Της Ιωάννας Λογάρου,
Η λιγότερο πολιτική ταινία του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, Ο Μελισσοκόμος, αποτελεί τη δεύτερη σε σειρά ταινία της τριλογίας Τριλογία της Σιωπής ή Ταξιδιωτική Τριλογία, στην οποία εντάσσονται ταινίες ενδοσκοπικού ύφους.
Στην πρώτη ταινία, Ταξίδι στα Κύθηρα (1984), ένας βετεράνος του ελληνικού εμφυλίου επιστρέφει στην πατρίδα του μετά από 32 χρόνια εξορίας στη Σοβιετική Ένωση. Ο άνδρας δεν θέλει ούτε να ξεχάσει το παρελθόν ούτε να αποδεχτεί το παρόν. Η αντιπαράθεση ενός παλιού επαναστάτη με τη γενιά που εγκαθίσταται με άνεση στο κλονισμένο δημοκρατικό καθεστώς είναι συχνά επώδυνη. Ο Αγγελόπουλος δουλεύει, επίσης, με μακρινά πλάνα παρακολούθησης σε αυτή την ποιητική ονειροπόληση. Οι χαρακτήρες περπατούν αργά και πανηγυρικά μέσα και έξω από το κάδρο και οι ενέργειές τους είναι αριστοτεχνικά σκηνοθετημένες. Κυριαρχεί το ζοφερό γκρίζο φως των βροχερών τοπίων, στα οποία ο άνδρας περιπλανιέται σαν φάντασμα.
Στον Μελισσοκόμο (1986) ο Αγγελόπουλος σχεδιάζει ένα εσωτερικευμένο road movie στο οποίο ο Marcello Mastroianni δίνει μια υπέροχα βιωμένη ερμηνεία του Σπύρου, ενός μελισσοκόμου που αφήνει τη γυναίκα του μετά τον γάμο της κόρης του και ταξιδεύει από τη μια πόλη στην άλλη με το ετοιμόρροπο φορτηγό του γεμάτο μελίσσια. Αποτελεί το τελευταίο ταξίδι ενός κουρασμένου ανθρώπου που αποχαιρετά τη ζωή και τους πρώην συμπολεμιστές του από τον ελληνικό εμφύλιο και συγκινείται εξίσου βαθιά από μια κοπέλα που κάνει οτοστόπ και τον συνοδεύει σε απρόσμενες στιγμές.
Τέλος, στο Τοπίο στην Ομίχλη (1988), στην πιο προσιτή ταινία του Αγγελόπουλου, επιτυγχάνεται μια απλότητα που είναι αισθητικά και συναισθηματικά απολαυστική. Αυτό το αριστούργημα του Αγγελόπουλου αφηγείται το ταξίδι –που γίνεται ταυτόχρονα αγωνία και μύηση– δύο παιδιών στη σύγχρονη Ελλάδα. Η Βούλα, ένα δωδεκάχρονο κορίτσι, και ο Αλέξανδρος, ο εξάχρονος αδελφός της, στέκονται κάθε βράδυ στην αποβάθρα της Αθήνας περιμένοντας την επιστροφή του πατέρα τους, ο οποίος μπορεί να εργάζεται ως εργάτης στη Γερμανία. (Κάτι που παραπέμπει και στην πρώτη ταινία του Αγγελόπουλου «Ανασυγκρότηση», στην οποία πολλοί άνδρες αναγκάστηκαν να εργαστούν στη Γερμανία για να συντηρήσουν τις οικογένειές τους).
