Της Κατερίνας Κωνσταντοπούλου,
Δεν υπάρχει μεγαλύτερος εχθρός για την ανθρώπινη ύπαρξη από τη λησμονιά. Ο χρόνος, τιτρώσκει ανελέητα το παρελθόν και παρασύρει σαν οδοστρωτήρας στιγμές, ανθρώπους, γέλια, λύπες, νιάτα. Όσο απεγνωσμένα κι αν απλώνει ο άνθρωπος τα χέρια του να εγκλωβίσει το χρόνο, πάντα θα ματαιοπονεί. Η ζωή τρέχει άοκνα, χωρίς να περιμένει κανέναν.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, ως τραγική φιγούρα, καθόσον είναι το μόνο ον που διαθέτει επίγνωση της αναπόδραστης κοινής μοίρας του, του θανάτου, αποδύεται διαχρονικά σε έναν φρενήρη αγώνα προσπέλασης της πνευματικής αθανασίας. Διατηρώντας την οίηση ότι δύναται, με τη δημιουργική του δύναμη, να αγγίξει τη θέωση, υπερκερνώντας τη θνητότητα της βιολογικής του υπόστασης, επιδίδεται στην Τέχνη. Ο Νίτσε πίστευε πως η μόνη χαραμάδα φωτός στη ματαιότητα του ανθρώπινου βίου, ο μόνος τρόπος νοηματοδότησης αυτής της πεπερασμένης ύπαρξης είναι η δημιουργία Τέχνης. Ο άνθρωπος, σαν μικρός Θεός, γεννά αλλιώτικες ζωές, όμορφους ανθρώπους που δεν είχαν την ευκαιρία να υπάρξουν, αλλόκοτα πλάσματα, κόσμους, έρωτες, θανάτους. Η Τέχνη, επομένως, παρουσιάζεται ως ένα μέσο εγχάραξης του ατόμου στη συλλογική μνήμη, ένας τρόπος υπέρβασης της φθαρτής ύλης και διαιώνισης των ιδεών και του πνεύματος, ένα εχέγγυο ότι στην άνιση μάχη με το χρόνο, η λήθη θα ηττηθεί. Δεν είναι τυχαίο ότι ο χρόνος λειτουργεί ως σύμμαχος των σπουδαίων έργων, κι όχι ως εχθρός τους.
Η υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου, λοιπόν, να μη ξεχαστεί. Να μη σιγήσει το όνομά του. Να μην εξαϋλωθεί το πνεύμα του, όπως το σώμα του. Όλα τα μνημεία, οι επιμνημόσυνες δεήσεις, οι επιτύμβιες στήλες, όλες οι αναμνηστηριακές τελετές, εν γένει, ερείδονται στην πάγια αντίληψή μας πως οι άνθρωποι πεθαίνουν μόνο όταν τους ξεχνάμε. Και σε αυτό το σημείο, βέβαια, τίθεται το αιώνιο ερώτημα: είναι προτιμότερη μία σύντομη ζωή, ταγμένη στη θήρα της αθανασίας, γεμάτη οδύνη, πνευματικό κάματο και θυσίες, ή μία μακρά, γαλήνια ζωή, με απώτατη κατάληξη, ωστόσο, τη λήθη; Κατ’ επέκταση, λοιπόν, θίγονται προβληματισμοί για τον προορισμό του ανθρώπου και το νόημα της ζωής.
Ας εξετάσουμε το ζήτημα της μνήμης στο έργο δύο σημαντικών μεταπολεμικών ποιητών, του Τάσου Λειβαδίτη και της Κικής Δημουλά. Ο πρώτος, στο όψιμο έργο του, ενώ δεν επιδεικνύει φοβική στάση απέναντι στο θάνατο, παραμένει περιχαρακωμένος στον κόσμο μιας άλλης εποχής, η οποία έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Μνημονεύει διαρκώς τα πρόσωπα της παιδικής και νεανικής του ηλικίας –τους γονείς του, τους εφηβικούς του έρωτες, τους συντρόφους του– θεωρώντας πως ο θάνατός του σήμανε και το θάνατο της παιδικής του αθωότητας. Μέσω των ποιημάτων του, επομένως, επιχειρεί να ζωντανέψει αυτά τα πρόσωπα και μαζί το νεανικό του κόσμο. Η Τέχνη, δηλαδή, εμφανίζεται εδώ ως θεματοφύλακας της μνήμης, αλλά και ως ζωοδότρια δύναμη. Στην περίπτωση της Κικής Δημουλά –πάλι στο ωριμότερο έργο της–, η ποίηση μετουσιώνεται σε μία απέλπιδα προσπάθεια επικοινωνίας με την απουσία. Η ποιήτρια επιχειρεί να δώσει ζωή, μέσω της Τέχνης της, στον αποθανόντα σύζυγό της, να έρθει σε μία νοερή επαφή μαζί του, καλύπτοντας, τρόπον τινά, το κενό της που δημιούργησε η απουσία του. Η Δημουλά, δηλαδή, προσπαθεί να διατηρήσει τον αγαπημένο της σύζυγο παρόντα, αναμοχλεύοντας αναμνήσεις, εικόνες, φωτογραφίες των περασμένων, και μετατρέποντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη μνήμη και την ποίηση που την εκφράζει, σε ελιξίριο αθανασίας.
«Μη με λησμόνει»: το λουλούδι που φυλάει στο άνθος του τη μεγαλύτερη αγωνία του ανθρώπου. Πάντως, όσο κι αν αυτός μάχεται να αψηφήσει το θάνατο, ακριβώς αυτός ο εφιάλτης του να μη ξεχαστεί, αποδεικνύει περίτρανα την τραγικότητα και τη μικρότητά του. Ό,τι κι αν κάνουμε, πάντα θα ζούμε και θα πεθαίνουμε κάτω από τη βαριά σκιά της λήθης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
-
Γαραντούδης Ε., Μέντη Δ. (2016), Και με τον ήχον των για μια στιγμή επιστρέφουν, Εκδόσεις Gutenberg