Της Ιωάννας Λογάρου,
Μια από τις ταινίες του Luis Buñuel, το The Exterminating Angel, αφορά μία πλούσια τάξη ατόμων που, προσκεκλημένοι σε ένα δείπνο και έπειτα από την ακρόαση μίας σονάτας στο πιάνο, εγκλωβίζονται στο σπίτι των καλεσμένων. Ο εγκλωβισμός αυτός είναι κυρίως ψυχικός και όχι φυσικός, μιας και καμία πόρτα δεν είναι κλειδωμένη. Ενώ η αστυνομία και οι υπηρέτες του σπιτιού βρίσκονται έξω από αυτό και γνωρίζουν όσα διαδραματίζονται μέσα, οι καλεσμένοι καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας δεν μπορούν να αποδράσουν.
Τα στοιχεία σουρεαλισμού και παραλογισμού που επικρατούν στην ταινία είναι χαρακτηριστικά του Iσπανού σκηνοθέτη, ο οποίος θεωρείται ηγετική μορφή του σουρεαλισμού. Από την παιδική του κιόλας ηλικία, η εκπαίδευση των Ιησουιτών στάθηκε ως αφορμή για εξέγερση για εκείνον. Όντας άθεος κατά τη φοίτησή του στο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, ξεκίνησε τη φιλία του με τον Salvador Dali, με τη βοήθεια του οποίου δημιούργησε την πρώτη του ταινία μικρού μήκους Un Chien Andalou, το 1929. Η ταινία αυτή είναι ευρέως γνωστή για την πρώτη σκηνή, όπου o Buñuel κόβει με ένα μαχαίρι το μάτι μιας γυναίκας. Μάλιστα, όταν ερωτήθηκε για τον συμβολισμό αυτής της σκηνής υποστήριξε ότι «Τίποτα δεν συμβολίζει τίποτα» και έπειτα αποκάλυψε πως, σε ένα όνειρό του είχε δει ένα σύννεφο να κόβει το φεγγάρι στη μέση και μέσω αυτής της παράλογης εικόνας εμπνεύστηκε τη σκηνή αυτή. Γενικότερα, ο Bunuel και ο Dali συσχέτιζαν με ελευθερία εικόνες που τους εξέπλητταν και δεν αναζητούσαν κάποια ομορφιά πίσω από αυτές. Έτσι, ο Bunuel εξυμνούσε το μυστήριο του υπερρεαλισμού και θεωρούσε ότι αποτελεί βασική αιτία της αθεΐας του, για την οποία, όλως παραδόξως, ευχαριστούσε τον Θεό.
Mεγαλωμένος στον καθολικισμό, διαπότισε βαθιά την κοσμοθεωρία και το έργο του βάσει αυτής της εμπειρίας, παρόλο που άρχισε να αμφιβάλλει για τη θρησκεία, όταν ήταν 14 ετών. Μάλιστα, στην αυτοβιογραφία του είπε το εξής: «Καθώς οδεύω προς τον τελευταίο μου αναστεναγμό, συχνά φαντάζομαι ένα τελευταίο αστείο. Συγκαλώ γύρω από το νεκροκρέβατό μου τους φίλους μου που είναι επιβεβαιωμένοι άθεοι, όπως κι εγώ. Τότε καταφθάνει ένας ιερέας, τον οποίο έχω καλέσει και προς τρόμο των φίλων μου εξομολογούμαι, ζητώ άφεση αμαρτιών για τις αμαρτίες μου και λαμβάνω τον ασπασμό. Μετά από αυτό γυρίζω στο πλάι και πεθαίνω. Θα έχω, όμως, τη δύναμη να αστειευτώ εκείνη τη στιγμή;».
