Της Στέλλας Κίζυλη,
Η ανώνυμη εταιρεία, ως εμπορική κεφαλαιουχική εταιρεία με νομική προσωπικότητα, ευθύνεται αποκλειστικά η ίδια με την περιουσία της για τα χρέη της. Αναγκαία συνέπεια του κεφαλαιουχικού χαρακτήρα της εταιρείας είναι ότι το κεφάλαιο που διαθέτει, διαιρείται σε ίσα μερίδια, τις επονομαζόμενες «μετοχές». Αυτό που την διακρίνει από άλλες εταιρικές μορφές, είναι ακριβώς ότι σημασία έχει η καταβολή της εισφοράς και όχι το πρόσωπο των μετόχων, ενώ διοικείται από το διοικητικό συμβούλιο.
Στο πλαίσιο αυτό, συχνά ανακύπτουν συγκρούσεις συμφερόντων μέσα στην εταιρεία, αφού τα πρόσωπα που διοικούν την εταιρεία, de iure ή de facto, καταχρώνται τη θέση ισχύος, στην οποία βρίσκονται, αποβλέποντας στο να αποκομίσουν διάφορα οφέλη σε βάρος της ίδιας της εταιρείας ή των άλλων μετόχων. Τα πρόσωπα αυτά μπορεί να είναι τόσο μέτοχοι όσο και μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου μιας ανώνυμης εταιρείας εκλέγονται για να υπηρετούν και να προάγουν το εταιρικό της συμφέρον, χωρίς αυτό να αποκλείει μια τυχόν ταύτιση μεταξύ του εταιρικού συμφέροντος και των προσωπικών συμφερόντων των μελών. Το φαινόμενο της σύγκρουσης συμφερόντων αν και σύμφυτο με τη δομή και τα χαρακτηριστικά της ανώνυμης εταιρείας, αποτελεί ένα από τα βασικότερα προβλήματα του δικαίου της, η πλήρης και αποτελεσματική αντιμετώπιση του οποίου, αποτελεί πρόκληση για τον νομοθέτη.
Το εταιρικό συμφέρον, ως βασική επιδίωξη του διοικητικού συμβουλίου ή και των μετόχων, δεν είναι άλλο από το συμφέρον της επιχείρησης. Προς τη λειτουργία της επιχείρησης συνάπτονται βέβαια και άλλα εξωεταιρικά συμφέροντα, όπως τα συμφέροντα των εργαζομένων, των δανειστών και άλλων συναλλασσόμενων με την επιχείρηση, όπως πελατών και προμηθευτών. Από την άλλη, το «ίδιον» ή αλλιώς προσωπικό συμφέρον των μελών είναι το άμεσο και προσωπικό συμφέρον του κάθε μέλους χωριστά, η τυχόν ικανοποίηση του οποίου, παρακωλύει ή και ματαιώνει την εκπλήρωση του εταιρικού σκοπού, χωρίς φυσικά να αποκλείεται η πλήρης ευθυγράμμιση των συμφερόντων και συνεπώς η εκπλήρωση και των δύο.
Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ως προσωπικό νοείται όχι το συμφέρον του ίδιου του μέλους, αλλά ενός τρίτου προσώπου, με το οποίο το μέλος συνδέεται με κάποια νομική ή πραγματική σχέση, με αποτέλεσμα να θεωρείται κατά τεκμήριο, ότι του ασκεί επιρροή. Βάσει της σχέσης αυτής, είναι δυνατό το όφελος που θα αποκομίσει το τρίτο πρόσωπο, να καρπωθεί έστω και έμμεσα το μέλος του διοικητικού συμβουλίου, για αυτό και είναι απαραίτητο να εξετάζεται η τυχόν ύπαρξη σχέσης που συνδέει τον τρίτο με το μέλος. Ο νομοθέτης, λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα αυτά, ορίζει ευθέως στο άρθρο 97 του νόμου 4548/2018 την υποχρέωση πίστεως των μελών του ΔΣ απέναντι στην εταιρεία ενώ στο άρθρο 99 του ίδιου νόμου προβαίνει σε προσδιορισμό των σχέσεων, βάσει των οποίων το αλλότριο συμφέρον καταλογίζεται ως προσωπικό συμφέρον του μέλους του ΔΣ. Έτσι, ορίζεται ότι απαγορεύεται και είναι άκυρη η σύναψη οποιωνδήποτε συμβάσεων μεταξύ της εταιρείας και των μελών του ΔΣ, των προσώπων που ελέγχουν την εταιρεία, τα στενά μέλη της οικογένειάς τους, καθώς και των νομικών προσώπων, που ελέγχονται από τους παραπάνω χωρίς ειδική άδεια, παρεχόμενη με απόφαση του συμβουλίου ή της γενικής συνέλευσης υπό τους προβλεπόμενους στο νόμο όρους.
