώργος Σεφέρης στην πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Στροφή που δημοσιεύεται το 1932. Η ποιητική «Γενιά του ’30», στην οποία ο ίδιος συγκαταλέγεται, έχοντας δημιουργήσει έναν άτυπο «ανταγωνισμό» με τις παλαιότερες λογοτεχνικές γενιές, επιδιώκει τη ρήξη με οτιδήποτε το παλαιό, τη συνεχή, «ανικανοποίητη» αναζήτηση και, φυσικά, τον συγχρονισμό με τα διεθνή δρώμενα, κάτι που θέτει ως αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση προς την καινοτομία.
Η εν λόγω ποιητική γενιά θα «σφραγιστεί» από μία ανανέωση πρωτοποριακά αυτοδημιούργητη, που θα σπάσει τα δεσμά της ηθογραφικής πεζογραφίας του παρελθόντος και θα δώσει έμφαση σε μία νεωτερική «τραγικότητα» μακριά από τα πρότυπα του ρομαντισμού. Η «Γενιά του ’30» επρόκειτο να αφήσει πίσω της μία «βαριά σκιά», εξακολουθώντας να επηρεάζει πολλούς μεταγενέστερους έως και σύγχρονούς μας λογοτέχνες. Ο Γιώργος Σεφέρης αποτελεί, αδιαμφισβήτητα, μία από τις πρυτανεύουσες μορφές της εμβληματικής αυτής γενιάς και η παρουσία του σπουδαίου Γιώργου Κατσίμπαλη έχει, αδήριτα, διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην καθιέρωση του σεφερικού έργου.
Το προσφιλές λογοτεχνικό περιοδικό Τα Νέα Γράμματα, υπό τη διαχείριση του Ανδρέα Καραντώνη και του Γιώργου Κατσίμπαλη, προήγαγε πληθώρα αξιόλογων ποιητικών έργων και δημιουργών, κατόπιν εκπλήρωσης δύο βασικών κριτηρίων: Αφενός, τα δημοσιευθέντα ποιήματα έπρεπε να χαρακτηρίζονται από τη χρήση της δημοτικής γλώσσας και αφετέρου να προάγουν το εθνικό φρόνημα και την ελληνικότητα, όχι υπό πολιτικό και ιδεολογικό πρίσμα, αλλά δίνοντας έμφαση στις ιστορικές και πολιτιστικές της διαστάσεις του.
Λίγους μήνες μετά τη δημοσίευση της πρώτης ποιητικής συλλογής του Σεφέρη, ο Καραντώνης θα εκπονήσει μία σχετική μελέτη με στόχο την ανάλυση της εν λόγω συλλογής, μία μελέτη που εμφορούνταν, ολιστικά, από την ακόλουθη αντίληψη: Ο Γιώργος Σεφέρης, ως λογοτέχνης, μα και η ίδια η ποιητική του, συνιστούσε την απόλυτη μετουσίωση της «φρέσκιας πνοής» που όλοι οι πνευματικοί άνθρωποι της εποχής αναζητούσαν και προσδοκούσαν από τη νέα λογοτεχνική γενιά. Στόχος της μελέτης αυτής (όπως και κάθε κριτικά ορθολογικής μελέτης) είναι να «φωτίσει» πτυχές του ποιήματος και να το ανανοηματοδοτήσει, εντοπίζοντας τις επιδράσεις που μπορεί να έχει δεχθεί το ποιητικό υποκείμενο, μα και τις κοινωνικές ή ιστορικές του προσλαμβάνουσες. Η μελέτη του Καραντώνη χρηματοδοτήθηκε και εν μέρει καθοδηγήθηκε από τον ίδιο τον Κατσίμπαλη, ενώ ο Σεφέρης, όπως καθίσταται εμφανές από την αλληλογραφία του με τον τελευταίο, δεν είχε καμία ανάμειξη στην έκδοση της επαινετικής για το πρόσωπό του μελέτης.
