Της Κυριακής Γκουργκούλη,
Μια φορά κι έναν καιρό, κατά τη διάρκεια της φθινοπωρινής γιορτής του Samhain, ο Ailill και ο Medb, ηγεμόνες του Connacht, συγκεντρώθηκαν με τους πολεμιστές τους στο οχυρό στο Cruachan. Την προηγούμενη μέρα είχαν εκτελέσει δύο κρατούμενους και τώρα περίμεναν να δειπνήσουν και να πιουν. Ο Ailill σηκώθηκε και απηύθυνε μια πρόκληση στους άντρες του: Όποιος μπορούσε να δέσει ένα εύπλαστο κλαδάκι γύρω από το πόδι ενός από τους κρεμασμένους κρατούμενους στην αγχόνη, θα έπαιρνε όποια ανταμοιβή ήθελε, ακόμη και το σπαθί του Ailill με τη χρυσαφιά λαβή.
Ακόμη και για τους πιο γενναίους πολεμιστές, το Samhain ήταν μια νύχτα γεμάτη φόβο, μία νύχτα πνευμάτων. Κάθε άνδρας, με τη σειρά του, ισχυρίστηκε ότι θα δεχόταν την πρόκληση, αλλά επέστρεφε χωρίς να έχει πλησιάσει την αγχόνη. Ωστόσο, ένας νεαρός πολεμιστής ονόματι Nera δήλωσε γενναία ότι θα επιχειρούσε το έργο και θα κέρδιζε την ανταμοιβή.
Ο Nera βγήκε γενναία μέσα στη νύχτα και πλησίασε τα κρεμασμένα σώματα των κρατουμένων. Προσπάθησε τρεις φορές να δέσει ένα κλαδί γύρω από το ένα πόδι τους, αλλά αυτό συνέχιζε να ξεκολλάει. Τότε, ένας νεκρός κρατούμενος μίλησε στον Nera, εξηγώντας του ότι έπρεπε να χρησιμοποιήσει μια ειδική ακίδα για να μείνει το κλαδί στη θέση του. Ο Nera ακολούθησε τις οδηγίες αυτές και τελικά τα κατάφερε. Ο κρατούμενος τον επαίνεσε και του ζήτησε μια χάρη, εξηγώντας του ότι πέθανε νιώθοντας απίστευτη δίψα: Ζήτησε από τον Nera να τον κουβαλήσει, ώσπου να μπορέσει να ξεθυμάνει τη δίψα του.
Χωρίς δισταγμό, ο Nera μετέφερε τον νεκρό στην πλάτη ως το πλησιέστερο σπίτι. Ωστόσο, συνάντησαν μια λίμνη φωτιάς γύρω από το μέρος. Ο κρατούμενος ανακοίνωσε στον Nera ότι το ποτό του δεν θα μπορούσε να είναι εκεί. Προχώρησαν στο διπλανό σπίτι, αλλά ήταν περιτριγυρισμένο από μια λίμνη νερού. Ο κρατούμενος μίλησε ξανά στον Nera και του είπε πως η δίψα του δεν θα κορεζόταν εκεί. Τελικά, έφτασαν στο τρίτο σπίτι, όπου ο κρατούμενος ήπιε ολόκληρα γαλόνια νερού. Στη συνέχεια, έφτυσε το νερό στα πρόσωπα των κατοίκων του σπιτιού, προκαλώντας τον θάνατό τους.
Έχοντας εκπληρώσει το αίτημα του κρατούμενου, ο Nera επέστρεψε στο Connacht. Ωστόσο, καθώς επέστρεφε στην αίθουσα όπου βρίσκονταν οι Ailill και Medb, είδε ένα συγκλονιστικό θέαμα: το φρούριο του Connacht τυλιγμένο στις φλόγες και τα κεφάλια όλων εκείνων που βρίσκονταν μέσα μαζεμένα. Ο Nera ακολούθησε τους πολεμιστές που ήταν υπεύθυνοι για τη σφαγή στη σπηλιά του Cruachan. Ενώ έμπαινε στο síd (την είσοδο για τον Άλλο Κόσμο), ένας από τους πολεμιστές αισθάνθηκε την παρουσία του Nera ανάμεσά τους.
