Της Κωνσταντίνας Τζανουδάκη,
Μετά την επανάσταση, το μικρό ελληνικό βασίλειο απαιτούσε από τις άλλες δυνάμεις να το βλέπουν ως ένα δυνατό ανεξάρτητο κράτος. Για να το επιτύχει αυτό έπρεπε να αποκτήσει θεσμούς αντάξιους με τα ξένα κράτη, αλλά και μια ισχυρή εθνική ταυτότητα. Στο προηγούμενο μέρος αναφέραμε κάποιες από τις βασικές διεργασίες συγκρότησης του έθνους. Αυτές ήταν η επίλυση του εκκλησιαστικού ζητήματος, η φυλετικοποίησή του και η ιστορική θεμελίωση. Δεν ήταν όμως οι μοναδικές.
Ταυτόχρονα, γίνονταν ποικίλες δημόσιες πρακτικές. Μετά που επιλέχτηκε η Αθήνα ως πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, αποφασίστηκε το 1871 να είναι έτος επετειακό της έναρξης της επανάστασης. Κεντρικό ρόλο στην επέτειο είχε η μεταφορά και ο ενταφιασμός της σορού του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ στην Αθήνα. Ο ίδιος είχε εναντιωθεί αρχικά στην επανάσταση, αλλά εν συνεχεία είχε σκοτωθεί κατά τους ανθελληνικούς διωγμούς στην Κωνσταντινούπολη. Σκοπός ήταν η αποκατάσταση της μνήμης του στην συνείδηση των Ελλήνων. Οι συμβολισμοί ήταν κυρίως η ανάδειξη της Αθήνας ως κέντρο της νέας Ελλάδας, και η σύνδεση της ορθοδοξίας με την επανάσταση. Ακόμα, μετά τη δεκαετία του 1870 οργανώθηκαν λέσχες και σύλλογοι που συνέβαλαν και αυτοί στην προώθηση μιας ενιαίας εθνικής συνείδησης. Στο ίδιο ρεύμα κινήθηκαν οι εικαστικές τέχνες, η λογοτεχνία και η μουσική, προβάλλοντας συμβολισμούς και στοιχεία της παράδοσης. Ακόμα, στην εκπαίδευση εντάχθηκε η ιστορία του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου σε μια πιο απλουστευμένη και κατανοητή μορφή, η διδασκαλία των θρησκευτικών και των αρχαίων ελληνικών. Η εκπαίδευση όφειλε να μεταλαμπαδεύσει τις ελληνικές αρχές και τα ήθη, που άρμοζαν στους Έλληνες του νέου κράτους.
Ο αγώνας για τη συγκρότηση του έθνους συνεχίστηκε με την επίλυση του «γλωσσικού ζητήματος». Οι Έλληνες από την πρώτη στιγμή της ανεξαρτησίας τους χαρακτηρίζονται από διγλωσσία. Η γλώσσα που ομιλούνταν από τη πλειοψηφία του λαού ήταν η δημοτική. Σε αυτήν είχαν προστεθεί ξένες λέξεις, λόγου χάρη τούρκικες και αλβανικές, εξαιτίας της χρόνιας συνύπαρξης μαζί τους. Απεναντίας, η γραπτή γλώσσα συνδέονταν περισσότερο με τα αρχαία ελληνικά, κάτι που επιθυμούσαν οι διανοούμενοι προκειμένου να διασφαλιστεί η προέλευση της γλώσσας και να μην υπάρχουν αμφισβητήσεις ότι οι νεοέλληνες είναι απόγονοι των αρχαίων. Επικράτησε ένας συνδυασμός και των δύο, η γνωστή καθαρεύουσα.