Η λεπτότητα και εναλλακτική διαχείριση των θεμάτων με τα οποία ο ποιητής καταπιανόταν, ο ηχηρά διακριτικός τρόπος με τον οποίο διαχειριζόταν τον συμβολισμό και φυσικά η ευχέρειά του στο να εξελίσσει τα πάγια και κοινότοπα λογοτεχνικά μοτίβα θα αναδείξουν τον Σεφέρη σε έναν ποιητή σπουδαίο, ενώ ο Καραντώνης, κατόπιν παρότρυνσης του Κατσίμπαλη, θα είναι ο πρώτος που θα αντιληφθεί τις προοπτικές του ποιητή, υπογραμμίζοντάς τες και γραπτώς, στην προαναφερθείσα μελέτη πάνω στη Στροφή. Ο Γιώργος Κατσίμπαλης, όντας εξίσου εντυπωσιασμένος από τις προοπτικές του σεφερικού έργου, θα στείλει μία επιστολή στον ίδιο τον Σεφέρη, ενώ με τα χρόνια η μεταξύ τους αλληλογραφία θα μετεξελιχθεί σε αγαπημένη συνήθεια.
Η ανταλλαγή επιστολών ανάμεσα στους δύο πνευματικούς άνδρες αποτελεί για τους σημερινούς αναγνώστες ένα «ατέρμονο ταξίδι» σε πιο απόκρυφα μονοπάτια της ζωής του Σεφέρη, ενώ, παράλληλα, μέσω αυτής θα διασαφηνιστούν πολλά κομμάτια της εργογραφίας του. Αντιστοίχως, μέσα από τις επιστολές που αντάλλασσαν μεταξύ τους θα επιβεβαιωθεί ο τεράστιος πνευματικός πλούτος του Κατσίμπαλη, οι γνώσεις και οι προσδοκίες του, ενώ φανερώνεται το ατέρμονο ενδιαφέρον του για τον κόσμο των γραμμάτων, καθώς και το ότι ο ίδιος υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της «Γενιάς του ’30», εναποθέτοντας τις πνευματικές του ελπίδες στις καινοτομίες της.
Στην αλληλογραφία του Κατσίμπαλη με τον Σεφέρη καθίσταται σαφές πως ο πρώτος ασκεί πίεση στον δεύτερο να δίνει συνεργασίες στην Αγγλοελληνική Επιθεώρηση. Με το έναυσμα αυτό, οι γνωριμίες που σύναψε με διάφορους πνευματικούς ανθρώπους, άμεσα εμπλεκόμενους με την αγγλική γραμματεία, άνοιξε τον δρόμο για τις μεταφράσεις του Σεφέρη στον αγγλοσαξονικό κόσμο. Οι μεταφράσεις του σεφερικού έργου θα συμβάλλουν σημαντικά στην παγίωση αλλά και την ευρεία διάδοσή του, ενώ ο ίδιος ο ποιητής δεν παύει να αναβαθμίζει την ποιότητα της δουλειάς του, εξελίσσοντας την ποιητική του. Οι ισχυρές, λοιπόν, συστάσεις του Κατσίμπαλη προς τον φίλο του θα είναι καθοριστικές για τη μετέπειτα πορεία τόσο του ίδιου του ποιητή όσο και της εμβριθούς εργογραφίας του.
«Δεν πρέπει να περιμένει κανείς από τους ξένους περισσότερα από ό,τι μπορούν να δώσουν στον τόπο μας. Εκείνο που με απασχολεί πολύ περισσότερο είναι ότι εμείς δεν δίνουμε αρκετά». Θα γράψει ως προβληματισμό ο Σεφέρης στον Κατσίμπαλη και ο τελευταίος, μερικούς μήνες αργότερα θα συμφωνήσει, δηλώνοντας «αηδιασμένος» από τη φθίνουσα πορεία της ελληνικής πνευματικής ζωής, τη στατικότητα και τον πελατειακό της χαρακτήρα. Οι δύο άνδρες θα αναπτύξουν μία φιλία ισχυρή, με θεμέλιους πυλώνες την ειλικρίνεια και τη λογοτεχνία. Οι στοχαστικές τους συζητήσεις γύρω από τα γράμματα, την εξέλιξη και τα πολιτιστικά δρώμενα της Ελλάδος θα συντροφεύουν και τους δύο για πολλά χρόνια της ζωής τους, ενώ οι απόψεις του Κατσίμπαλη, οι νουθεσίες και οι επισημάνσεις του είναι αυτές που θα επισφραγίσουν τη διάδοση, μα και τη σημαντικότητα του σεφερικού έργου.