Για την αντιμετώπιση των περιπτώσεων σύγκρουσης, ο σχετικός νόμος προβλέπει τους κανόνες της προτεραιότητας του εταιρικού συμφέροντος, την υποχρέωση αποκάλυψης της περίπτωσης σύγκρουσης συμφερόντων μέλους του διοικητικού συμβουλίου και την απαγόρευση άσκησης του δικαιώματος ψήφου μέλους του ΔΣ, του οποίου το ίδιο συμφέρον συγκρούεται με εκείνο της εταιρείας. Ειδικότερα, η προτεραιότητα του εταιρικού συμφέροντος ως έκφανση της υποχρέωσης πίστης, η οποία δεσμεύει απόλυτα τα μέλη, δεν απαγορεύει στα μέλη να επιδιώκουν την ικανοποίηση των ατομικών τους συμφερόντων, τα οποία σχετίζονται με τα συμφέροντα της ΑΕ. Εκείνο που απαγορεύεται, είναι η ικανοποίηση των συμφερόντων αυτών να παρεμποδίζει την ικανοποίηση του εταιρικού συμφέροντος. Συνεπώς, τα μέλη μπορούν να προβαίνουν σε όποιες ενέργειες κρίνουν αναγκαίες για την προάσπιση των συμφερόντων τους.
Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η νομοθετική επιταγή για αποκάλυψη της περίπτωσης σύγκρουσης μέλους του συμβουλίου. Πρόκειται για υποχρέωση άμεσης και επαρκούς αποκάλυψης στα υπόλοιπα μέλη του συμβουλίου των ίδιων συμφερόντων των μελών. Η υποχρέωση αυτή μάλιστα, βαραίνει και κάθε τρίτο πρόσωπο, στο οποίο έχουν ανατεθεί αρμοδιότητες του συμβουλίου, ενώ σε περίπτωση παράλειψης της εν λόγω υποχρέωσης, ανακύπτει ζήτημα ευθύνης του μέλους έναντι της εταιρείας. Τέλος, η απαγόρευση ψήφου είναι ένα δραστικό μέτρο, προκειμένου να διασφαλισθεί η αντικειμενικότητα και η αμεροληψία, αφού το μέλος στο πρόσωπο του οποίου υφίσταται η σύγκρουση δε λαμβάνεται υπόψη ούτε για το σχηματισμό απαρτίας του ΔΣ, ούτε και για το σχηματισμό της απαιτούμενης πλειοψηφίας για τη λήψη της απόφασης.
Εν κατακλείδι, οι ρυθμίσεις του νομοθέτη για την αντιμετώπιση του φαινομένου της σύγκρουσης συμφερόντων που πάγια ταλανίζει το δίκαιο της ανώνυμης εταιρείας, φαίνεται να θέτουν τις σωστές βάσεις χωρίς ωστόσο, να θεωρούνται επαρκείς για την πλήρη και αποτελεσματική αντιμετώπισή του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Νικόλαος Δ. Ρόκας, Εμπορικές Εταιρίες, 9η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2019
- ΔΣ vs ΑΕ: Η σύγκρουση των μεταξύ τους συμφερόντων, koumentakislaw.gr, διαθέσιμο εδώ