Τα νέα για την παρουσία του Nera διαδόθηκαν στους πολεμιστές μέχρι που έφτασαν στον Βασιλιά του Άλλου Κόσμου, ο οποίος κάλεσε τον Nera μπροστά του. Ο Βασιλιάς ρώτησε γιατί ο Nera βρισκόταν εκεί και εκείνος απάντησε ότι είχε έρθει με τον στρατό τους. Ο Βασιλιάς έδωσε εντολή στον Nera να πάει σε ένα κοντινό σπίτι, όπου μια γυναίκα έμενε μόνη. Θα έπρεπε να της πει ότι ο Βασιλιάς τον είχε στείλει να μείνει μαζί της και σε αντάλλαγμα, ο Nera θα έπρεπε να φέρνει στον Βασιλιά ένα δεμάτι καυσόξυλα κάθε μέρα.
Ο Nera ακολούθησε τις οδηγίες αυτές, πήγε στο σπίτι και μετέφερε στη γυναίκα το μήνυμα του Βασιλιά. Εκείνη τον καλωσόρισε και για τρεις μέρες, καθώς ο Nera μετέφερε καυσόξυλα προς την αίθουσα του Βασιλιά, παρατηρούσε πως δίπλα του περπατούσε ένας τυφλός άνδρας, που κουβαλούσε έναν κουτσό στην πλάτη του. Κάθε μέρα έφταναν στην άκρη μίας πηγής και σταματούσαν. Ο τυφλός ρωτούσε αν το στέμμα ήταν ακόμα εκεί και ο κουτσός επιβεβαίωνε την παρουσία του, παρακινώντας τους να επιστρέψουν. Περίεργος, ο Nera ρώτησε τη γυναίκα για αυτό το καθημερινό τελετουργικό. Εκείνη του εξήγησε ότι στον τυφλό και στον κουτσό άνδρα ανατέθηκε η φύλαξη του στέμματος του Brión, ενός χρυσού διαδήματος που ανήκε στον Βασιλιά.
Συλλογιζόμενος αυτές τις πληροφορίες, ο Nera συνέχισε να ρωτά τη γυναίκα. Της μίλησε για το κάψιμο του χωριού του και τη σφαγή του λαού του και για την είσοδό του στο síd. Η γυναίκα τότε του αποκάλυψε κάτι απίστευτο: αυτό που είχε δει ήταν μια ματιά στο μέλλον και θα γινόταν πραγματικότητα, αν δεν προειδοποιούσε τους δικούς του. Προέτρεψε τον Nera να τους ενημερώσει αμέσως, καθώς ήταν ακόμη συγκεντρωμένοι γύρω από τη φωτιά της εστίας το βράδυ του Samhain. Αποκάλυψε, επίσης, ότι ο Ailill και ο Medb θα κατέστρεφαν το síd και θα έκλεβαν το στέμμα του Brión.
Ο Nera επέστρεψε στο Connacht και βρήκε τους δικούς του να κάθονται ακόμη γύρω από τη φωτιά, σαν να μην είχε περάσει καθόλου χρόνος. Διηγήθηκε όλα όσα είχε δει και ακούσει, παρουσιάζοντάς τους φρούτα και λουλούδια ως απόδειξη του ταξιδιού του στον Άλλο Κόσμο. O Nera έμεινε στην αυλή του Ailill και της Medb για έναν ολόκληρο χρόνο μέχρι το επόμενο φεστιβάλ Samhain. Τότε, ο Ailill παρότρυνε τον Nera να επιστρέψει στο síd, καθώς η γυναίκα που τον φιλοξένησε ήταν έγκυος στο παιδί του.
Όταν ο Nera έφτασε στο síd, η γυναίκα τον καλωσόρισε θερμά και σύστησε τον γιο τους. Του ζήτησε να πάει στην αυλή και να φέρει μια δέσμη καυσόξυλα στον Βασιλιά. Ο Nera υπάκουσε στις οδηγίες της. Αν και ο Βασιλιάς ήταν δυσαρεστημένος που o Nera είχε κοιμηθεί με τη γυναίκα χωρίς τη συγκατάθεσή του, τον άφησε να φύγει χωρίς τιμωρία. Στη συνέχεια, οι πολεμιστές του Ailill και της Medb επιτέθηκαν στο síd, λεηλατώντας το και παίρνοντας το στέμμα του Brión και όποιον άλλο θησαυρό βρήκαν. Ωστόσο, άφησαν τον Nera και την οικογένειά του στο síd, όπου θα παραμείνουν μέχρι το τέλος του κόσμου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Freeman, P. (2017) Celtic Mythology, Oxford: Oxford University Press.
- Γκριν, Μιράντα-Τζέιν (1996), Μύθοι των Κελτών, Αθήνα: Παπαδήμας.