Η καθαρεύουσα κινούνταν ανάμεσα στα πλαίσια της δημοτικής και της αρχαίας ελληνικής. Χρησιμοποιούνταν από το τύπο, την εκκλησία, τους διανοούμενους και τη διοίκηση. Η χρήση της, όμως, ήταν δύσκολη ακόμα για τους αγράμματους χωρικούς. Έτσι, συνεχίστηκαν οι συγκρούσεις μεταξύ των δύο πλευρών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα «Eυαγγελικά». Στις αρχές του Νοεμβρίου του 1901 ξέσπασε αιματηρή σύγκρουση έπειτα από διαδήλωση για τη δημοσίευση των Ευαγγελίων στη δημοτική. Οι υπέρμαχοι της καθαρεύουσας το θεώρησαν προδοσία ενάντια του έθνους. Από την άλλη πλευρά, οι υπέρμαχοι της μετάφρασης υποστήριζαν ότι μόνο έτσι θα ενώνονταν όλο το έθνος. Οι διενέξεις συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια, με το γλωσσικό ζήτημα να λύνεται πρόσφατα, μόλις το 1976.
Τελευταίο, αλλά εξίσου σημαντικό, ήταν η αντιμετώπιση της ληστείας. Μπορεί να φαίνεται παράλογο με τη διαδικασία συγκρότησης του έθνους, αλλά αφορά μια εξωτερική πτυχή του θέματος. Αφορά το πως έβλεπαν οι δυτικοευρωπαίοι το ελληνικό έθνος. Το μέτρο εκτίμησης της νεωτερικότητας κυμαίνονταν στα ποσοστά εγκληματικότητας. Στα μάτια τους οι Έλληνες ήταν άγριοι άνθρωποι. Πράγματι, στην Ελλάδα τα ποσοστά ήταν τεράστια. Οι ληστές που είχαν κρατήσει τις συνήθειές τους από το παρελθόν, ταλάνιζαν το μικρό βασίλειο και έκαναν πλιάτσικο σε ολόκληρα χωριά. Βέβαια, τα πρώτα χρόνια το κράτος είχε ακόμα ανάγκη τους βίαιους άνδρες για την διαφύλαξη των συνόρων και τη διεξαγωγή της πολιτικής. Για παράδειγμα, οι πολιτικοί τους χρησιμοποιούσαν για να κερδίζουν ψηφοφόρους. Έτσι, τα μέτρα που λήφθηκαν ήταν χαλαρά. Στο πέρασμα των χρόνων όμως εμπόδιζαν την τήρηση της τάξης και τους νόμους, που προσπαθούσαν να επιβάλλουν οι ελληνικές κυβερνήσεις προκειμένου να αποκτήσει η Ελλάδα τον σεβασμό των Μεγάλων Δυνάμεων. Για αυτό έγιναν σημαντικές προσπάθειες για την εξάλειψη της ληστείας με επιτυχείς αποτελέσματα. Ένα από τα μέτρα, ήταν η σύλληψη και ο βασανισμός ολόκληρης της οικογένειας του ληστή προκειμένου να τον καταδώσουν.
Ανακεφαλαιώνοντας, η μετατροπή σε Έλληνες υπηκόους που θα υποκινούνταν από την εθνική τους συνείδηση και θα διεκδικούσαν το εθνικό τους συμφέρον, ήταν μια από τις βασικές και δύσκολες διεργασίες που έπρεπε να γίνουν μετά την επανάσταση. Πρέπει να αναφερθεί, όμως, ότι παράλληλα, επιτυγχάνονταν και η δημιουργία θεσμικών δομών που διέπουν και ρυθμίζουν μια κοινωνία. Απόρροια και των δύων αυτών διεργασιών είναι η συγκρότηση του ελληνικού έθνους-κράτους σύμφωνα με την τάση του 19ου αιώνα που οδήγησε στην δημιουργία και άλλων εθνικών κρατών σε όλη την Ευρώπη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Thomas W. Gallant (2017), Νεότερη Ελλάδα, Από τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας μέχρι τις μέρες μας, μτφ. Γιάννα Σκαρβέλη. Αθήνα: Εκδόσεις Πεδίο.
- Συλλογικό έργο, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τμ. ΙΓ΄, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.