Ο Γ.Π. Σαββίδης ήταν αυτός που πρώτος εξέφρασε την επιθυμία να επιμεληθεί την έκδοση της αλληλογραφίας των δύο ανδρών, με τον Κατσίμπαλη να απαιτεί μονάχα ένα πράγμα: «Σου απαγορεύω να κόψεις το παραμικρό. Ούτε ο Σεφέρης ούτε εγώ έχουμε τίποτα να φοβηθούμε από την αλήθεια –την πάσα αλήθεια! Λάθη ασφαλώς εκάναμε στη ζωή μας. Ατιμίες, όμως, όχι, ούτε μπαμπεσιές!». Λόγω προσωπικών κωλυμάτων ο Σαββίδης θα αναθέσει την «αποστολή» αυτή στον Δημήτρη Δασκαλόπουλο, ο οποίος, εν τέλει, θα εκδώσει την αλληλογραφία ανάμεσα στον Σεφέρη και τον Κατσίμπαλη σε ένα δίτομο τίτλο με τον κοινό τίτλο Αγαπητέ μου Γιώργο.
Συνεπώς, είναι ασφαλές να συμπεράνουμε πως η δυναμική μορφή του Κατσίμπαλη, η οξυδέρκεια και η πείρα του διαδραμάτισαν καταλυτικό ρόλο στη γενικότερη πορεία του Γιώργου Σεφέρη στον χώρο των γραμμάτων. Η διαύγεια με την οποία ο Κατσίμπαλης κατόρθωσε από το πρώτο, κιόλας, έργο του ποιητή να διακρίνει τη δυναμική και τις προοπτικές του, επιβεβαιώνουν το ανήσυχο πνεύμα, τις γνώσεις και το πηγαίο λογοτεχνικό του ταλέντο.
Ο Σεφέρης, με τη σειρά του, στάθηκε κάτι παραπάνω από ικανός «ανταποκριτής» στις προσδοκίες του Κατσίμπαλη, ενώ, ταυτοχρόνως, εξελίχθηκε σε αγαπημένη του πνευματική συντροφιά. Η κριτική επεξεργασία των νουθεσιών που λάμβανε, σε συνδυασμό με την περισπούδαστη και ιδιαίτερη εργογραφία του, είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Σεφέρη που τον παγίωσαν ως έναν από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Ταυτόχρονα, ο Κατσίμπαλης κατόρθωσε να αξιολογήσει ορθά την παρουσία του Σεφέρη στα ελληνικά γράμματα και, φυσικά, να τον κρατά ενήμερο για τα πνευματικά δρώμενα της Ελλάδος. Αυτό, όμως, που καθιστά τον Κατσίμπαλη ακόμα πιο ξεχωριστό ήταν το γεγονός ότι ο ίδιος απείχε πλήρως από κάθε είδους προσωπική διάκριση αφιερώνοντας τη ζωή του στην ανάδειξη εκείνων που θεωρούσε ότι θα έπρεπε να ξεχωρίζουν.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Γεωργία Σκαμπελτζή, Ανδρέας Καραντώνης: Η συμβολή του στη δημιουργία του μύθου του Γιώργου Σεφέρη, ikee.lib.auth.gr, διαθέσιμο εδώ
- Γιώργος Σεφέρης, greek-language.gr, διαθέσιμο εδώ
- Γ.Κ. Κατσίμπαλης – Γιώργος Σεφέρης: «Αγαπητέ μου Γιώργο», lifo.gr, διαθέσιμο εδώ