Του Ηλία – Λεωνίδα Λεοντάρη,
Η λαογραφία ως επιστήμη εισάγεται στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος επίσημα κατά το 1908 με την ίδρυση της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας από τον Νικόλαο Πολίτη. Ο ίδιος ως εισηγητής της ελληνικής λαογραφίας δίνει και τον ακριβή ορισμό της: «Η λαογραφία εξετάζει τας κατά παράδοσιν δια λόγων πράξεων ή ενεργειών εκδηλώσεις του ψυχικού και κοινωνικού βίου του λαού». Ο ορισμός του; Σύντομος και περιεκτικός. Ακολούθησαν και άλλοι παρόμοιοι από άλλους μεγάλους λαογράφους αργότερα (Μέγας, Κυριακίδης, Λουκάτος, Μερακλής, Κυριακίδου-Νέστορος κλπ.).
Η λαϊκή τέχνη με τη σειρά της χωρίζεται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: πρώτη μεγάλη κατηγορία είναι τα μνημεία του λόγου, που περιέχουν τη φιλολογική λαογραφία όπως για παράδειγμα τα δημοτικά τραγούδια, τα παραμύθια, τα αινίγματα-παροιμίες, τα ξόρκια και η παραλογοτεχνία. Επόμενη κατηγορία -με την οποία θα ασχοληθούμε επισταμένως σε αυτό το άρθρο- αποτελούν τα «έργα των χεριών», δηλαδή όλα εκείνα που σχετίζονται με τον υλικό βίο και πολιτισμό (κατοικία, διατροφή, ενδυμασία), έργα χρηστικά από τη μία, και έργα (καλλι)τεχνικά από την άλλη (είτε οικοτεχνίας, είτε εργαστηριακής τέχνης). Τέλος, υπάρχουν και τα άλλα έργα καλλιτεχνικής έκφρασης, όπως είναι ο χορός η μουσική, το θέατρο, ο κινηματογράφος κ.α.
Τα ενδύματα, αποτελούν την ταυτότητα κάθε κοινωνίας ως προς αυτή αλλά και ως προς τις άλλες. Η ενδυμασία με το πέρασμα των χρόνων απεμπόλησε την καθαρή ανάγκη προφύλαξης του σώματος από τις εξωτερικές συνθήκες και έφτασε να γίνεται στοιχείο της μόδας, η οποία αποτελεί έκφανση της τέχνης. Βέβαια, πολύ συχνά η ηθικοποίηση της ένδυσης προσέκρουε, ανά την εποχή και το κοινωνικό γίγνεσθαι, στην ελευθερία της, θέτοντας όρια και απαγορεύοντας –τηρουμένων των αναλογιών– την ανάδειξη ή επίδειξη του σώματος. Για παράδειγμα, η χριστιανική θρησκεία απαγόρευσε δια ροπάλου τη γυμνότητα του σώματος, ενώ σε άλλους πολιτισμούς τίθεται και ζήτημα γύμνωσης συγκεκριμένων μόνον μερών, όπως αναφέρει ο καθηγητής Μ. Μερακλής: «η γυναίκα της Αραβίας δείχνει το στήθος, τα πόδια, τις γάμπες της, όχι όμως το πίσω μέρος του κεφαλιού της, ενώ το δείξιμο του προσώπου είναι για τις Μωαμεθανίδες κακό». Η γύμνωση, βέβαια, του σώματος στοχεύει συνήθως στον ερωτικό και σεξουαλικό τομέα της καθημερινής ζωής του ανθρώπου και αποτελεί μέσο ανάδειξης των καλλών του εκάστοτε σώματος.