Τόσο στην τριλογία αυτή όσο και στις υπόλοιπες ταινίες του Αγγελόπουλου, τα φιλμικά τοπία είναι μουντά, βροχερά και ομιχλώδη. Η ομίχλη στην Ελλάδα δεν είναι μετεωρολογικό φαινόμενο, αλλά ιστορικό. Η Ελλάδα αναπαριστά τον τόπο πολλαπλών συγχύσεων, τον τόπο δηλαδή που μαθαίνεις να σκέφτεσαι εθνικά μετατρέποντας τον εαυτό σου σε εθνικόφρων, τον τόπο που η χριστιανική παραλλαγή του θεού και η πίστη σε αυτή ταυτίζεται με την ελληνική εκδοχή αγάπης για την πατρίδα. Φαίνεται, λοιπόν, η σύγκρουση ανάμεσα στο φωτεινό, ελληνικό τοπίο, που όλοι το βλέπουμε με τα μάτια μας, και στο ομιχλώδες ελληνικό τοπίο που οι ευαίσθητοι το βλέπουν με τον νου τους. Ωστόσο, ο εκδημοκρατισμός της εικόνας στην τριλογία του Αγγελόπουλου επιτρέπει στον θεατή να εστιάσει την προσοχή του εκεί που αυτός επιθυμεί και να ερμηνεύσει το κάθε πλάνο με τον δικό του τρόπο.
Ο πρωταγωνιστής της ταινίας Σπύρος, τον οποίο υποδύεται ο Mastroianni, δεν μπορεί να αντέξει τον γάμο της μικρότερης κόρης του, εγκαταλείπει τη γυναίκα και τον γιο του και μετακομίζει στον νότο. Αποφασίζει να απαρνηθεί τον ρυθμό της ιστορίας και να αφεθεί στον ρυθμό της φύσης. Μάλιστα, ο Mastroianni στα γυρίσματα μίλησε τους διαλόγους του στα ιταλικά, αλλά μεταγλώττισε ο ίδιος τη φωνή του στα ελληνικά κατά τη διάρκεια του post-production. Η ταινία έχει ελάχιστους διαλόγους: τις περισσότερες πληροφορίες τις παίρνουμε μέσω της φωνής του, γεγονός που προσδίδει αυθεντικότητα στην ερμηνεία του Mastroianni.
Ο σκηνοθέτης κάνει αισθητή την κακοδαιμονία κατά τη διάρκεια του πάρτι, καθώς η κόρη τρέχει πίσω από ένα πουλί που πετάει μέσα στο σπίτι, αλλά ποτέ δεν είναι ορατό σε εμάς, η μητέρα ρίχνει έναν δίσκο γεμάτο ποτήρια και οι καλεσμένοι στέκονται λίγο στριμωγμένοι και χορεύουν διστακτικά. Μόλις οι καλεσμένοι εξαφανιστούν, ο πατέρας αποχαιρετά την κόρη του, στην οποία σιγοτραγουδά ένα παιδικό τραγούδι, το οποίο επανέρχεται στην ταινία όταν ο Σπύρος επισκέπτεται το πατρικό του σπίτι.
Ο Σπύρος παραιτήθηκε από τα καθήκοντα δασκάλου για απροσδιόριστο λόγο και τώρα περιοδεύει από τη μια πόλη στην άλλη, από τον χειμώνα στον βορρά μέχρι την άνοιξη στον νότο, σε όλα τα μέρη όπου έχει κυψέλες. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για το τελευταίο του ταξίδι – ένας δρόμος για έναν κουρασμένο άνθρωπο που αποχαιρετά τη ζωή και σέρνει μαζί του το βάρος του ανεπεξέργαστου παρελθόντος. Στη διαδρομή του συναντά μια νεαρή κοπέλα και επικρατεί μία αμοιβαία έλξη, που φαίνεται αμήχανη. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας τον εγκαταλείπει άλλοτε αυτή και άλλοτε ο Σπύρος, όμως κάθε φορά ξαναβρίσκονται και μαζί διανύουν το ταξίδι στην «άλλη πλευρά του χάρτη». Κάποιες φορές οι σκηνές έχουν μια ερωτική ένταση, όμως ποτέ δεν αποκορυφώνεται μιας και οι κόσμοι αυτών των δύο ανθρώπων, του Σπύρου και της κοπέλας, δεν μπορούν να συνδεθούν. Εκείνη συμβολίζει το ατίθασο παρόν και το μέλλον αποτελεί προέκταση της επόμενης στιγμής, μιας και το παρελθόν για εκείνη δεν έχει νόημα, ενώ εκείνος συμβολίζει το παρελθόν μιας και εμφανίζεται βυθισμένος στις αναμνήσεις του και φοβάται το μέλλον, με το οποίο προσπαθεί να αποκτήσει μία επαφή. Η ρήξη των δύο αυτών ανθρώπων, τόσο σωματική όσο και συναισθηματική, οφείλεται στη σύγκρουση της μνήμης και της μη μνήμης, όπως είπε και ο Αγγελόπουλος. Έπειτα από την ατελέσφορη προσπάθεια του Σπύρου να συνδεθεί με την κοπέλα ελπίζοντας να ζωντανέψει την ύπαρξή του, καταλήγει να αισθάνεται συναισθήματα μοναξιάς και απομόνωσης.