Η εναντίωση του Bunuel για τον Θεό και την τυφλή πίστη των ανθρώπων σε αυτόν γίνεται εμφανής σε πληθώρα ταινιών του. Ωστόσο, στο The Exterminating Angel παρατηρείται έντονα αυτή η στάση. Πιο συγκεκριμένα, η ταινία παρουσιάζει το πώς οι άνθρωποι, και στην προκειμένη περίπτωση αυτοί που απαρτίζουν την ελίτ, τυφλά προσκολλώνται σε ιδέες κοινωνικά αποδεκτές. Σε εξαθλιωμένες, όμως, συνθήκες παρατηρούμε τα άτομα αυτά να απομακρύνονται από τους ευγενείς τους τρόπους και να επικρατεί η ηθική εξαχρείωση (όταν τελειώνει το φαγητό πίνουν νερό από σωλήνες στους τοίχους, σκοτώνουν ζώα για τροφή, καίνε τα έπιπλα για να ζεσταθούν), ενώ, τελικά, οδηγούνται στην τρέλα. Ταυτόχρονα, τα σουρεάλ στοιχεία είναι εμφανή, με μία αρκούδα να περιπολεί την οικία και πρόβατα να κινούνται στον χώρο. Η ταραχή αυτή, πιθανώς, να είναι ένας τρόπος για τον σκηνοθέτη να προβάλλει το πώς μπορείς να παγιδευτείς σε πεποιθήσεις, οι οποίες δεν βγάζουν λογική.
Σύμφωνα με το σπήλαιο του Πλάτωνα, ο Σωκράτης διηγείται μία αλληγορία (στο βιβλίο της Πολιτείας) σε μορφή διαλόγου μεταξύ του Γλαύκωνα (αδελφός του Πλάτωνα) και του μέντορά του, Σωκράτη. Ο Σωκράτης διατυπώνει την πλατωνική θεωρία των ιδεών, την οντολογική προτεραιότητα του Αγαθού και την ανάγκη για μια ορθή πολιτεία, σύμπλευση πολιτικής δύναμης και φιλοσοφικής γνώσης. Υποθέτει, λοιπόν, πως οι άνθρωποι ζουν αλυσοδεμένοι σε ένα σπήλαιο και με το βλέμμα τους στραμμένο στο σκοτάδι. Πίσω τους βρίσκεται ένα τοιχίο, όπου κάποιοι μέσω αυτού μεταφέρουν ομοιώματα ζώων ή ανθρώπων, κάνοντας ήχους που ανταποκρίνονται στο κάθε είδος. Οι ήχοι που ακούν οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ότι προέρχονται από τις σκιές, οι οποίες προκύπτουν από το φως της μακρινής φωτιάς και για τους ανθρώπους θεωρούνται αληθινές.
Αν, ωστόσο, κάποιος μπορέσει να δραπετεύσει και να στραφεί προς το τοιχίο και έπειτα προς το φως (στον κόσμο των Ιδεών), θα αισθανθεί, αρχικά, δυσφορία λόγω του εκτυφλωτικού φωτός, έπειτα, όμως, θα έρθει πιο κοντά στην αλήθεια και, κατά συνέπεια, στον ίδιο τον ήλιο αὐτὸν καθ᾽ αὑτὸν ἐν τῇ αὑτοῦ χώρᾳ. Ο Σωκράτης υπέθετε πως, αν ο άνθρωπος αυτός επέστρεφε στο σπήλαιο και διηγούνταν όσα βίωσε, θα θεωρούνταν τρελός και σε περίπτωση που ήθελε να τους ελευθερώσει, ώστε να αντικρίσουν και εκείνοι το φως, θα τον σκότωναν για να μην λυθούν τα δεσμά αυτά. Μέσω του μύθου αυτού τονίζεται η ικανότητα της φιλοσοφίας να διαφωτίζει. Μέσω της χρήσης της λογικής, της γνώσης του κόσμου, αλλά και ειδικότερα της κοινωνίας και του ανθρώπου είναι δυνατή η πλήρης απελευθέρωση.
Αντίστοιχα, στην ταινία τα άτομα δεν μπορούν να δραπετεύσουν στα υπόλοιπα δωμάτια και είναι προσκολλημένα σε δικές τους «σκιές», τις οποίες αντιλαμβάνονται ως αληθινές. Μέσω των σκιών αυτών, οι χαρακτήρες της ταινίας ανακουφίζονται από την απελπιστική κατάσταση που βιώνουν. Η κυριότερη και κοινή σκιά που όλοι τους βασίζονται είναι η ανημποριά τους να φύγουν από το σπίτι. Επιπλέον, ένα νεαρό ζευγάρι αυτοκτονεί, ένα αγόρι βρίσκει μορφίνη που υπήρχε στο δωμάτιο, ενώ άλλα άτομα επιλέγουν την αυτοκτονία/αυτοθυσία. Κάποιοι άλλοι, ωστόσο, προσπαθούν να δραπετεύσουν από το δωμάτιο, αλλά πρέπει να σταματήσουν γιατί τους καταβάλλονται αρκετά. Η στάση αυτή σχετίζεται με την αλληγορία του Πλάτωνα, καθώς είναι οδυνηρό για τους ανθρώπους να στραφούν προς το φως.