Άλλο αντίκρισμα της ενδυμασίας είναι προφανώς η δήλωση της οικονομικής ή κοινωνικής κατάστασης των ανθρώπων. Κατά την Οθωμανοκρατία -όπως και στα Βυζαντινά χρόνια- ίσχυε η σημειοδοτική λειτουργία του ενδύματος, σύμφωνα με την οποία διακρίνονταν οι κοινωνικές τάξεις μεταξύ τους, βάσει των επιταγών του κράτους σε συνδυασμό με τη συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Σύμφωνα με την άποψη της Μαρίνας Βρέλλη-Ζάχου, κατά τον 18ο-19ο αιώνα, λόγω της αύξησης των εμπορικών συναλλαγών με τη Δύση και τη σταδιακή απομάκρυνση από τα Οθωμανικά και Ανατολικά πρότυπα, ξεκινούν να διαμορφώνονται νοοτροπίες των μεγάλων αστικών κέντρων που εκφαίνονται δια μέσω του ενδύματος. Ξεχωρίζουν τα ενδυματολογικά πρότυπα των πλουσίων (προεστοί, επτανήσιοι nobili) που προσιδιάζουν αυτά των μεγάλων αστικών κέντρων της Ευρώπης, ενώ επίσης η μεσαία τάξη θα προσπαθήσει να αποκοπεί από την μέχρι πρότερη λαϊκή της καταγωγή και, με την δύναμη και την οικονομική ευρωστία που της δόθηκε από το εμπόριο και την βιοτεχνική δραστηριότητα, θα επιτρέψει να προστεθούν στα ενδύματά της στοιχεία πιο εξεζητημένα, παρμένα από τις μεγάλες πόλεις της Δύσης.
Αυτές τους οι κινήσεις μαρτυρούν τη θέλησή τους για κοινωνική ανέλιξη. Κραυγαλέο παράδειγμα επιρροής από την Ευρώπη, η εισαγωγή της δαντέλας κατά την εποχή του Μπαρόκ (1620-1715) ως διακοσμητικό στοιχείο στα ενδύματα, κυρίως στα γυναικεία, ωστόσο, με την ύπαρξή τους ακόμα και σε στρατιωτικές στολές. Η χρήση της γίνεται εντονότερη κυρίως σε περιοχές με άμεση αλληλεπίδραση με τη Δύση, όπως η Λευκάδα, η Σκύρος και η Κύπρος. Τέλος, οι κατώτερες τάξεις θα συνεχίσουν, λόγω έλλειψης οικονομικής ευμάρειας και εξέλιξης της τεχνογνωσίας, να ακολουθούν τις παραδοσιακά δοσμένες επιταγές, οι οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν από τυποποίηση, συντηρητισμό, και πλείστες επιρροές από τις αντιλήψεις περί φύλου, αισθητικής, γυμνού κλπ.
Με τη βοήθεια της λαογράφου Αγγελικής Χατζημιχάλη, έγινε η διάκριση μεταξύ ανδρικών και γυναικείων ελληνικών φορεσιών που είχαν ως κύριο στοιχείο και βασικό ένδυμα το πουκάμισο. Οι γυναικείες χωρίζονται σε αυτές με σιγκούνι, αυτές με καβάδι/αντερί/σαγιά κλπ. και αυτές με φουστάνι. Το σιγκούνι απαντάται στην ηπειρωτική χώρα και αποτελείται από μάλλινο ύφασμα με έντονα διακοσμητικά στοιχεία, ραμμένο από επαγγελματίες ραφτάδες. Είναι αμάνικο και ανοιχτό στο μπροστινό μέρος. Συνδέεται κυρίως με τον αγροτικό χώρο. Στον αντίποδα, στο καβάδι, σχετίζεται κυρίως με τις γυναίκες της αστικής ζώνης. Ήταν χειριδωτό ένδυμα, ποδήρες, και ανοιχτό μπροστά, ενώ ραβόταν από μεταξωτό και βαμβακερό ύφασμα, εισαγόμενο από το εξωτερικό. Τελευταίο το φουστάνι στην αναγεννησιακή του μορφή, είχε ως πρώτη ύλη το βαμβάκι, το μαλλί ή το μετάξι, και συναντάται κυρίως σε νησιωτικές και παράλιες περιοχές λόγω εμπορικών δραστηριοτήτων.