Μία πιθανή σύνδεση των μελισσών με την ταινία έγκειται στο ότι, όπως μια μέλισσα επιστρέφει στην κυψέλη της αφού αναζητήσει τροφή έτσι και ο Σπύρος επισκέπτεται παλιούς φίλους και το πατρικό του σπίτι αναζητώντας νήματα που θα τον συνδέσουν με το παρόν. Περιπλανιέται από πόλη σε πόλη στα παλιά του στέκια επιδιώκοντας να ζωντανέψει την ιστορία τους στη μνήμη του και να συμβαδίσει τα ιδανικά του παρελθόντος με ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο έθνος που τον κάνει να αισθάνεται άβολα.
Η μόνη σκηνή της ταινίας, που αναφέρεται έμμεσα στο πολιτικό παρελθόν του Σπύρου, αφορά το ταξίδι αναζήτησης των παλιών του φίλων από τον εμφύλιο πόλεμο. Επισκέπτεται έναν βαριά άρρωστο πρώην Γάλλο φίλο που ήρθε στην Ελλάδα το 1948 και πέρασε εκεί ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στη φυλακή. Αποδεικνύεται, επίσης, ότι ο άρρωστος ήταν κάποτε ερωτευμένος με την Άννα, τη σύζυγο του Σπύρου. Ο Σπύρος και ένας φίλος του πηγαίνουν τον ετοιμοθάνατο στη θάλασσα, όπου μπορεί να απολαμβάνει για τελευταία φορά τα κύματα που χαϊδεύουν γαλήνια το ηλιοβασίλεμα. Έπειτα, ο Σπύρος αναζητά και τη γυναίκα του προκειμένου να ανασύρει αναμνήσεις, αλλά η προσπάθειά του για οικεία επαφή στον καναπέ είναι επώδυνη και για τους δύο. Αφού της ζητά να σταθεί στο φως ώστε να την κοιτάξει, την εγκαταλείπει πάλι, μιας και για ακόμα μια φορά τον έχουν παραλύσει οι αναμνήσεις του.
Ανίκανος να συμφιλιωθεί με το παρόν, προδομένος από το παρελθόν, επιφυλακτικός απέναντι στο μέλλον, ο Σπύρος αφήνεται στη σιωπή και την απομόνωση και επιστρέφει στις κυψέλες του, εγκαταλείποντας τον εαυτό του στα τσιμπήματα των μελισσών του, αφότου φτάσει στο τέρμα του ταξιδιού. Με τον θάνατό του στέλνει ένα μήνυμα χάρη στο βοήθεια του χεριού του μέσα απ’ τη γη. Το μήνυμά του το συλλαμβάνουν τα παιδιά στην επόμενη ταινία μιας και τα παιδιά του Τοπίου στην ομίχλη είναι τα παιδιά του μελισσοκόμου που πέθανε.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Ο Μελισσοκόμος (1986), imdb.com, διαθέσιμο εδώ