Της Γιάννας Φουρνάρη,
Συναναστρεφόμενος έναν ηλικιωμένο με άνοια, νιώθεις σαν να κρατάς στα χέρια σου ένα παλιό, πυκνογραμμένο βιβλίο. Όλες του οι σελίδες είναι γεμάτες, τα γράμματα, ωστόσο, μέρα τη μέρα γίνονται όλο και πιο αχνά, οι λέξεις δραπετεύουν και μπερδεύονται με άλλες και η ανάγνωσή του σταδιακά δυσκολεύει. Φτάνοντας στα πίσω πίσω φύλλα, συναντάς κάποιες παραγράφους με σημειώσεις διατυπωμένες σαν συμβουλές, γραμμένες βιαστικά και με την ελπίδα να τραβήξουν την προσοχή σου:
«Η επικοινωνία μας σιγά σιγά θα αλλάζει. Όπως στο περπάτημα βάδιζες δίπλα μου αργά αργά, έτσι και τώρα προτιμώ τον ήπιο ρυθμό στη συζήτηση και τις απλές φράσεις. Μπορεί να καθυστερώ να αποκριθώ, πριν πηδήσεις αμέσως στην επόμενη ερώτηση, δοκίμασε να μου προτείνεις εναλλακτικές απαντήσεις για το συγκεκριμένο θέμα. Αν και πάλι δυσκολεύομαι, κατεύθυνε την κουβέντα εκεί που πιστεύεις πως θα έχω ευχέρεια. Θα δεις, ίσως, πως μου αρέσει συνέχεια να τριγυρίζω στα παλιά, πως σου μιλάω συνέχεια για την παιδική μου ηλικία και τα νιάτα μου. Πάντα απολάμβανα να κοιτάζω παλιά άλμπουμ, αλλά τώρα είναι από τις αγαπημένες μου δραστηριότητες. Νιώθω μεγαλύτερη ασφάλεια εκεί, τα γεγονότα, παρότι είναι μακρινά, τα βλέπω ξεκάθαρα και χωρίς την ομίχλη που καλύπτει τα πιο πρόσφατα. Εκεί υποχωρεί ο φόβος πως θα εκτεθώ, αγνοώντας κάτι που για τους υπόλοιπους είναι αυτονόητο, αλλά εγώ δεν καταφέρνω να το θυμηθώ. Ντρέπομαι όταν μου συμβαίνει αυτό, όπως και επειδή σε όλη μου τη ζωή είχα μάθει να καταπιάνομαι με τα πάντα, μελαγχολώ τώρα όταν αποκλείομαι από την καθημερινότητα. Μπορεί να μη θυμάμαι τη συνταγή, αλλά ακόμα ευχαριστιέμαι πολύ τις επιμέρους διαδικασίες του μαγειρέματος.
Αλλά και άμα όσο περνάει ο καιρός, δεν μπορώ να ανταποκρίνομαι στις κουβέντες, μη μιλάτε για εμένα σαν να μην βρίσκομαι στο δωμάτιο. Η δυσκολία μου να εκφραστώ δεν σημαίνει πως δεν αντιλαμβάνομαι τι λέτε και πως δεν θα πληγώνομαι άμα νιώθω ότι σας δυσκολεύω. Ακόμα και αν κάποια στιγμή το μυαλό μου δεν σας γνωρίζει, δεν θα μειωθεί ποτέ στο ελάχιστο η ένταση της χαράς μου όταν με κοιτάζετε χαμογελαστοί, όταν αγκαλιαζόμαστε, όταν ακούω τα αγαπημένα μου τραγούδια ή όταν κρατιόμαστε απ’ το χέρι. Κι αν καμιά φορά φέρομαι απότομα, θα είναι επειδή κουράζομαι, θυμώνω και τρομάζω που δεν θα μπορώ να σας κάνω να καταλάβετε τι χρειάζομαι. Αλλά και τότε, σε κάθε λεπτομέρεια του κορμιού μου, θα έχω φυλάξει κρυμμένες αναμνήσεις και διηγήσεις.»
Με εντυπωσίασε το τελευταίο, μου άρεσε σαν φράση, αλλά δεν καταλάβαινα ακριβώς τι σήμαινε, μέχρι που το βλέμμα μου έπεσε στα χέρια της γιαγιάς μου. Κοιτάζοντας τα, αναγνωρίζεις αμέσως πως είναι χέρια-χάδια και μαέστροι σε εκατοντάδες νανουρίσματα, πως ανάμεσα τους έχουν σφιχτεί παιδικές παλάμες για μια μυστική αποστολή ως το περίπτερο για τη λιχουδιά που δεν επέτρεπαν οι γονείς, αλλά και για μια μακροχρόνια πορεία, γεμάτη ενθαρρύνσεις, εξομολογήσεις, παρηγοριές και συμβουλές, που αντηχούν ακόμα σε διανυκτερεύσεις ή καφέδες στο μπαλκόνι. Τα σημάδια και τα καψίματα, δεν είναι άλλο από βραβεία μαγειρικής και κεντήματος, απονεμημένα σε ένα τόσο δοτικό, δημιουργικό και κάπως απρόσεκτο πνεύμα. Αγγίζοντας τα, μπορώ να γευτώ όλα τα παιδικά μου χρόνια, να ακούσω ξανά την κυριακάτικη ερώτηση «ζάχαρη ή αλάτι στα τηγανόψωμα;», να θυμηθώ τους σχηματισμούς του γλυκού του κουταλιού στο πορσελάνινο πιατάκι, το τσιτσίρισμα των λουκουμάδων και εκείνη την όψιμη ανακάλυψη πως το καρπούζι έχει και κουκούτσια, επειδή για χρόνια τα αφαιρούσε πριν το κεράσει. Άλλα δημιουργήματά τους στολίζουν τους τοίχους, κεντήματα με άλογα, κοπέλες και λουλούδια που αποτελούσαν πρώτη ύλη για φανταστικές ιστορίες. Είναι χέρια τραχιά, που αντανακλούν την αντοχή της σε όλα όσα την παίδεψαν κατά καιρούς: Απώλειες, αίθουσες αναμονής, νοσοκομεία, ξενιτιές και αποχωρισμοί. Τέλος, είναι χέρια παντοτινά συγχρονισμένα με τα χέρια ενός άλλου σώματος, που στο άγγιγμά τους, άνθιζε ολόκληρο.
Σαν να κρατάς ένα αγαπημένο βιβλίο. Κάποιες από τις ιστορίες του τις ξέρεις σχεδόν σαν να τις έζησες, τις μοιράζεσαι με τις παρέες σου και έτσι, αν και γράφτηκαν χρόνια πριν, έχουν ακόμα ένα είδος επίδρασης. Αλλά και πέρα από τις ιστορίες, κατέχεις το πιο βαθύ νόημα του βιβλίου, είσαι εν μέρει καρπός και φορέας του, και η ουσία του έχει αποτυπωθεί ήδη στο δικό σου βιβλίο.