Βέβαια, υπάρχει και η μορφή που καθιερώθηκε από τη βασίλισσα Αμαλία και περιλαμβάνει μια μείξη αντεριού αρχοντικής καταγωγής ως μπούστο και το ευρωπαϊκό φόρεμα της εποχής του ρομαντισμού με το κοντό ζιπούνι. Ενσωματώθηκε γρήγορα σε πολλά μέρη του ελληνικού αστικού χώρου και της υπαίθρου. Στην άλλη πλευρά, οι ανδρικές φορεσιές χωρίζονται σε αυτές με φουστανέλα και αυτές με βράκα. Η φουστανέλα, ευρέως γνωστή και από την επαναστατική περίοδο, μπορεί να συνδέεται είτε με τους προκρίτους και τους υψηλά ιστάμενους, μακριά ως το γόνατο και με έντονα διακοσμητικά στοιχεία και αξεσουάρ (γιλέκο, σελάχια κλπ.), είτε με τους αγρότες, όπου είναι κοντή στο ύψος των μηρών και απλή, πρακτική, συνυφασμένη με την καθημερινή αγροτική ζωή που διαβιούσαν. Η βράκα απεναντίας, συνδεδεμένη κατεξοχήν με νησιωτικές περιοχές και περιοχές παραθαλάσσιες (Κρήτη, Ύδρα, Σπέτσες κ.α.) αλλά και με ορισμένες ηπειρωτικές (π.χ. Ιωάννινα) αποτελούσε μια «φουφουλωτή περισκελίδα» (Βρέλλη-Ζάχου, 2014) σε διάφορες παραλλαγές.
Εν κατακλείδι, επεξηγήθηκε ακροθιγώς μια σημαντική ποικιλία ελληνικών παραδοσιακών φορεσιών -ανδρών και γυναικών- της νεότερης Ελληνικής ιστορίας. Βέβαια, σε αυτά προστίθενται και άλλα ενδύματα και διακοσμητικά στοιχεία, όπως για παράδειγμα εσώρουχα, ζωνάρια και ζώνες, παπούτσια και κάλτσες, ποδιές, ζακέτες, πιρπιριά κλπ. ενώ μια πληθώρα κοσμημάτων εμπλούτιζε την ενδυμασία και προσδιόριζε τον σκοπό της που δεν ήταν πάντα αποτέλεσμα αισθητικών ή πρακτικών αναγκών. Πολλές φορές η εκάστοτε ενδυμασία κάλυπτε και άλλες κοινωνικές επιταγές και λειτουργίες, όπως τελετουργικές (γάμος), μαγικές/συμβολικές ή ήταν αποτέλεσμα μακραίωνης εθιμικής διαδικασίας που λάμβανε ευρείας αποδοχής από το κοινωνικό γίγνεσθαι.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Μερακλής Μιχαήλ (2011), Ελληνική Λαογραφία: Κοινωνική Συγκρότηση, Ήθη και Έθιμα, Λαϊκή Τέχνη, Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαμίτσα.
- Μερακλής Μιχαήλ (1999), Η Μελέτη του Υλικού Πολιτισμού: μια όχι τόσο Άσκοπη Αναδρομή: Θέματα Λαογραφίας, Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη.
- Βρέλλη Ζάχου Μαρίνα (2014), Η Ελληνική Ενδυμασία από την Άλωση ως τον 20ο αιώνα: Ελληνική Λαϊκή Παράδοση: από το Παρελθόν στο Μέλλον, Αθήνα.
- Βρέλλη Ζάχου Μαρίνα (2012), Κοινωνία και Ένδυμα: το Φυλετικό και Ερωτικό Υπόβαθρο του Ενδύματος, Ταξικές Διακρίσεις, Αισθητική Παράμετρος: Ελληνική λαογραφία, Ιστορικά, θεωρητικά, μεθοδολογικά, θεματικές, τόμος Α’, Αθήνα: Εκδόσεις Ηρόδοτος.