Μέσα από τη διαχείριση του εγκλωβισμού στο δωμάτιο, ο Bunuel επιδιώκει να παρουσιάσει το εύρος των «σκιών» που μπορεί να αντιλαμβάνεται ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά. Για παράδειγμα, παρατηρούμε ότι ο Alvaro αποδέχεται το μυστήριο και το παράλογο των όσων του συμβαίνουν, παρατηρώντας, όμως, την ιδιαιτερότητα της κατάστασης αυτής και αναγνωρίζοντας ότι οι πεποιθήσεις του ενδέχεται να μην είναι αληθινές, αυτός δεν τις εγκαταλείπει ποτέ. Ο γιατρός Dr. Conde φαίνεται να είναι βαθιά ριζωμένος σε ένα σύστημα αξιών που δεν αμφισβητεί ποτέ, αλλά αντιλαμβάνεται ως αλήθεια. Βοηθά τους συνανθρώπους του, που είναι και οι ίδιοι παγιδευμένοι στην ίδια ιδεολογία, όμως, εν τέλει, κανείς τους δεν μπορεί να λυτρωθεί, λόγω της σκέψης πως τα βάσανά τους οφείλονται στην οργή του Θεού. Επομένως, υποχρεούνται να τα αποδεχτούν. Παρομοίως, ο άνδρας στην αρχή της ταινίας δεν βρίσκει καθόλου παράξενο το γεγονός ότι όλοι οι καλεσμένοι δεν έφυγαν ποτέ από το πάρτι ή το δωμάτιο, αλλά με ασέβεια επιβλήθηκαν στους ιδιοκτήτες του σπιτιού και κοιμήθηκαν στο πάτωμά τους. Το αγνοεί εντελώς, αποδεχόμενος τυφλά τη μοίρα του και μη αμφισβητώντας τις διάφορες πεποιθήσεις του.
Μέσω των χαρακτήρων αυτών, ο Bunuel πιθανόν να επιθυμεί να δηλώσει πως ο δρόμος προς την αλήθεια βασίζεται στην επαναξιολόγηση των συστημάτων πεποιθήσεων του κάθε ανθρώπου. Αν κάτι τέτοιο αμεληθεί, είναι άμεσο επακόλουθο το να εξαπατηθείς και να οδηγηθείς στην παραφροσύνη, όπως οι ήρωες της ταινίας. Το έντονο στοιχείο του Παραλογισμού μάς θυμίζει την άποψη του Camus γύρω από την αντιμετώπιση του Παραλόγου από τον άνθρωπο. Αυτός, εμπεδώνοντας την άνευ νόημα ύπαρξη, πιθανόν να οδηγηθεί 1) προς την αυτοκτονία, 2) την τυφλή προσκόλληση σε μία οντότητα, η οποία βρίσκεται πέρα από τη σφαίρα της πραγματικότητας, άρα τον Θεό (ο Camus αυτό το χαρακτηρίζει «φιλοσοφική αυτοκτονία»), ή 3) να αφομοιώσει το παράλογο και ατομικά να το αποδεχτεί και να εξελιχθεί. Στην ταινία ο Bunuel φαίνεται να αναπαριστά τη δεύτερη αντιμετώπιση, μιας και η εκκλησία στην τελευταία σκηνή (αφού οι ήρωες δραπέτευσαν και βρίσκονται εκεί) φανερώνει τη σύγκρουση του παραλόγου με το παπικό σύστημα και τον αγώνα των ατόμων να εμβαθύνουν στη λεγόμενη «φιλοσοφική αυτοκτονία». Δεν αποκαλύπτεται αν οι χαρακτήρες θα βγουν ποτέ από την εκκλησία, μπορούμε, ωστόσο, να υποθέσουμε πως ο χώρος αυτός αποτελεί, επίσης, ένα ακόμα σπήλαιο με τα τυφλά προσκολλημένα στον Θεό άτομα παγιδευμένα εκεί.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